Το pronews.gr σε συνεργασία με το περιοδικό «ΠΟΛΕΜΟΣ & ΙΣΤΟΡΙΑ» παρουσιάζουν ένα μοναδικό αφιέρωμα για την επέτειο των 200 ετών από την Εθνεγερσία του 1821.
Η προετοιμασία της Επανάστασης, οι μεγάλες μάχες του Αγώνα, οι πρωταγωνιστές, οι ήρωες, οι προδότες, η ανάσταση της ψυχής του Γένους μέσα από την μεγάλη ιστορική έρευνα των συντακτών του pronews.gr και του περιοδικού «ΠΟΛΕΜΟΣ & ΙΣΤΟΡΙΑ».
Διαβάστε το αφιέρωμα στον στρατηγό Ιωάννη Μακρυγιάννη και τον ανίκητο ναύαρχο Ανδρέα Μιαούλη.
Ιωάννης Μακρυγιάννης: Ο στρατηγός-συγγραφέας
Γεννήθηκε στις 29 Οκτωβρίου 1797 στον οικισμό της Φωκίδας και το οικογενειακό του όνομα ήταν Τριανταφύλλου, του Δημητρίου και της Βασιλικής το οποίο και απέκρυπτε επιμελώς στη νεαρή του ηλικία καθ’ υπόδειξη της μητέρας του λόγο φόβου περαιτέρω αντεκδικήσεων αφότου ο πατέρας του Δημήτρης είχε φονευθεί υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες σε συμπλοκή με τους Τούρκους όταν ο Μακρυγιάννης ήταν ενός έτους. Οι λόγοι της δολοφονίας του πατέρα του είναι άγνωστοι: ίσως συνδέονται με περιστατικά του κλεφταρματολικού βίου της οικογένειάς του.
Ο σκοτωμός του Τριανταφύλλου θα πρέπει μάλλον να αποδοθεί στις συνέπειες της εμπλοκής του σε λεηλατικές δραστηριότητες των κλέφτικων σωμάτων του Καλλιακούδα και της διάλυσής αυτών. Σε ηλικία τεσσάρων ετών, μετά από επιδρομή των Τούρκων, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον Αβορίτι μαζί με την μητέρα του Βασιλική και τα αδέρφια του και να εγκατασταθεί στη Λειβαδιά.
Το 1811, η οικογένειά του τον έστειλε στην Φωκίδα στην υπηρεσία του συγγενή Παναγιώτη Λιδωρίκη,ο οποίος εκτελούσε χρέη χωροφύλακα στην Δεσφίνα. Το 1817 άρχισε να ασχολείται με το εμπόριο: ο Θανάσης Λιδωρίκης, ο ευεργέτης του, του είχε αναθέσει τη διαχείριση δικών του υποθέσεων και στηριζόμενος ο ίδιος ο Μακρυγιάννης στο δίκτυο και την επιρροή του Λιδωρίκη, ανέπτυξε και δική του εμπορική δραστηριότητα. Μέχρι το 1819 είχε αποκτήσει σημαντική κινητή και ακίνητη περιουσία. Στην Άρτα των τελών της δεκαετίας του 1810 ανήκει στους οικονομικά ευκατάστατους μικροεμπορευματίες και δανειστές.
Η µύησή του στη Φιλική Εταιρεία
Το 1820 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία, άγνωστο από ποιόν, έχοντας την ιδιότητα του κληρικού-οικονόμου. Τον Σεπτέμβριο του 1820 φτάνει στην Άρτα ο βοεβόδας της Ναυπάκτου Μπαμπά πασάς και συλλαμβάνει τον Θανάση Λιδωρίκη και τον έμπιστο του Μακρυγιάννη, αλλά ο πρώτος κινητοποιώντας το δίκτυο των γνωριμιών του στο αληπασαλίδικο και σουλτανικό περιβάλλον της Άρτας, κατόρθωσε να απελευθερωθεί ο ίδιος και ο πρώην υποτακτικός του.
