Η γριά μάγισσα σήκωσε απειλητικά το κοκαλιάρικο χέρι της και φώναξε με πρόσωπο παραμορφωμένο από άγριο μίσος, τρέμοντας ολόκληρη από τον θυμό της:
Την παράδοξη αυτή κατάρα εξαπέλυσε ένα απόγευμα του 1810 στον δημόσιο δρόμο Παρισίων – Βερσαλλιών μια τερατόμορφη και ρακένδυτη τσιγγάνα εναντίον ενός νεαρού ευγενή, του οποίου η άμαξα κόντεψε να την αναποδογυρίσει και να τη σκοτώσει.
Ο Βαρόνος Λεζέν, καθισμένος αναπαυτικά στο βάθος της πολυτελούς του άμαξας, κοίταζε τη μάγισσα γελώντας, χωρίς να δίνει καμιά απολύτως σημασία στα λόγια της. Τότε, της είπε:
Ωστόσο, ύστερα από λίγο καιρό, ο Βαρόνος αναγκάστηκε να θυμηθεί την παράξενη κατάρα της κουρελοντυμένης μάγισσας. Μια μέρα, κατά τη διάρκεια μιας μάχης με τους Άγγλους, το άλογό του έπεσε κάτω, με την κοιλιά τρυπημένη από βόλι, καταπλακώνοντας τον ευγενή αναβάτη του. Μα, ο Βαρόνος σηκώθηκε αλώβητος. Μονάχα σ’ ένα θαύμα χρωστούσε τη ζωή του. Και τότε ήταν η πρώτη φορά που ανέσυρε από τη μνήμη του τη σκληρή κατάρα της τσιγγάνας.
Αφηγήθηκε την περιπέτειά του σε μερικούς φίλους του. Άλλοι γέλασαν περιπαιχτικά μαζί του και τον κορόιδεψαν κι άλλοι σοβαρεύτηκαν απότομα και ξεροκατάπιναν, από φόβο μήπως πράγματι ίσχυε αυτό το τρομερό που μόλις άκουσαν.
Ένα απόγευμα, ενώ ο Βαρόνος βρισκόταν στη σκηνή του και συζητούσε με άλλους Αξιωματικούς τις λεπτομέρειες ενός στρατηγικού σχεδίου, μια βόμβα έπεσε απροσδόκητα μπροστά τους και τους σκότωσε όλους, εκτός από τον Λεζέν.
Μια άλλη φορά, κατά τη διάρκεια μιας μάχης, τριάντα σφαίρες τρύπησαν τον μανδύα του, χωρίς ούτε μια από αυτές να τον πληγώσει.
Η καινούρια αυτή σύμπτωση, αντί να ικανοποιήσει τον Γάλλο ευγενή, τον έκανε απεναντίας να κυριευθεί από καθολικό πανικό, φοβούμενος ότι δε θα μπορούσε ποτέ να ξεκουραστεί στους κόλπους της Μητέρας Γης.
Στο μεταξύ, ο Βαρόνος είχε γίνει θρυλικός στον γαλλικό στρατό για τη σπάνια τύχη του. Αξιωματικοί και στρατιώτες μιλούσαν με θαυμασμό για τον ατρόμητο αυτόν ήρωα, που δεν τον άγγιζαν οι σφαίρες. Περισσότερο, όμως, καταπληκτική ήταν η πρωτοφανής εύνοια, που έδειξε στο πρόσωπό του η τύχη κατά την περίοδο του γαλλοϊσπανικού πολέμου.
Μια μέρα, ο Βαρόνος Λεζέν έπεσε σε ενέδρα μερικών ατάκτων Ισπανών, οι οποίοι σκότωσαν τους πέντε άντρες της ακολουθίας του. Εκείνος τραυματίστηκε ελαφρά στο αριστερό του χέρι. Καταλαβαίνοντας, λοιπόν, ότι δεν μπορούσε να πολεμήσει ολομόναχος εναντίον των αντιπάλων του, αποφάσισε να οπισθοχωρήσει. Μα, το άλογό του αφηνίασε, άρχισε να κλοτσάει με μανία και τελικά, έριξε κάτω τον αναβάτη του.
Τότε, ο Λεζέν είδε επτά κάννες τουφεκιών να τον σημαδεύουν. Επτά δάχτυλα πίεσαν τις σκανδάλες τους, μια ομοβροντία αντήχησε, αλλά και οι επτά σφαίρες αστόχησαν! Οι Ισπανοί, κατάπληκτοι και σαστισμένοι, άρχισαν να τον χτυπούν όλοι μαζί με τον υποκόπανο των όπλων τους.
