Η Margarethe Timm ήταν μια σκληρή και αμετανόητη κατά συρροή δολοφόνος, που σκότωσε 15 ανθρώπους στη Βρέμη της Γερμανίας, δηλητηριάζοντάς τους με αρσενικό ανακατεμένο με ποντικοφάρμακο, ανάμεσα στο 1813 και το 1827. Ήταν το τελευταίο άτομο, που εκτελέστηκε δημοσίως στην πόλη της Βρέμης.
Στα θύματά της συγκαταλέγονταν οι γονείς της, οι δύο σύζυγοί της, ο αρραβωνιαστικός της, τα παιδιά της και κάποιοι φίλοι της. Πριν την υποπτευθούν και την καταδικάσουν σε θάνατο, η Margarethe είχε κατορθώσει να απολαμβάνει τη συμπάθεια και τον οίκτο των συμπολιτών της, εξαιτίας της απώλειας τόσων συγγενικών της προσώπων. Μάλιστα, επειδή φρόντιζε με περισσή αφοσίωση τα θύματά της, που υπέφεραν φριχτά από τις επιδράσεις του αρσενικού, όσο διάστημα τα δηλητηρίαζε, την αποκαλούσαν «ο Άγγελος της Βρέμης», μέχρι, φυσικά, να ξεσκεπαστεί η αρρωστημένη δράση της.
Ας πάρουμε τη μακάβρια αυτή ιστορία από την αρχή. Η Margarethe ήταν ένα όμορφο κορίτσι με χρυσόξανθα μαλλιά, γαλανά μάτια και πορσελάνινο δέρμα, που είχε πολλούς θαυμαστές. Ήταν κόρη του καλύτερου ράφτη της Βρέμης και είχε φοιτήσει στο αυστηρότερο μοναστήρι της Γερμανίας. Όταν ήρθε, λοιπόν, η ώρα να παντρευτεί, δε δυσκολεύτηκε καθόλου να διαλέξει έναν εμφανίσιμο και τρυφερό σύζυγο, τον Johann Miltenberg.
Πράγματι, το ζευγάρι φαινόταν ταιριαστό, έζησαν αρκετά χρόνια αγαπημένοι και απέκτησαν επτά παιδιά. Όλα έμοιαζαν ιδανικά και ονειρεμένα, μέχρι τη στιγμή που τα παιδιά τους άρχισαν να πεθαίνουν ανεξήγητα, το ένα μετά το άλλο, από τον ίδιο θάνατο, που τα έκανε να σπαράζουν και να ξεφωνίζουν από αβάστακτους πόνους. Μια μυστηριώδης ασθένεια είχε πέσει στο σπίτι της Margarethe και το είχε ερημώσει.
Μάλιστα, στις αρχές Οκτωβρίου του 1813, ο σύζυγός της σωριάστηκε κι εκείνος νεκρός, σφαδάζοντας και σπαρταρώντας από ανυπόφορο άλγος. Έτσι, η νεαρή χήρα, απαρηγόρητη, επέστρεψε στο πατρικό της σπίτι κι όλος ο κόσμος πίστευε ότι η σκληρή μοίρα θα έπαυε να την κατατρέχει με τόση απονιά.
Μα, μόλις πέρασε ένας χρόνος, ο αδερφός της κατέληξε με το ίδιο οδυνηρό τέλος. Λίγους μήνες αργότερα, πέθανε κι ο πατέρας της, ενώ σε λίγο καιρό, τον ακολούθησε και η μητέρα της Margarethe, που ξεψύχησε κι εκείνη με ανομολόγητους πόνους, που ξέσχιζαν τα σπλάχνα της.
Ο «Άγγελος της Βρέμης», όπως είχε καθιερωθεί πια να αποκαλούν τη δύστυχη γυναίκα οι συντοπίτες της, απόμεινε ολομόναχη. Κληρονόμησε τη μεγάλη περιουσία του πατέρα της κι όταν άρχισε πια να ξεπερνάει το πένθος της και να ξεχνιούνται οι τόσοι παράξενοι και ξαφνικοί θάνατοι,που δεν έκαναν καμιά εντύπωση εκείνη την εποχή, ξαναπαντρεύτηκε έναν εισοδηματία, τον Michael Christoph Gottfried. Ο νέος αυτός γάμος θα έφερνε την ευτυχία στη Margarethe. Μα, εντελώς ξαφνικά κι ο δεύτερος άντρας της πέθανε μια μέρα μέσα στην τρυφερή αγκαλιά της, κατά τα λεγόμενα των κατοίκων της Βρέμης.
Παρά τις απανωτές συμφορές, η Margarethe δεν είχε χάσει ούτε το θάρρος της, αλλά ούτε και την ομορφιά της. Έμοιαζε σαν να την είχε αφήσει ο χρόνος, αλλά και οι πίκρες, αλώβητη κι απείραχτη. Ήταν πολλοί ακόμα οι άντρες που τη θαύμαζαν και ήθελαν να την κατακτήσουν. Έτσι, αρραβωνιάστηκε τελικά τον Paul Thomas Zimmermann, έναν πλούσιο και ευπαρουσίαστο κτηματία, μα δυο μήνες πριν από τον γάμο τους, αρρώστησε κι αυτός και πέθανε, όπως ακριβώς και οι υπόλοιποι.
Αυτή τη φορά, επιτέλους, ο θάνατος του εύπορου κτηματία, που ήταν ένα ρωμαλέο παλικάρι, με σιδερένια υγεία, κίνησε υποψίες εναντίον της. Η κακογλωσσιά της γειτονιάς άρχισε να την καταδιώκει. Οι γυναίκες έπαψαν να την συναναστρέφονται. Όλος ο κόσμος τη θεωρούσε ενσάρκωση του Σατανά. Μια ατμόσφαιρα αντιπάθειας και έχθρας την περιτριγύριζε, αναγκάζοντας τη Margarethe να εγκαταλείψει το σπιτικό της και να μείνει σε άλλη συνοικία. Αλλά κι εκεί, τα πράγματα ήταν χειρότερα. Έτσι, έφυγε από τη Βρέμη και πήγε να ζήσει στο Ανόβερο.
Πριν εγκαταλείψει το σπίτι της, βρήκε έναν αγοραστή, τον έμπορο Johann Christoph Rumpff, που εγκαταστάθηκε αμέσως σε αυτό, μαζί με τη νεαρή σύζυγό του. Η Margarethe ζήτησε από τον αγοραστή της να μείνει για λίγο καιρό μαζί τους, σ’ ένα ξεχωριστό διαμέρισμα της οικίας τους, ώσπου να διαλέξει την καινούρια της διαμονή. Ο Rumpff δεν έφερε καμιά αντίρρηση στην όμορφη γυναίκα κι έτσι, εκείνη συνέχισε να ζει, όπως πρώτα, μερικούς μήνες με τους νέους ιδιοκτήτες του σπιτιού της.
Έξαφνα, όμως, η σύζυγος του εμπόρου, η Wilhelmine, που ήταν ήδη έγκυος, πέθανε κι αυτή από φριχτούς πόνους, που σκότωσαν, δυστυχώς, και το έμβρυο, που κυοφορούσε. Ο Rumpff συγκλονίστηκε. Έχασε τη γη κάτω από τα πόδια του. Χωρίς περιστροφές, έριξε το φταίξιμο στη Margarethe. Της φερόταν με πρωτοφανή αγριότητα και προσπαθούσε να τη διώξει από το σπίτι του. Μάλιστα, κάποια φορά οι γείτονες τον είχαν δει να προσπαθεί να τη γρονθοκοπήσει.
Όμως, μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, η Margarethe, με τη σατανική γοητεία, κατόρθωσε να κατακτήσει τον άσπονδο εχθρό της. Ο έμπορος την είχε πια ερωτευθεί και την αρραβωνιάστηκε. Βέβαια, τίποτα δεν κύλησε ομαλά. Άρχισε κι αυτός να νιώθει σταδιακά πως οι δυνάμεις του τον εγκατέλειπαν και να υποφέρει από οξείς πόνους σε όλο του το κορμί.
Η πανούργα γυναίκα προθυμοποιήθηκε να τον φροντίζει τρυφερά, σχεδόν υποτακτικά. Ο Rumpff θυμήθηκε το παλιό μίσος που έτρεφε για εκείνη και καχύποπτος πια, σταμάτησε να παίρνει τα γιατρικά που του έδινε.
Μια μέρα που η Margarethe του έφερε το φαγητό του, παρατήρησε μερικούς λευκούς κρυστάλλους πάνω στο κρέας του. Έτσι, όταν τον επισκέφτηκε ο γιατρός του, του ζήτησε ικετευτικά να τους εξετάσει. Ο Dr. Luce δεν άργησε να διαπιστώσει κατάπληκτος πως το κρέας εκείνο ήταν «αλατισμένο» με αρσενικό.
Στην ανάκριση, ύστερα από συνεχείς κι επίμονες πιέσεις, η Margarethe Timm, η διαβολική αυτή ύπαρξη, με τρομακτική ψυχραιμία, δεν άργησε να ομολογήσει πως είχε δηλητηριάσει όλους όσους στέκονταν εμπόδιο στη ζωή της κι όσους ήθελε να κληρονομήσει. Μάλιστα, παραδέχτηκε πως σε κάποιες περιπτώσεις δηλητηρίαζε τα θύματά της απλώς από ευχαρίστηση, για να τα βλέπει να βασανίζονται και να αργοπεθαίνουν.
Παρά το γεγονός ότι ο δικηγόρος της προσπάθησε να την παρουσιάσει ως ανεύθυνη λόγω παράνοιας, το Κακουργιοδικείο της Βρέμης αρνήθηκε να παραδεχτεί αυτή την εκδοχή. Την έκρινε ένοχη και στις 21 Απριλίου του 1831 εκτελέστηκε από τον δήμιο μπροστά στον Καθεδρικό Ναό της Βρέμης.
Οι επιστήμονες κατασκεύασαν μια μάσκα της νεκρής, ώστε να μελετήσουν το μοτίβο των χαρακτηριστικών του προσώπου των γυναικών κατά συρροή δολοφόνων.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΜΠΟΥΚΕΤΟ», στις 19/06/1934…