Το όραμα ενός αμύθητου θησαυρού αιωρούνταν πάνω από τη Λάρισα, το 1956. Επρόκειτο για τον θησαυρό του Χασάν Μπέη, ενός πλούσιου Οθωμανού και πολιτικού παράγοντα της Λάρισας, ο οποίος έζησε κατά την τελευταία περίοδο της Τουρκοκρατίας.
Σύμφωνα με την παράδοση και τις πληροφορίες ορισμένων, αξιόπιστων και μη, ατόμων, πεθαίνοντας ο Χασάν Μπέης έθαψε τον θησαυρό του μέσα ή δίπλα στο καθεδρικό τζαμί της Λάρισας.
Το τζαμί βρισκόταν στο κέντρο της πόλης. Ήταν πλέον ένα κτίριο πανάθλιο και κατερειπωμένο. Χαμηλό, ασήμαντο, με ξεγδαρμένους τοίχους και ετοιμόρροπη στέγη. Στην αυλή του, όπου άλλοτε συνωστίζονταν οι πιστοί Μουσουλμάνοι, έβλεπε πια κανείς πεταμένα λάστιχα αυτοκινήτων, τενεκέδες πετρελαίου κι ένα χαλασμένο τρακτέρ.
Το τζαμί του Χασάν Μπέη ήταν εδώ και χρόνια κλειστό. Στη διάρκεια της Κατοχής, φιλοξένησε Άγγλους και αργότερα Ιταλούς αιχμαλώτους. Στο εσωτερικό του ήταν παντελώς άδειο. Ξεθωριασμένες τοιχογραφίες και μαρμάρινες πλάκες με σκαλίσματα, ριγμένες η μια πάνω στην άλλη μπροστά στην πόρτα της αυλής, ήταν όλα όσα διασώζονταν από το παλιό μεγαλείο του τζαμιού.
Η χρονολογία της ανέγερσής του δεν είναι γνωστή. Εκείνο που είναι γνωστό είναι ότι χτίστηκε πάνω στα ερείπια του ναού του Αγίου Δημητρίου, που έκαψαν οι Τούρκοι το 1754. Στην ίδια θέση βρισκόταν κατά την αρχαιότητα το θησαυροφυλάκιο της αρχαίας Λαρίσης.
Δεν αποκλείεται, λοιπόν, μια κάποια τάση διαιώνισης της παράδοσης να ώθησε τον Χασάν Μπέη να θάψει στο ίδιο σημείο τον θησαυρό του.
Ελάχιστα γνωρίζουμε για τον Χασάν Μπέη. Η παράδοση μας πληροφορεί ότι ήταν τύπος καλοφαγάς και εξαιρετικά φιλήδονος. Είχε τεράστια περιουσία. Λέγεται ότι ήταν ο μεγαλύτερος τσιφλικάς της Θεσσαλίας. Η αδυναμία του ήταν οι γυναίκες και ειδικά οι Γαλλίδες χορεύτριες, για τις οποίες ο αφελής Οθωμανός δαπανούσε μυθικά ποσά.
Όλα πήγαιναν ωραία και η ζωή του κυλούσε σαν ποίημα, ως τη στιγμή που η Λάρισα έγινε ελληνική. Ο Χασάν Μπέης αναγκάστηκε να φύγει. Για πολλούς και διάφορους λόγους δεν μπόρεσε να πάρει μαζί του την περιουσία του. Μάζεψε, λοιπόν, όσο χρυσάφι είχε και το έθαψε στο τζαμί. Πίστευε ότι σύντομα θα επέστρεφε.
Αλλά η μοίρα καιροφυλακτούσε. Ο Χασάν Μπέης πέθανε λίγο καιρό μετά την επιστροφή του στην Πόλη. Και ο θησαυρός του απόμεινε θαμμένος στα υπόγεια του τζαμιού της Λάρισας, περιμένοντας τον τυχερό που θα τον ανακάλυπτε.
Αυτόν τον ρόλο φιλοδόξησε να παίξει ο κύριος Σίνης, ο οποίος είχε καταφτάσει στη Λάρισα, συνοδευόμενος από ένα ολόκληρο επιτελείο τεχνικών, μέντιουμ κλπ. Ο κύριος Σίνης είχε δηλώσει:
Οι ανασκαφές ξεκίνησαν αμέσως. Οι εργάτες δούλευαν νυχθημερόν. Ανέσκαψαν όλο σχεδόν το υπέδαφος του τζαμιού. Πολλά τα απίθανα και τα ενδιαφέρονταν που είδαν το φως του ήλιου κατά τις ανασκαφές. Ένας μυστηριώδης σκελετός βρέθηκε κάτω από το δάπεδο. Έλεγαν ανεπισήμως ότι ανήκε σ’ εκείνον που είχε μεταφέρει τον θησαυρό στην κρύπτη του και τον οποίο ο Χασάν Μπέης είχε σφάξει κατόπιν, για να μην προδώσει το μυστικό του.
Ανακαλύφθηκε, επίσης, κι ένα αρχαίο άγαλμα, το οποίο λεγόταν ότι παρίστανε τον Μεγάλο Αλέξανδρο, αλλά και τμήματα αγγείων της Ελληνορωμαϊκής Περιόδου και πολλά καριοφίλια του 1821. Μα, ο περίφημος θησαυρός του Χασάν Μπέη παρέμενε άφαντος.
Ο μηχανικός κύριος Φωτίου, ο οποίος ερευνούσε τις κατακόμβες με μετρητή Γκάιγκερ, ισχυριζόταν ότι το μηχάνημα έδειχνε μέταλλο. Δεν μπορούσε, όμως, να το εντοπίσει, γιατί μεσολαβούσε ένα παχύ στρώμα μιας συμπαγούς μάζας, ίσως κάποιος τοίχος.
Εν τούτοις, ένα μέντιουμ, το οποίο είχε επιστρατευθεί για τη διαλεύκανση του μυστηρίου, συμφωνούσε απολύτως με τα ευρήματα του μηχανικού.
Πράγματι, οι έρευνες συνεχίστηκαν απρόσκοπτες, όμως κάποτε τα χρήματα σώθηκαν και στέρεψαν. Αν και όλοι οι Λαρισαίοι ανυπομονούσαν για το αποτέλεσμα, οι ανασκαφές σταμάτησαν άδοξα και ο κύριος Σίνης αναχώρησε άπρακτος, αλλά όχι απογοητευμένος. Απέδωσε την αποτυχία των ανασκαφών στην έλλειψη τεχνικών μέσων και υποσχέθηκε ότι θα επέστρεφε σύντομα.
Έτσι, έληξε και η δεύτερη φάση της ιστορίας του θησαυρού του Χασάν Μπέη. Οι ξεγδαρμένοι, κατερειπωμένοι τοίχοι του τζαμιού εξακολουθούσαν να βαστούν ζηλότυπα το βαρύτιμο μυστικό του. Έως πότε, όμως; αναρωτιόταν ο δημοσιογράφος Φρέντυ Γερμανός, που είχε επιμεληθεί το εν λόγω άρθρο.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», στις 28/10/1956…