Ο Γάλλος δεν έχασε την ψυχραιμία του. Κατάφερε να αρπάξει ένα τουφέκι από τα χέρια ενός Ισπανού και προσπαθούσε να προφυλαχθεί από τα βάρβαρα χτυπήματα. Εν τούτοις, οι δυνάμεις του τον εγκατέλειπαν σιγά-σιγά. Εκεί που ήταν έτοιμος να παραδοθεί, παρουσιάστηκαν ξαφνικά δύο έφιπποι Αξιωματικοί του τακτικού ισπανικού στρατού. Χωρίς να κατεβούν από τα άλογά τους, τον άρπαξαν ο ένας από το δεξί του χέρι και ο άλλος από το αριστερό και έτσι, κρεμασμένο στον αέρα, τον πήραν μαζί τους και τον μετέφεραν σε μια φυλακή, όπου τελικά τον πέταξαν στο πιο σκοτεινό κι ανήλιο κελί.
Την επόμενη ημέρα, έβγαλαν τον Βαρόνο από τη φυλακή και τον οδήγησαν στον προαύλιο χώρο, για να τον κρεμάσουν από ένα ψηλό δέντρο. Του είχαν ήδη περάσει τη θηλιά στον λαιμό, όταν ακούστηκαν πυροβολισμοί. Τα γαλλικά στρατεύματα είχαν προελάσει ως εκεί. Οι Ισπανοί, παρ’ όλη την ταραχή τους, δε λησμόνησαν τον αιχμάλωτό τους. Τον έδεσαν σ’ ένα άλογο και τον πήραν μαζί τους, οπισθοχωρώντας.
Από την Πλαντσέθια, όπου κατέφυγαν οι Ισπανοί, ο Λεζέν έγραψε σ’ έναν φίλο του μια επιστολή, το τελευταίο του γράμμα, όπως έλεγε κι ο ίδιος. Στην επιστολή αυτή, μεταξύ άλλων, έλεγε:
Πράγματι, ο Γάλλος Αξιωματικός μεταφέρθηκε στη μεγάλη πλατεία, με όλες τις τιμές που άρμοζαν στον βαθμό και στη θέση του. Σε μια στιγμή, ο Λεζέν, σηκώνοντας το κεφάλι, είδε σ’ ένα μπαλκόνι μερικές ωραίες δεσποσύνες, οι οποίες είχαν φορέσει τα καλά τους και είχαν στολιστεί καταλλήλως, προκειμένου να παρακολουθήσουν τη θανατική εκτέλεση ενός εχθρού.
Ο Βαρόνος δεν ξέχασε την εθνικότητά του. Έβγαλε το καπέλο του, υποκλίθηκε μπροστά στις όμορφες Ισπανίδες και φώναξε από μακριά:
Το κομπλιμέντο αυτό, παραδόξως, έσωσε τον Λεζέν. Οι Ισπανίδες, που ανήκαν όλες στην αριστοκρατική τάξη, συγκινήθηκαν από τη φιλοφρόνηση του αιχμαλώτου και κατάλαβαν ότι ήταν κι αυτός ένας αριστοκράτης. Τότε, άρχισαν να φωνάζουν όλες μαζί:
Η επέμβαση των ωραίων κυριών παρέσυρε και το πλήθος. Οι συγκεντρωμένοι Ισπανοί, άντρες και γυναίκες, λησμόνησαν την εχθρότητά τους απέναντι στους Γάλλους και ζήτησαν να δοθεί χάρη στον κατάδικο. Έτσι, ματαιώθηκε η εκτέλεση και μεταφέρθηκε ο Λεζέν στη φυλακή. Όμως, οι στρατιώτες, για να τον εκδικηθούν που γλίτωσε από του Χάρου τα δόντια, τον υπέβαλαν σε τέτοια μαρτύρια, που ο Βαρόνος πεθύμησε πολλές φορές την αγκάλη του θανάτου.
Μια μέρα, οδήγησαν τον Γάλλο σιδηροδέσμιο σ’ ένα καράβι, για να τον μεταφέρουν σε άλλη πολιτεία. Για καλή του τύχη, όμως, γνωρίστηκε στο πλοίο με κάποιον άλλο ευπατρίδη, ο οποίος του έδωσε τα μέσα να δραπετεύσει και να ξαναγυρίσει, ύστερα από πολλές δραματικές περιπέτειες, ασφαλής πίσω στη Γαλλία.
Ο Βαρόνος Λεζέν παραιτήθηκε τότε από τον στρατό, αφού η κατάσταση της υγείας του δεν του επέτρεπε πλέον να υποβληθεί και σε άλλες κακουχίες και αποσύρθηκε στην επαρχία. Εκεί αγόρασε ένα κτήμα, παντρεύτηκε, έκανε παιδιά, απέκτησε εγγόνια και δισέγγονα, έγινε εβδομήντα, ογδόντα, ενενήντα ετών…
Και άρχισε πια να πιστεύει ολότελα στην κατάρα της μάγισσας. Ένιωθε πως δεν επρόκειτο να πεθάνει ποτέ, να ξαποστάσει η ψυχή του, ώσπου τελικά, όταν έγινε εκατό ετών, πέθανε μια νύχτα στον ύπνο του από συγκοπή, πλήρης, ήρεμος και μακάριος…
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΜΠΟΥΚΕΤΟ», στις 10/12/1936…