Την περίοδο της Γερμανικής κατοχής στη Θεσσαλονίκη, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού πεινούσε. Όπως όμως σε όλη την Ελλάδα έτσι κι εδώ υπήρξαν και κάποιοι που όχι απλά επιβίωσαν χωρίς δυσκολίες, αλλά και πλούτισαν. Αυτοί οι λίγοι που πέρασαν καλά και απέκτησαν μεγάλες περιουσίες, είναι αυτοί οι οποίοι στην πλειοψηφία τους ονομάστηκαν «δοσίλογοι».
Δυστυχώς η Θεσσαλονίκη ήταν μια πόλη που είχε πολλά και σκληρά Τάγματα Ασφαλείας κατά τη ναζιστική κατοχή του 1941 έως το 1944. Οι συγκεκριμένοι συνεργάτες των Γερμανών βοηθούσαν στο έργο τους, να διωχθούν οι Εβραίοι από την Θεσσαλονίκη και κατάσχεσαν τις περιουσίες που αφήναν πίσω τους.
Ο «Δοσιλογισμός» στη Θεσσαλονίκη
Ο Μάνος Μαλαμίδης, πρόεδρος του Συλλεκτικού Αρχείου Θεσσαλονίκης και συνδιοργανωτής της έκθεσης «Μνήμες Κατοχής-απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης» μίλησε στο για την περίοδο αυτή και για το πώς λειτουργούσαν οι δοσίλογοι και οι πλουτισάντες. «Πρόκειται για μια σειρά από κοινούς εγκληματίες οι όποιοι έδρασαν σε βάρος των Ελλήνων Θεσσαλονικιών όταν βρήκαν ευκαιρία. Η στιγμή αυτή ήταν όταν οι Γερμανοί ενεργοποίησαν τους νόμους της Νυρεμβέργης στη Θεσσαλονίκη. Ήταν άνθρωποι των Ταγμάτων Ασφαλείας, όπως τα Τάγματα Ασφαλείας του Αντώνη Βήχου. Ο Αντώνης Βήχος ήταν αξιωματικός απόστρατος του κινήματος του 35 και συνεργάστηκε με τους Γερμανούς. Προσφέρθηκε να τους βοηθήσει και οι Γερμανοί τον οπλίσανε και έντυσαν έναν ορισμένο αριθμό απ’ τους άντρες του. Η έδρα του ήταν στην οδό Πολωνίας, απέναντι της σημερινής οδού Σβόλου. Επίσης υπήρχαν τα Τάγματα του Δάγκουλα, Κισά Μπατζάκ (Κυριάκος Παπαδόπουλος) κ.α». Σύμφωνα με τον κύριο Μαλαμίδη το πιο αιμοβόρο Τάγμα ήταν του Δάγκουλα, ο οποίος είχε την έδρα του στο Βαρδάρη. Οι άνδρες του Δάγκουλα συλλάμβαναν, φυλάκιζαν και εκτελούσαν. Κατά καιρούς όμως η δύναμη των Ταγμάτων εναλλασσόταν.
Εκτός από τα Τάγματα Ασφαλείας , που ήταν οι κατ΄εξοχήν συνεργάτες των Γερμανών, δοσίλογοι ήταν και αρκετοί μεμονωμένοι πολίτες που είχαν διάφορα οφέλη την συγκεκριμένη περίοδο. Στο βιβλίο «Έλληνες εναντίον Ελλήνων» υπάρχουν ονόματα με τους λεγόμενους «δοσίλογους» της Θεσσαλονίκης. Σύμφωνα, λοιπόν με αυτό το βιβλίο, οι σημαντικότεροι δοσίλογοι της κατοχής στη Θεσσαλονίκη, εκτός του Βήχου, Δάγκουλα και του Κισά Μπατζάκ είναι : ο Γεώργιος Πούλος, ο οποίος είχε και δικό του Τάγμα Ασφαλείας, ο Γεώργιος Σπυρίδης που δραστηριοποιήθηκε ως Γερμανόφιλος πριν τον πόλεμο, ως αρχηγός κόμματος, ο Γρηγόριος Παζιώνης, υπαρχηγός του Σπυρίδη, ο Διονύσιος Αγάθος, κατάσκοπος των Γερμανών, ο καθηγητής Θεολογικής του ΑΠΘ, Βασίλειος Έξαρχος, ο δικηγόρος Νικόλαος Ζωγράφος, επικεφαλής ενός γραφείου πληροφοριών υπό την αιγίδα των ΕΕΕ Αθηνών, οι Κυλινδρέας, Γραμματικόπουλος, Σούμπερτ, Βασιλείου λεγόμενοι ως «Τα μικρά πιράνχας του δωσιλογισμού» και ο Λάσκαρης Παπαναούμ που εμφανίζεται ως ο σημαντικότερος δοσίλογος.
