Ενώ οι Έλληνες είχαν καταλάβει και την Ανατολική Θράκη, στις 2/15 Μαΐου 1919 με την κάλυψη του Ελληνικού, Γαλλικού και Βρετανικού ναυτικού, ελληνικά στρατεύματα της 1ης Μεραρχίας με διοικητή το στρατηγό Ζαφειρίου αποβιβάσθηκαν στη Σμύρνη και κατέλαβαν την πόλη και τις γύρω περιοχές.
Αιματηρά επεισόδια σημειώθηκαν από τις πρώτες στιγμές της παρουσίας του ελληνικού στρατού στην πόλη, καθώς πυροβολισμοί που ρίχτηκαν από την πλευρά των τουρκικών στρατώνων (χωρίς ποτέ να διευκρινιστεί επακριβώς αν πρόκειτο για προβοκάτσια τρίτης δύναμης ή αυθόρμητη είτε εκ των προτέρων σχεδιασμένη τουρκική ενέργεια έφεραν σαν άμεσο αποτέλεσμα την αντίδραση των ελληνικών δυνάμεων. Υπήρξαν αρκετοί νεκροί και τραυματίες, ενώ η ελληνική διοίκηση, λίγες μέρες αργότερα εκτέλεσε δια τυφεκισμού δυο ευζώνους ως υπαίτιους από ελληνικής πλευράς. Έλληνες και Αρμένιοι της Σμύρνης υποδέχτηκαν τους Έλληνες ως σωτήρες.
Οι Τούρκοι έβλεπαν τους Έλληνες ως κατακτητές στον τόπο τους. Το μεγαλύτερο μέρος του Τούρκικου στρατού στην περιοχή παραδόθηκε στα συμμαχικά στρατεύματα ή κατέφυγε στην ύπαιθρο. Οι Δυτικές δυνάμεις συνέχισαν την κατάκτηση των γύρω περιοχών με σκοπό να ενισχύσουν την θέση τους στην περιοχή της Σμύρνης. Σταδιακά, η Ελλάδα είχε κατακτήσει το μεγαλύτερο μέρος των παραλίων της Μικράς Ασίας. Μέσα σε 15 μόλις μέρες από την άφιξη των ελληνικών δυνάμεων, ολόκληρη η περιοχή των σαντζακίων (διοικητική διαίρεση των Οθωμανών) Σμύρνης και Αϊδινίου είχε καταληφθεί. Ο Μουσταφά Κεμάλ είχε ήδη αρχίσει να κινητοποιεί τους τουρκικούς πληθυσμούς και να τους καλεί να αντισταθούν στην ελληνική κατοχή.
Για την σημερινή μέρα γράφει ο Κάρολος Μπρούσαλης στο historyreporter, “η 1η ελληνική μεραρχία αποβιβάστηκε στη Σμύρνη, στις 2 Μαΐου 1919. Μεταφέρθηκε εκεί με δυο υπερωκεάνια και δώδεκα επιβατικά πλοία που συνοδεύονταν από ένα αντιτορπιλικό και τέσσερα τορπιλοβόλα του ελληνικού πολεμικού στόλου. Για να υπογραμμιστεί η κάλυψη της συμμαχίας στο όλο εγχείρημα αλλά και για να προληφθεί οποιαδήποτε ιταλική ενέργεια, τη νηοπομπή συνόδευαν και τέσσερα βρετανικά αντιτορπιλικά.
Σε μια στροφή, με το που φάνηκε κρατώντας υψωμένη τη σημαία ο σημαιοφόρος με τους παραστάτες εύζωνες, μια ομοβροντία ακούστηκε. Ο σημαιοφόρος κι ένας εύζωνας χτυπήθηκαν. Ταυτόχρονα, άρχισαν να πέφτουν πυροβολισμοί από παράθυρα ξενοδοχείων και σπιτιών. Οι Έλληνες είχαν πέσει σε τουρκική ενέδρα. Ανασυντάχθηκαν γρήγορα και ξεκίνησαν συστηματική εκκαθάριση των οπλισμένων Τούρκων, ενώ την ίδια ώρα ο κυβερνήτης του ιταλικού θωρηκτού στο λιμάνι ζητούσε να γίνει απόβαση Ιταλικών αγημάτων «για την αποκατάσταση της τάξης». Του την απαγόρευσε ο Βρετανός ναύαρχος. Η τάξη αποκαταστάθηκε γύρω στις 4 μετά το μεσημέρι, με νεκρούς και τραυματίες πολλούς Έλληνες και Τούρκους. Στη διάρκεια της αναταραχής, σημειώθηκαν και πολλές λεηλασίες και βανδαλισμοί”.