Από την Άρτα έφυγε στις 13 Μαρτίου 1821 και με ενδιάμεσο σταθμό το Μεσολόγγι έφτασε στην Πάτρα με σκοπό να πραγματοποιήσει εμπορικό ταξίδι αλλά και να πληροφορηθεί την όλη κατάσταση στην περιοχή για λογαριασμό των Φιλικών της Άρτας. Όπως λέει χαρακτηριστικά ο Απόστολος Βακαλόπουλος, για την αποστολή αυτή του Μακρυγιάννη, λειτουργούσε ως ο «πρώτος επίσημος Έλληνας κατάσκοπος της Επαναστάσεως».
Στην Πάτρα έγινε αντιληπτός από τις Τουρκικές αρχές και κινώντας υποψίες, βρίσκει προσωρινό καταφύγιο στο Ρωσικό προξενείο και μετά από ανθρωποκυνηγητό διαφεύγει με μια φελούκα. Επιστρέφοντας όμως στην Άρτα συλλαμβάνεται και φυλακίζεται επειδή ήταν «ένα πρόσωπο του αληπασάδικου περιβάλλοντος που είχε ύποπτες επαφές και μόλις γύρισε από έναν εξεγερμένο τόπο». Τελικά με τη βοήθεια του Ισμαήλ μπέη Κόνιτζα, Αλβανού αξιωματούχου απελευθερώθηκε.
Η δράση του κατά την Επανάσταση
Τον Αύγουστο του 1821 έλαβε μέρος με 18 άντρες από την Άρτα, με την ιδιότητα του μπουλουκτζή και σε συνεργασία με το ένοπλο σώμα του Γώγου Μπακόλα πήρε μέρος στη μάχη του Σταυρού στα Τζουμέρκα.
Συμμετείχε στη μάχη του Πέτα όπου τραυματίσθηκε ελαφρά στο πόδι και στην πολιορκία της Άρτας και την εκπόρθησή της. Μετέβη στο Σερνικάκι Σαλώνων, όπου ανάρρωνε μετά από ασθένεια. Επέλεξε να μείνει στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα κυρίως επειδή εντάχθηκε στα τοπικά δίκτυα προυχόντων και ενόπλων που στήριζαν τον Οδυσσέα Ανδρούτσο.
Με τον τελευταίο πολέμησε στην κατάληψη της Αθήνας. Ως αναγνώριση των υπηρεσιών του του προσφέρθηκε το αξίωμα του πολιτάρχη της απελευθερωμένης πόλης. Έτσι ερχόταν σε άμεση επαφή με τους Έλληνες που υπέφεραν από διάφορες αυθαιρεσίες από τον φρούραρχο της Ακρόπολης Γιάννη Γκούρα. O Μακρυγιάννης εγκαταλείπει το Κάστρο της Αθήνας και πηγαίνει στη Σαλαμίνα όπου συναντά τον Νικηταρά, ο οποίος τον παροτρύνει να επιστρέψει στην Ρούμελη.
Πηγαίνει κατευθείαν στην Βελίτσα όπου συναντά τον Ανδρούτσο ο οποίος θα προσπαθήσει να τον προσεταιριστεί να πάρουν από τον Γκούρα το κάστρο της Ακρόπολης.
Το 1823 συνεργαζόμενος με το σώμα του Νικηταρά συμμετείχε σε μια σειρά στρατιωτικών επιχειρήσεων στην Στερεά Ελλάδα.
Τον Απρίλιο του 1828 ο πεντακοσίαρχος Μακρυγιάννης διορίστηκε από τη διοίκηση του Καποδίστρια Γενικός Αρχηγός της Εκτελεστικής δύναμης της Πελοποννήσου και της Σπάρτης. Εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο Άργος. Εκεί έμεινε από το 1829 έως το 1832,όταν λόγω του εμφυλίου μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια μετακόμμισε στο Ναύπλιο.