H φωτογραφία που ακολουθεί «είναι πλαστή και κατασκευασμένη από Γερμανική προπαγάνδα, για να δέιξουν ότι υπήρχαν φίλοι τους που τους ακουμπάνε και από κοντά. Φαίνεται απο τις διαστάσεις του Γερμανού στη μέση,ότι είναι μοντάζ. Ουδέποτε οι Θεσσαλονικείς, πλήν των δοσιλόγων, δεν τους αντιμετώπισαν έτσι» σχολιάζει ο Μάνος Μαλαμίδης.
Γνωστοί ως συνεργάτες των Γερμανών ήταν και ο δήμαρχος της πόλης, Κωνσταντίνος Μερκουρίου και ο καθηγητής Περικλής Βιζουκίδης. Ο περίφημος Φον Βιζουκίδης, όπως τον φώναζαν οι μαθητές του και ο Μερκουρίου συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς και ήταν αυτοί που τους υποδέχθηκαν στο Βαρδάρη. Συγκεκριμένα ο Κωνσταντίνος Μερκουρίου ως δήμαρχος, με διάγγελμα του καλούσε τους Θεσσαλονικείς να επιδείξουν εμπιστοσύνη, «προς τον Στρατόν της Γερμανίας, όστις από της πρώτης στιγμής της εισόδου του εις την πόλιν, ετήρησεν έναντι ημών στάσιν γενναιόφρονα και ιπποτικήν». Από την αρχή και ο Περικλής Βιζουκίδης συνεργάστηκε μαζί τους. Παρ’ όλα αυτά σήμερα, οδοί της Θεσσαλονίκης συνεχίζουν να έχουν τα ονόματα των δυο ανδρών…
Η εκμετάλλευση των περιουσιών των Εβραίων
Αυτοί που απέκτησαν περιουσίες από το πουθενά, ήταν σαφώς οι άνδρες από τα Τάγματα Ασφαλείας και οι συνεργάτες των Γερμανών στη Θεσσαλονίκη. Αλλά και οι «μαυροαγορίτες» εκμεταλλεύτηκαν την κατάρρευση της αγοράς και πουλούσαν στην μαύρη αγορά, εξού και το όνομα τους, αντικείμενα και τρόφιμα σε πολλαπλάσιες τιμές της αξίας τους. Η μαύρη αγορά ήταν στημένη στην Εγνατία από την Ίωνος Δραγούμη έως τον Βαρδάρη. Οι Γερμανοί είχαν κατασχέσει τα πάντα, οπότε όλος κόσμος ψώνιζε από την μαύρη αγορά τα πάντα.
Τα μαγαζιά και τα σπίτια που απέκτησαν Θεσσαλονικείς, ήταν όλα των Εβραίων, με τους οποίους ποτέ δεν είχαν οι ντόπιοι και κάποια ιδιαίτερη σχέση. «Ο Χίτλερ είχε στείλει στη Θεσσαλονίκη δυο ανώτατα στελέχη των SS, τον Ντίτερ Βισλιτσένι και τον Αλόις Μπρίνερ, οι οποίοι ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη στην οδό Βελισαρίου, σε κοντινή απόσταση από την έδρα της εβραϊκής κοινότητας. Οι Γερμανοί αμέσως πίεσαν και ζήτησαν απαιτητικά από τον Αρχιραββίνο της Θεσσαλονίκης, Κόρετς, τις λίστες με τα ονόματα των Ισραηλιτών. Ο Αρχιραββίνος τους τα έδωσε και ξεκίνησαν να τους μαζεύουνε» όπως μας λέει περιγραφικά ο Μάνος Μαλαμίδης.
