Στην Ελλάδα το όνομά του μάλλον δεν λέει πολλά σε αρκετό κόσμο, στην Αμερική όμως ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής. Βέβαια, ο Στέφανος Μιλτσακάκης ανήκε στις περιπτώσεις εκείνες που το παρουσιαστικό του ξεπερνάει τη φήμη του ονόματός του. Γιατί μόλις τον δεις, αμέσως θα σου θυμίσει μία φυσιογνωμία γνώριμη.
Και πράγματι ήταν. Συγκεκριμένα, ήταν ο αντίπαλος του Ζαν Κλοντ Βαν Νταμ στον κινηματογράφο. Ήταν ο κακός Ρώσος που «πάλεψε» σε 5 ταινίες με τον Γάλλο σταρ.
Ωστόσο, ο κινηματογραφικός «Ρώσος» ή «Ανατολικό- Ευρωπαίος» ήταν Έλληνας και συγκεκριμένα από τον Έβρο. Αλλά δεν ήταν πολλοί εκείνοι που γνώριζαν τον Έλληνα «γίγαντα, το «θαύμα της φύσης» – όπως τον αποκαλούσαν – μέχρι τον θάνατό του, πριν ενάμιση χρόνο.
Τα δύσκολα πρώτα χρόνια στην Αμερική
Ήταν το 1972 όταν η οικογένεια Μιλτσακάκη πήρε το δρόμο της ξενιτιάς για μια καλύτερη ζωή. Ο πατέρας του ήταν ράφτης και ο 12χρονος τότε Στέφανος, από το μικρό χωριό Προβατώνα του Έβρου – που δεν είχε καν αυτοκίνητα στους δρόμους – βρέθηκε έκπληκτος μπροστά σε μία μεγαλούπολη με ουρανοξύστες, αυτοκίνητα και ρυθμούς εντελώς διαφορετικούς από εκείνους που είχε μάθει.
Και τα πράγματα χειροτέρεψαν όταν ξεκίνησε το σχολείο. Εκεί βίωσε τον απόλυτο ρατσισμό, ως παιδί μεταναστών. Ο ίδιος έκανε προσπάθειες να ενσωματωθεί στο νέο περιβάλλον, ενώ ποτέ δεν είπε στην οικογένειά του τι περνούσε. Βίωνε την απαξίωση της διαφορετικότητας μόνος του.
Ο μικρός Στέφανος ασχολήθηκε με τα σπορ, που του άρεσαν πολύ. Στην τελευταία τάξη του γυμνασίου δέχτηκε άγρια επίθεση από συμμαθητές του και ήταν τέτοια τα χτυπήματα που χρειάστηκε να νοσηλευτεί για ημέρες προκειμένου να αναρρώσει από τα τραύματά του. Αυτή η ιστορία ήταν για εκείνον ένα μάθημα ζωής, που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη μετέπειτα ζωή του.
Και κάπου εκεί μπαίνουν στη ζωή του οι πολεμικές τέχνες. Εξάλλου είχε το κατάλληλο ανάστημα: ψηλός και σωματώδης, δεν άργησε να διακριθεί ως παλαιστής και να αναδειχθεί παγκόσμιος πρωταθλητής στο «Παγκράτιον», που συνδυάζει την πάλη με την πυγμαχία. Είναι πια ο γνωστός Greek και οι επιτυχίες του παίζουν στον Τύπο. Γίνεται δημοφιλής στο σχολείο και αγαπητός από τους συμμαθητές του. Τα πράγματα είχαν αλλάξει για εκείνον.
Ο προπονητής της πάλης στο σχολείο του, του πρότεινε να ασχοληθεί με το συγκεκριμένο άθλημα. Έγινε μέλος της σχολικής ομάδας, και οι συμμαθητές του κάπου εκεί σταμάτησαν να τον βλέπουν ως «ξένο».
Από το συγκεκριμένο άθλημα τού κόλλησαν στην Αμερική το παρατσούκλι, «Στέφανος Παγκράτιον». Μεγαλώνοντας ο Στέφανος ήταν ένας καλόκαρδος «γίγαντας» και πάντα ευγενικός, που όμως, αψηφούσε τον κίνδυνο και τον πόνο. Έτσι, άλλωστε τον θυμούνται οι δικοί του άνθρωποι.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες και το άσχημο παιχνίδι της μοίρας
Λένε πως όταν ο άνθρωπος κάνει σχέδια, ο Θεός γελάει. Άραγε να ίσχυσε το ίδιο και στην περίπτωση του Στέφανου Μιλτσακάκη; Ο μετανάστης από τον Έβρο ήταν προσηλωμένος στις προπονήσεις και καθώς μεγάλωνε εξελισσόταν σε έναν αθλητή με εκπληκτικές επιδόσεις και πολλές διακρίσεις στις ΗΠΑ.
Η οικογένειά του μετακόμισε στην πόλη Σάρλοτ της Βόρειας Καρολίνας και τον πρώτο καιρό μοιράζονταν το ίδιο μικρό διαμέρισμα σε μια φτωχογειτονιά, μαζί με μία άλλη οικογένεια μεταναστών από την Ελλάδα. Τα πρώτα χρόνια ήταν δύσκολα και τα γεγονός ότι δεν γνώριζε γρι αγγλικά, το έκανε δυσκολότερο. Άλλωστε και ο ίδιος σε συνέντευξή του είχε παραδεχτεί πόσο δύσκολη ήταν η προσαρμογή του στη νέα πραγματικότητα.
Το 1984 επέστρεψε στην πατρίδα, στην Αθήνα για να προπονηθεί με την Ολυμπιακή Ομάδα Ελευθέρας Πάλης. Λένε πως τότε τον θεωρούσαν από τα μεγάλα φαβορί για μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ωστόσο, η μοίρα τού έπαιξε ένα άσχημο παιχνίδι. Κατά τη διάρκεια της προπόνησης έπαθε ρήξη χιαστών συνδέσμων με αποτέλεσμα να μην καταφέρει να ακολουθήσει την υπόλοιπη αποστολή. Και το όνειρο των Ολυμπιακών Αγώνων να τερματίσει άτσαλα και άδοξα.
Αλλά ίσως, η ζωή να είχε για εκείνον άλλα σχέδια, αν κρίνουμε από αυτά που τον περίμεναν λίγο παρακάτω. Ο Στέφανος Μιλτσακάκης λίγο καιρό μετά, μετακόμισε από τη Βόρεια στη Νότια Καρολίνα. Εκεί, λόγω των σωματικών του προσόντων και των ικανοτήτων του στις πολεμικές τέχνες, προέκυψε η πρόταση για να παίξει στον κινηματογράφο. Και άνοιξε ο δρόμος για μια καριέρα σε ταινίες δράσης που είχαν ως βασικό θέμα την πάλη στον δρόμο και στα «κλουβιά».
Ο αντίπαλος του Βαν Νταμ
Ήταν το 1989 όταν για πρώτη φορά συναντήθηκε κινηματογραφικά με τον Ζαν Κλοντ Βαν Νταμ, στην ταινία «Cyborg». Τα επόμενα δύο χρόνια πήρε μέρος στις ταινίες «Shooters» και στο «Weekend at Bernie’s», μια κωμωδία, που «σπάει» ταμεία και τον βοηθάει να γίνει πολύ γνωστός στην Αμερική.
Και κάπου εκεί παίρνει την απόφαση να μετακομίσει στο Λος Άντζελες και να δοκιμάσει την τύχη του στον θαυμαστό κόσμο του Χόλιγουντ. Βέβαια, κανείς δεν είπε πως εκεί ήταν εύκολα και τον περίμεναν με τον δρόμο στρωμένο ροδοπέταλα. Αλλά ο ίδιος ήταν μαχητής και δεν το έβαλε κάτω. Ίσως να ήταν και η άγνοια που είχε για το πόσο δύσκολο είναι να γίνεις ηθοποιός και να καθιερωθεί στον χώρο, όπως και ο ίδιος είχε εξομολογηθεί.
Με το παρουσιαστικό του να παραπέμπει σε Ανατολικοευρωπαίο, οι παραγωγοί βρήκαν στο πρόσωπό του τον ιδανικό «κακό» Ρώσο, σε μία περίοδο που στις ταινίες δράσεις η υπόθεση «ο καλός Αμερικανός εναντίον του κακού από τη Σοβιετική Ένωση» έπαιζε πολύ. Ήταν βλέπετε και ο Ψυχρός Πόλεμος που επέβαλλε τέτοιου είδους μορφές έκφρασης.
Αλλά δεν ήταν μόνο η εμφάνισή του που έπεισε τους παραγωγούς. Ήταν και η σωματική του διάπλαση που ενθουσίασε τον Βαν Νταμ για να τον έχει αντίπαλο στις ταινίες. Μάλλον, το να κερδίζει στο τέλος τον «γίγαντα» Στέφανο έδινε μεγαλύτερες διαστάσεις στις νίκες του.
Ωστόσο, αυτός ο εγκλωβισμός στο συγκεκριμένο ρόλο, δεν του άρεσε. Και γρήγορα συνειδητοποίησε πως δεν ήθελε άλλο να παίξει τον κακό. Έτσι, πήρε την απόφαση να σταματήσει. Και να αφοσιωθεί σε αυτό που ήξερε πολύ καλά, στο «Παγκράτιον».