Ο διορισμός του δυσαρεστεί τους Πελοποννήσιους, διότι ήταν γνωστός σαν κυβερνητικός κατά τον εμφύλιο πόλεμο και εχθρός του Κολοκοτρώνη και των άλλων Πελοποννήσιων ανταρτών. Αιτείται οικονομικής βοήθειας λόγω της δεινής οικονομικής του κατάστασης στην οποία είχε περιέλθει αφού τα οικονομικά του αποθέματα είχαν ελαττωθεί λόγω των μισθών που είχε καταβάλει στο στράτευμά του και λόγω των αγορών γης σε Αθήνα και Πειραιά μεταξύ 1828-1829.
Επίσης ζητά παραχωρητήρια εθνικών γαιών στην Αττική έναντι όσων του όφειλαν οι Εθνικές Διοικήσεις από την περίοδο της Επανάστασης. Στα 1829 ξεκινά τη συγγραφή των Απομνημονευμάτων του.
Ο Μακρυγιάννης επηρεασμένος από την όλη αντιπολιτευτική φημολογία-πως δηλαδή ο Κυβερνήτης είχε συμβιβαστεί με την προοπτική περιορισμού του νέου κράτους στην Πελοπόννησο- φημολογία που αποσκοπούσε στο να ανακτήσουν οι ρουμελιώτες στρατιωτικοί την εξουσία στους απελευθερωμένους τόπους διαφωνώντας με τον Κυβερνήτη, έκαναν τον Μακρυγιάννη να έλθει σταδιακά σε ρήξη με τον Καποδίστρια.
Τον Μάιο του 1830 αντικαθίσταται από τον Νικηταρά στη θέση του αρχηγού της εκτελεστικής δύναμης. Του προτείνεται να αναλάβει αστυνομικά καθήκοντα στα νησιά του Αιγαίου αλλά αρνήθηκε μη θέλοντας να υφαρπάξει την δουλειά των εκεί αγωνιστών. Τελικά του απονεμήθηκε ο βαθμός του χιλίαρχου και ορίστηκε μέλος του στρατιωτικού δικαστηρίου στο Άργος.
Τον Αύγουστο του 1831 αποκαλύπτεται η δράση της μυστικής αντικαποδιστριακής οργάνωσης Δύναμης ή του Ηρακλέους και καλούνται όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι να ορκιστούν δημοσίως ότι δεν ανήκουν σε καμία τέτοια οργάνωση: ο Μακρυγιάννης αρνήθηκε να δώσει τον όρκο που ήθελε η κυβέρνηση αντιπροτείνοντας δικό του τύπο όρκου, τον οποίο όμως η Γραμματεία Στρατιωτικών αρνήθηκε και του ανακοινώθηκε πως θεωρείτο εκτός υπηρεσίας.
Μέσα στα αντικυβερνητικά σχέδια του Μακρυγιάννη ήταν και η κατάληψη του Παλαμαδίου με σκοπό τον εξαναγκασμό του Καποδίστρια για σύγκληση Συνέλευσης. Όμως ναυάγησε το σχέδιο επειδή οι αντιπολιτευόμενοι στην Ύδρα δεν έδωσαν το αναγκαίο χρηματικό ποσό επειδή δεν συμφωνούσαν με το σχέδιο του στρατηγού.
Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, πήγε στην Κόρινθο μαζί με τους Κωλέττη, Κουντουριώτη, Ζαΐμη, και διατάχθηκε να περάσει με τους άνδρες του στην Περαχώρα, όπου είχαν εγκατασταθεί οι συνταγματικοί πληρεξούσιοι με τη νέα κυβέρνηση και μετά κινήθηκε δυτικά προς την Ιτέα με σκοπό την ενίσχυση του Στάθη Κατζικογιάννη.
Περίοδος Αντιβασιλείας
Με την άφιξη του Όθωνα, ο Μακρυγιάννης επιθυμεί να εκφράσει την νομιμοφροσύνη του στον νέο ηγεμόνα υποβάλλοντας μάλιστα υπομνήματα για την αποκατάσταση των αγωνιστών. Μάλιστα ο Όθωνας θα προσφερθεί να βαφτίσει το τέταρτο παιδί του-ονομάστηκε Όθωνας- δείχνοντάς του την βασιλική εύνοια. Στα τέλη Μάρτη 1833 διορίστηκε ταγματάρχης στο πρώτο από τα δέκα τάγματα ακροβολιστών που συστήθηκαν.
Με δεδομένη την μέχρι τότε επιτυχία του σε θέσεις αστυνομικών καθηκόντων του ζητείται να συμμετάσχει σε μια από τις επιτελικές θέσεις της υπό σύσταση χωροφυλακής αλλά αρνείται.
Στις αρχές του 1840 συμμετείχε στις κινήσεις για την απελευθέρωση της Θεσσαλομακεδονίας και της Κρήτης. Τα επόμενα χρόνια εντάσσεται στις συνωμοτικές κινήσεις των αντιφρονούντων. Κατηγορούμενος για προετοιμασία κινήματος στην Αθήνα, τίθεται υπό στενή παρακολούθηση από τις αρχές. Στις δημοτικές εκλογές του Μαΐου 1841 εκλέχτηκε σύμβουλος με την μερίδα του Καλλιφρονά και δήμαρχο τον Ανάργυρο Πετράκη.
Ως πληρεξούσιος Αθηνών, ο Μακρυγιάννης, συμμετείχε στις συζητήσεις που έλαβαν χώρα στην Εθνοσυνέλευση τον Ιανουάριο του 1844 σχετικά με τα δικαιώματα των ετεροχθόνων: υπήρξε ένας «από τους πιο θορυβώδεις αυτοχθονιστές», καθώς αυτός πρώτος άνοιξε το ζήτημα υποβάλλοντας το υπόμνημα επιτροπής για τον αποκλεισμό από τις δημόσιες θέσεις των ετεροχθόνων.
Η παρέμβαση αυτή θα στρέψει τη συζήτηση από τον προσδιορισμό των προσόντων του Έλληνα πολίτη, στον προσδιορισμό των προσόντων όσων αξιώνουν να καταλάβουν δημόσιες θέσεις.
Το καλοκαίρι του 1844 συμμετέχει στις εκλογές για την πρώτη Βουλή μετά το κίνημα του 1843, αλλά μειοψηφεί με 1010 ψήφους και δεν εκλέχθηκε ανάμεσα στους τέσσερις βουλευτές της εκλογικής του περιφέρειας. Κέρδισε όμως το 48% των ψήφων στην Αθήνα.
Στα τέλη της ίδιας χρονιάς συμμετέχει στην έκδοση μιας εφημερίδος, της Εθνοκρατίας και ως μέλος της εκδοτικής εταιρείας αναλαμβάνει το ταμείο.
Τον Ιούνιο του 1845 προβαίνει στην αποκάλυψη μιας αντισυνταγματικής μυστικής εταιρείας στον Υπουργό Στρατιωτικών Κίτσο Τζαβέλλα και προειδοποιείται πως θα του γίνει απόπειρα δολοφονίας σε βάρος του η οποία και γίνεται από δύο άγνωστους άνδρες στις 22 Ιουνίου. Ο αντιπολιτευόμενος τύπος κατηγορεί τον Μακρυγιάννη για επινοημένη από τον ίδιο απόπειρα δολοφονίας σε βάρος του και για σύμπραξη με την αντιπολίτευση του Μαυροκορδάτου.
Γύρω στα 1851 φημολογείται πως ο Μακρυγιάννης βρίσκεται στο επίκεντρο συνωμοσιών σε βάρος του Όθωνα και της Αμαλίας με συνέπεια το 1852 να διατυπωθεί ανοικτά η σε βάρος του σχετική κατηγορία.
Το Μάρτιο του 1853 δικάζεται σε στρατοδικείο με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας και χωρίς σοβαρά αποδεικτικά στοιχεία καταδικάζεται σε θάνατο δι’ απαγχονισμού. Η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια με διαταγή του Όθωνα και αργότερα σε κάθειρξη δέκα ετών.
Τελικά αποφυλακίστηκε με μεσολάβηση του Δημητρίου Καλλέργη τον Σεπτέμβριο 1854, αλλά με πολύ κλονισμένη την υγεία του και εξαιρετικά αδύναμο τον οργανισμό του.
Ο Στρατηγός Μακρυγιάννης πέθανε στις 27 Απριλίου του 1864 στην Αθήνα εξ υπερβαλλούσης σωματικής εξαντλήσεως σε ηλικία 67 ετών. Την επομένη έγινε η κηδεία στο μητροπολιτικό ναό.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΙΑΟΥΛΗΣ: Ο ανίκητος ναύαρχος
Γεννήθηκε στις 20 Μαΐου 1769 στην Ύδρα και το πραγματικό του επώνυμο ήταν Βώκος. Ήταν το δεύτερο παιδί του Υδραίου πλοιοκτήτη και προεστού Δημήτριου Βώκου, γόνου αρχοντικής Υδραίικης οικογένειας, η οποία προερχόταν από τα Φύλλα, κοντά στη Χαλκίδα και ήταν εγκαταστημένη στην Ύδρα από το 1668. Οι Βώκοι εξαιτίας διαμάχης με τον Τούρκο Γκεζαΐρ Πασά, γνωστό και ως Χαζναντράραγα, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους και να καταφύγουν αρχικά στη Δοκό και στη συνέχεια στην ημιαυτόνομη Ύδρα. Η μητέρα του λεγόταν Αδριανή και ήταν χήρα του Ανδρέα Βόχα ή Βοχαΐτου.
Ήταν παντρεμένος από το 1792 με την Ειρήνη Μπίκου. Παντρεύτηκε δεύτερη φορά την Ευαγγελίδου και το 1823, σε τρίτο γάμο, τη χήρα του Κωνσταντίνου Γκιούστου.
Παιδιά του από τον πρώτο γάμο ήταν: ο Δημήτριος Μιαούλης, ο Αντώνιος Μιαούλης, ο Ιωάννης Μιαούλης, ο Αθανάσιος Μιαούλης, ο Εμμανουήλ Μιαούλης, ο Νικόλαος Μιαούλης και η Μαρία. Ο πατέρας του προσπάθησε ανεπιτυχώς να του μάθει γράμματα. Ο νεαρός τότε Ανδρέας στράφηκε στη ναυτιλία, στην οποία είχε δείξει ιδιαίτερη κλίση από τα εφηβικά του χρόνια. Σε ηλικία μόλις 16 ετών και παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα του έγινε πλοίαρχος στο οικογενειακό πλοίο.
Ανέλαβε να παραδώσει σιτάρι στη Νίκαια, παραλιακή πόλη της Γαλλίας. Το κέρδος ήταν τεράστιο για την εποχή. Αμέσως μετά πούλησε το πλοίο της οικογένειας και αγόρασε από έναν Οθωμανό της Χίου το εμπορικό πλοίο Μιαούλ. Από τότε εμφανίζεται με το επώνυμο Μιαούλης.
Στη συνέχεια, και αφού η περιουσία του συνεχώς αυξανόταν, ανέθεσε στον Υδραίο ναυπηγό Μαστρογεώργη την κατασκευή ενός νέου μεγάλου εμπορικού πλοίου. Η χωρητικότητα του νέου αυτού πλοίου ήταν 498 τόνοι, ήταν εφοδιασμένο με 22 κανόνια ενώ το πλήρωμα υπερέβαινε τα 100 άτομα.
Με το ξέσπασμα του αγγλογαλλικού πολέμου ο Ανδρέας Μιαούλης απέκτησε τεράστια περιουσία διασπώντας τους αγγλικούς αποκλεισμούς. Σε ένα ταξίδι όμως, περίπου το 1802, κοντά στο Κάδιξ συνελήφθη το πλοίο του από περιπολικό και ρυμουλκήθηκε στη ναυαρχίδα του Άγγλου ναύαρχου Νέλσωνα. Ο Ναύαρχος, ύστερα από την ειλικρινή ομολογία του και θαυμάζοντας τη τόλμη του τον άφησε ελεύθερο.
Είχε όμως την ατυχία λίγους μήνες αργότερα το πλοίο του να χτυπήσει σε ύφαλο κοντά στο Γιβραλτάρ και να βουλιάξει. Ύστερα από αυτό αναγκάστηκε να καταφύγει στη Γένοβα και να ναυπηγήσει νέο πλοίο, χωρητικότητας 400 τόνων και αξίας 160.000 πιάστρων, ποσό που του στέρησε την πρωτιά μεταξύ των Υδραίων πλοιοκτητών.
Ο ιστορικός Yemeniz αναφέρει ότι σε ένα από τα πρώτα του ταξίδια είχε συλληφθεί από Μαλτέζους πειρατές, οι οποίοι αρχικά είχαν σκοπό να τον σκοτώσουν, στη συνέχεια όμως τους έπεισε να τον πάνε στην Πελοπόννησο για να τους δώσει ένα χρηματικό ποσό με αντάλλαγμα την ελευθερία του.
Τελικά το πειρατικό, αφού αποβίβασε τον Μιαούλη και έξι πειρατές σε κάποιο χωριό αναγκάστηκε να αποχωρήσει, αφήνοντάς τον ελεύθερο, λόγω της εμφάνισης τουρκικού πλοίου.
Ο Μιαούλης λόγω της γενναιότητας του αλλά και της ισχυρογνωμοσύνης του είχε εμπλακεί σε πολλές διαμάχες. Η πιο διάσημη ήταν αυτή με ένα γαλλικό πλοίο λίγο έξω από τις ακτές της Ιταλίας. Η ναυμαχία διήρκεσε τρεις ολόκληρες μέρες και τελικά είχε ως αποτέλεσμα την υποχώρηση του γαλλικού πλοίου.
Το 1807 αναγκάστηκε να διαμείνει στην Αθήνα για θεραπεία λόγω της υπερβολικής κατανάλωσης αλκοόλ και του υπερβολικού καπνίσματος. Από τότε σταμάτησε να πίνει και να καπνίζει.
Το ίδιο έτος το κοινό της Ύδρας διχάστηκε γύρω από τη συμμετοχή σε εξέγερση κατά των Τούρκων με τη βοήθεια των Ρώσων. Ρωσικός στόλος υπό τον ναύαρχο Σινιάβιν προσορμίστηκε κοντά στην Ύδρα και κάλεσε τους Υδραίους σε εξέγερση.
Μια ρωσόφιλη μερίδα με επικεφαλής τον Λάζαρο Κουντουριώτη, υποδέχτηκε τους Ρώσους πανηγυρικά με κανονιοβολισμούς και ύψωσε τη ρωσική σημαία στην καγκελαρία. Ο Γεώργιος Βούλγαρης, διοικητής του νησιού, κατέφυγε στην Αθήνα.
Ο ρωσικός στόλος αποχώρησε και τότε οι επαναστήσαντες «ρωσόφρονες», φοβούμενοι τα αντίποινα για τον άκαιρο ξεσηκωμό τους ετοιμάζονταν να εγκαταλείψουν το νησί.
Ο Βούλγαρης, αντιλαμβανόμενος ότι οι αποχώρηση των πλουσιότερων νοικοκυραίων θα ήταν καταστροφική για την Ύδρα, έστειλε τον Μιαούλη στην Ύδρα ο οποίος κατάφερε να εμποδίσει την φυγή των πλοίων και επανάφερε στη διοίκηση τον Βούλγαρη.
Μετά την πτώση του Ναπολέοντα ο Μιαούλης από το 1816 έπαψε να ταξιδεύει και αποσύρθηκε στην Ύδρα όπου και ασχολήθηκε με το εμπόριο παραδίδοντας ουσιαστικά τη ναυτιλιακή επιχείρηση στον γιό του, Δημήτριο. Παράλληλα τα πλοία του ταξίδευαν στις Ευρωπαϊκές ακτές.
Η δράση του κατά την Επανάσταση
Ο Ανδρέας Μιαούλης ήταν αντίθετος με την εθνική εξέγερση γιατί πίστευε ότι οι Έλληνες δεν ήταν ακόμα επαρκώς προετοιμασμένοι για να αντιμετωπίσουν τον τουρκικό στρατό.
Ήταν απολύτως λογικό να φοβάται λοιπόν μια επικείμενη επανάσταση αφού μια ενδεχόμενη αποτυχία θα έπληττε τα συμφέροντα της Ύδρας, η οποία ήταν ημιαυτόνομη, πλην όμως είδε με ευχαρίστηση την εκλογή του γιου του στη θέση του μοίραρχου - αρχηγού των υδραίικων πλοίων.
Στις 27 Μαρτίου του 1821 ο Αντώνιος Οικονόμου ξεσήκωσε τους Υδραίους, κήρυξε την επανάσταση στο νησί και ουσιαστικά ανάγκασε κάτω από την πίεση του λαού τους προεστούς, μεταξύ αυτών και τον Μιαούλη, να συμμετάσχουν στον απελευθερωτικό αγώνα.
Την επόμενη μέρα ο Μιαούλης προσέφερε υπέρ της ανεξαρτησίας 3.625 ισπανικά τάλιρα ενώ στις 31 Μαρτίου υπέγραψε ως Αντώνη Βοκού την εκλογή του Οικονόμου ως διοικητή του νησιού. Ύστερα από αυτή την εξέλιξη αποσύρθηκε στην οικία του και απλά παρακολουθούσε τα γεγονότα.
Στις 20 Ιουλίου του 1821 ο Μιαούλης μαζί με τους Φραγκίσκο Βούλγαρη, Μανώλη Τομπάζη και Γεώργιο Κιβώτο έθεσαν με έγγραφο τους τα πλοία τους και τους εαυτούς τους στη διάθεση της πατρίδας. Μέχρι τα τέλη Αυγούστου ο Μιαούλης απλώς προστάτευε τα ευρωπαϊκά πλοία και παρατηρούσε τις κινήσεις των τουρκικών.
Στις 19 Σεπτεμβρίου ξεκίνησε επικεφαλής 21 υδραϊκών πλοίων να συναντηθεί με 9 Σπετσιώτικα για να κατευθυνθούν όλα μαζί στη Πύλο.
Πράγματι στις 28 Σεπτεμβρίου έφτασαν και δύο μέρες αργότερα συγκρούστηκαν με τον τουρκικό στόλο. Όμως ο ελληνικός στόλος αναγκάστηκε να υποχωρήσει αφού τα τουρκικά πλοία ήταν καλύτερα ενώ παράλληλα είχαν την υποστήριξη της Αγγλίας, η οποία τα τροφοδοτούσε από τα Ιόνια νησιά. Μετά από αυτή τη ναυμαχία επέστρεψε στις 10 Οκτωβρίου στην Ύδρα. Τον Ιανουάριο του 1822 εκλέχθηκε, μετά την παραίτηση του Ιάκωβου Τομπάζη, ναύαρχος του στόλου της Ύδρας.
Στις 20 Φεβρουαρίου επιτέθηκε αιφνιδιαστικά στον οθωμανικό στόλο στο λιμάνι της Πάτρας και τον καταδίωξε ως τη Ζάκυνθο. Λίγο αργότερα παραστάθηκε μαζί με τους στόλους των δύο άλλων ναυτικών νησιών, στην πυρπόληση της ναυαρχίδας του Καρά Αλή, καταστροφέα της Χίου, από τον Κωνσταντίνο Κανάρη.
Στις 7 Σεπτεμβρίου συμμετείχε στη ναυμαχία του Αργολικού κόλπου, όπου ο οθωμανικός στόλος απέτυχε να ανεφοδιάζει το πολιορκημένο Ναύπλιο. Τον Ιούλιο του 1824 επιτέθηκε στην τουρκική φρουρά των κατεστραμμένων Ψαρών και την κατέσφαξε.
Η κορύφωση των επιτυχιών σημειώθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου όταν, ως αρχηγός των ελληνικών ναυτικών δυνάμεων, καταναυμάχησε τον οθωμανικό στόλο στην περίφημη ναυμαχία του Γέροντα.
Το 1825 κατέκαψε με μοίρα πυρπολικών, στο λιμάνι της Μεθώνης, 23 αιγυπτιακά σκάφη και μια αποθήκη πολεμοφοδίων, ενώ λίγες ημέρες αργότερα προσέβαλε τον αιγυπτιακό στόλο στη Σούδα και κατέστρεψε ένα πλοίο του. Κατά τη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου ανεφοδίασε κατ΄ επανάληψη την ηρωική πόλη και έπραξε ότι ήταν ανθρωπίνως δυνατόν για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων.
Το 1827 δέχτηκε να παραχωρήσει τη θέση του αρχηγού των επαναστατικών ναυτικών δυνάμεων στον Άγγλο ναύαρχο Τόμας Κόχραν, ενώ ο ίδιος παρέμεινε στην υπηρεσία του Αγώνα με το βαθμό του πλοιάρχου.
Μετά την αποχώρηση του Κόχραν ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας του ανέθεσε την εκκαθάριση του Αιγαίου από τους πειρατές την οποία έφερε εις πέρας με πλήρη επιτυχία. Το 1831, όμως, συντάχθηκε με την αντικαποδιστριακή πλευρά και αφού τη νύχτα της 26ης-27ης Ιουλίου κατέλαβε τον Ναύσταθμο του Πόρου, ανατίναξε την 1η Αυγούστου τη φρεγάτα «Ελλάς» και την κορβέτα «Ύδρα».
Τα πλοία που με τόσα έξοδα και κόπους είχαν αποκτηθεί για να πολεμήσουν Τούρκους και φυσικά η Ελλάδα τα χρωστούσε. Ήταν μια ιδιαίτερα μελανή σελίδα στην ένδοξη ιστορία του θαλασσομάχου του 1821. Το 1832 διορίστηκε Αρχηγός του Γενικού Διευθυντηρίου του Στόλου και γενικός επιθεωρητής του.
Το τέλος του Ανδρέα Μιαούλη
Απεβίωσε, λόγω της φυματίωσης που τον ταλαιπωρούσε μέρες, το απόγευμα της Κυριακής της 11ης Ιουνίου του 1835 στην οδό Αιόλου 9, κοντά στην εκκλησία της Αγίας Ειρήνης στον Πειραιά, σε ηλικία 66 ετών.
Λίγες μέρες πριν πεθάνει, ο Όθωνας τον είχε επισκεφθεί δύο φορές και μάλιστα την πρώτη του είχε επιδώσει τον Μεγαλόσταυρο του Σωτήρος.
Η νεκρώσιμος ακολουθία πραγματοποιήθηκε στην εκκλησία της Αγίας Ειρήνης παρουσία της Ιεράς Συνόδου, της κυβέρνησης, αρκετών ξένων διπλωματούχων και πλήθους λαού.
Την πομπή προς την τελευταία του κατοικία συνόδευε ιππικό και πεζικό ενώ προπορευόντουσαν και έξι κανόνια. Τον επικήδειο λόγο εκφώνησε ο πολιτικός και καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Περικλής Αργυρόπουλος.
Ενταφιάστηκε σε ακτή του Πειραιά, η οποία από τότε ονομάστηκε Ακτή Μιαούλη.
Το 1952 τα οστά του μεταφέρθηκαν στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων και το 1986 στην Ύδρα. Η καρδιά του τοποθετήθηκε σε ασημένια λήκυθο και φυλάσσεται στο Μουσείο Ύδρας, ενώ προς τιμήν του κόπηκαν αναμνηστικά μετάλλια που δόθηκαν τιμητικά σε αγωνιστές του 1821.