Τη δεκαετία του 1950, ο υπνωτισμός ανήκε πλέον επισήμως μεταξύ των νομίμων θεραπευτικών μεθόδων της αμερικανικής επιστήμης, αφού επί σειρά ετών θεωρούνταν ως ένα εκ των μέσων της «Μαύρης Μαγείας».
Η απόφαση αυτή ελήφθη κατόπιν ψηφοφορίας του Ιατρικού Συλλόγου των ΗΠΑ και έμελλε να αποδειχθεί ιστορικός σταθμός της ιατρικής επιστήμης. Πώς, όμως, κατέληξαν σε αυτή την επαναστατική απόφαση;
Την προηγούμενη δεκαετία, ολοένα και μεγαλύτερος αριθμός Αμερικανών ιατρών χρησιμοποιούσε τον υπνωτισμό ως θεραπευτικό μέσο και τα εκπληκτικά αποτελέσματα του τούς έπεισαν να φέρουν το θέμα αυτό ενώπιον του Ιατρικού Συλλόγου.
Μέχρι τότε, η πλειοψηφία των Αμερικανών ιατρών θεωρούσε τον υπνωτισμό ως κατάλληλο μέσο μόνο για τους φακίρηδες και τους τσαρλατάνους και οι υποστηρικτές της μεθόδου θα έπρεπε να δώσουν σκληρή μάχη, ώστε να τον επιβάλουν.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στην τελική νίκη συνέβαλαν μερικές απίστευτες επιτυχίες της νέας μεθόδου, η οποία μπορούσε να χρησιμοποιηθεί αντί αναισθητικού, σε περιπτώσεις όπου αποκλειόταν η γενική αναισθησία, για την κατανίκηση του φόβου, της κόπωσης, για την αποφυγή των εμετών κτλ. Επίσης, χρησιμοποιούνταν και για την επίτευξη ανώδυνου τοκετού.
Βεβαίως, ο υπνωτισμός δεν αποτελούσε πανάκεια για τη θεραπεία όλων των ασθενών. Επί παραδείγματι, η νευρικής φύσεως πολυφαγία σε παχύσαρκους ασθενείς καταπολεμούνταν με τον υπνωτισμό, αλλά δεν έπαυε να υφίσταται το αίτιο της νεύρωσης. Έτσι, ο ασθενής θα μπορούσε να πάψει να τρώει γλυκά και να αρχίσει να μασά τα νύχια του.
Σε πολλές άλλες, όμως, περιπτώσεις, τα αποτελέσματα υπήρξαν συγκλονιστικά.
Μια από τις πιο συνταρακτικές περιπτώσεις ήταν η χειρουργική επέμβαση σε νοσοκομείο του Ντάλλας. Ο ασθενής έπασχε από σπασμό των άκρων και έπρεπε να γίνει επέμβαση στον εγκέφαλο, που θα διαρκούσε πέντε ώρες. Αλλά, οι θεράποντες ιατροί δεν ήθελαν να κάνουν γενική αναισθησία, για να μπορέσουν να παρατηρήσουν τον εγκέφαλο σε φυσιολογική ενέργεια, ώστε να αντιληφθούν ποιο τμήμα του έλεγχε τον σπασμό. Η μόνη λύση ήταν ο υπνωτισμός και πράγματι, ύστερα από μια δυσχερέστατη επέμβαση πέντε ωρών, ο ασθενής, ο οποίος μόνο σε μια στιγμή ένιωσε ελαφρύ πόνο, ξύπνησε, χωρίς να πιστεύει ότι όλα τελείωσαν καλώς και ο σπασμός, που τον βασάνιζε για χρόνια, είχε πια εξαφανιστεί.
Στην περίπτωση της Dorothy Haralson, οι πόνοι ήταν ακόμη πιο φρικιαστικοί, επειδή είχε υποστεί φοβερά εγκαύματα από καυτό λάδι και τα ισχυρά φάρμακα, που λάμβανε, είχαν αποδειχθεί ανίσχυρα. Όταν άρχισε κάπως η επούλωση των εγκαυμάτων, οι νεκροί ιστοί έπρεπε να αφαιρεθούν και η Dorothy όφειλε να κινεί το χέρι της, για να μην πάθει αγκύλωση. Αλλά, οι πόνοι δεν την άφηναν ούτε για μια στιγμή και έτσι, οι ιατροί δοκίμασαν τον υπνωτισμό. Αμέσως, οι πόνοι εξαφανίστηκαν, ενώ η ασθενής ξεκίνησε τις κινητικές ασκήσεις των μελών της.
Γενικά, τα σχετικά παραδείγματα υπήρξαν αναρίθμητα. Εκείνο, όμως, που τονιζόταν με έμφαση από διακεκριμένους επιστήμονες ήταν ότι ο υπνωτισμός φαινόταν να έχει πολλές και άγνωστες, μέχρι τότε τουλάχιστον, δυνατότητες και ότι θα έπρεπε να εφαρμόζεται σε περιπτώσεις, όπου τα συμβατικά θεραπευτικά μέσα δεν απέδιδαν.
Η ιστορία του υπνωτισμού είναι μακρά και εν πολλοίς, παρεξηγημένη. Μεταξύ των πρωτόγονων λαών θεωρούνταν συγχρόνως θεραπευτικό μέσο, αλλά και θρησκευτική εκδήλωση, διότι οι πρόγονοί μας, από τη λίθινη εποχή ακόμα, ταύτιζαν τη θρησκεία με την ίαση και ο μάγος ήταν ταυτοχρόνως και ιερέας.
Αργότερα, οι Πέρσες μάγοι και οι Ινδοί γιόγκι με τον αυτοϋπνωτισμό, κατόρθωναν να αποκτούν υπερφυσικές θεραπευτικές δυνάμεις. Επιπλέον, οι ιερείς της αρχαίας Αιγύπτου υπνώτιζαν τους ασθενείς, λέγοντας ότι οι θεοί θα τους θεράπευαν στον ύπνο τους.
Επίσης, ακόμη και μετά τον Μεσαίωνα, ο υπνωτισμός είχε ευρύτατη διάδοση. Οι μοναχοί του Αγίου Όρους, στη χώρα μας, κατέφευγαν συχνά στον υπνωτισμό, όπως οι γιόγκι σήμερα. Αλλά, στην ιατρική επιστήμη δεν αναγνωρίστηκε η αξία του, παρά μόνο γύρω στα τέλη του 18ου αιώνα.
Τότε, ο Γερμανός επιστήμονας Franz Anton Mesmer, χρησιμοποιώντας τον υπνωτισμό κατά κόρον, αναβίωσε μια παλιά και εντελώς εσφαλμένη θεωρία, σύμφωνα με την οποία όλες οι ασθένειες οφείλονται σε διαταραχή της ισορροπίας του «παγκόσμιου ρευστού».
Το μεγαλύτερο πλήγμα, όμως, υπέστη ο υπνωτισμός από τον συμπατριώτη του Mesmer, τον διάσημο νευρολόγο και ψυχαναλυτή Sigmund Freud, ο οποίος τον αποκήρυξε παντελώς και στράφηκε υπέρ της ψυχανάλυσης.
Έκτοτε, ο υπνωτισμός έχασε τη θέση του στην Επιστήμη, που είχε προηγουμένως με κόπο αποκτήσει.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΕΜΠΡΟΣ», στις 24/01/1959…