Βασική μέθοδος για να τους βγάλουν από τα σπίτια τους ήταν η ακραία τρομοκρατία και η βία και μετά ερχόταν η αδίστακτη λεηλασία της περιουσίας των Εβραίων της πόλης. Οι Γερμανοί είχαν σχηματίσει έναν θησαυρό στα ισόγεια τους από χαλιά και πολύτιμα πράγματα. Κάθε εβδομάδα έστελναν ένα τρένο στη Γερμανία με τα αντικείμενα, κρατώντας βέβαια και αυτοί το μερίδιο τους.
Όμως, σύμφωνα με τον Μάνο Μαλαμίδη και οι Θεσσαλονικείς δεν φερθήκαν καλά στους Εβραίους, καθώς πολλοί ήταν αυτοί που περίμεναν κάτω από τα σπίτια Εβραίων για να πάρουν ο,τι πετάξουν οι Γερμανοί από τα μπαλκόνια. «Σε όλη την διάρκεια της καταστροφής αυτής, είχαν εντοπίσει φορτηγά στην Πελοπόννησο να μεταφέρουν σαλόνια, ρούχα και συσκευές από την Θεσσαλονίκη. Δεν φέρθηκαν καλά οι Θεσσαλονικείς στους Εβραίους, υπήρχε μια γενικότερη άρνηση βοήθειας τους. Βέβαια υπήρξαν και εξαιρέσεις, καθώς σε μερικούς Θεσσαλονικείς οι Εβραίοι είχαν παραδώσει τα κλειδιά του σπιτιού τους, για να τους τα δώσουν όταν ξανά γυρίσουν, έχοντας την ελπίδα πως θα επιβιώσουν. Οι ελάχιστοι που γύρισαν, όντως πήραν πίσω τα κλειδιά τους και βρήκαν τα σπίτια τους ακέραια».
Όταν εκτελέστηκε η «τελική λύση», όπως έλεγαν οι Γερμανοί, έδωσαν εντολή να συγκεντρωθούν όλοι οι Εβραίοι στο συνοικισμό Χιρς, που το είχαν κλείσει με συρματοπλέγματα και τους απαγόρευαν να βγαίνουν έξω από αυτά. Αφού τους συγκέντρωσαν όλους ξεκίνησαν τις διαδικασίες για να τους μεταφέρουν στο Νταχάου και στο Άουσβιτς, ώστε να τους εξοντώσουν. Τότε οι Γερμανοί δημιούργησαν την Υπηρεσία Διαχείρισης Ισραηλιτικών Περιουσιών (ΥΔΙΠ).
Η ΥΔΙΠ όριζε μεσεγγυούχους για τα καταστήματα και τα σπίτια Εβραίων και τους παρέδιδε τα κλειδιά των ακινήτων, ώστε να τα διατηρήσουν και όταν επιστρέψουν οι Εβραίοι να τους τα παραδώσουν. Όμως όλοι γνώριζαν πως δεν υπάρχει ενδεχόμενοι επιστροφής των Εβραίων στην πόλη.
Μέσω συμβολαίων οι Γερμανοί όριζαν ως μεσεγγυούχους τους Έλληνες συνεργάτες τους και αυτόματα οι περιουσίες περνούσαν σε αυτούς, εφόσον γνώριζαν πως οι Εβραίοι δεν θα γυρίσουν αλλά ακόμα και να γύριζαν, δεν θα τους τα επέστρεφαν. Υπήρξαν καταστήματα Εβραίων που είχαν κοσμήματα, κρύσταλλα, αντικείμενα αξίας, ρούχα και άλλα είδη πολυτελείας, τα οποία όλα «εξαφανίστηκαν». Έτσι πλούτισαν μερικοί στην περίοδο της ναζιστικής κατοχής.
Πηγή: