Ο Νίκος Ακριβογιάννης υπήρξε «Ίκαρος» της ελληνικής Αεροπορίας και στρατολογήθηκε από τις ελληνικές υπηρεσίες ως κατάσκοπος στα μετεμφυλιακά χρόνια. Χωρίς να φταίει, είχε άδοξο τέλος και έφυγε στιγματισμένος με την κατηγορία του προδότη που αυτομόλησε στην κομμουνιστική Αλβανία του Χότζα.
Οι ελληνικές αρχές τον έστειλαν στην Αλβανία ως πράκτορα, υπό τον μανδύα του φυγάδα κομμουνιστή. Στη συνέχεια τον κατέδωσαν στις αλβανικές Αρχές, ως διπλό πράκτορα. Ο Ακριβογιάννης συνελήφθη και εκτελέστηκε στα Τίρανα στις 15 Απριλίου 1952. Την υπόθεση φωτίζει με νέα στοιχεία στο βιβλίο του ο ιστορικός Σταύρος Ντάγιος, που εξειδικεύεται σε ζητήματα ελληνοαλβανικών σχέσεων και ψυχρού πολέμου στα Βαλκάνια. Παρουσιάζει νέα στοιχεία που ανατρέπουν τα δεδομένα και αποκαθιστούν το όνομα του αεροπόρου.
Ποιος ήταν
Ο Ακριβογιάννης γεννήθηκε στις 5 Ιανουαρίου 1929, στη Θεσσαλονίκη. Ο πατέρας του υπηρετούσε ως αξιωματικός του στρατού και ήταν βενιζελικός. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια μεταξύ Βόλου και Θεσσαλονίκης, εξαιτίας του επαγγέλματος του πατέρα του, που απαιτούσε συχνές μετακινήσεις. Παρόλο που μικρός ήταν φιλάσθενος και αδύνατος, μεγαλώνοντας ασχολήθηκε με την κολύμβηση και απέκτησε γυμνασμένο σώμα. Ήταν εσωστρεφής, ατίθασος και ριψοκίνδυνος. Όταν ξέσπασε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος μετακόμισε με την οικογένεια του στον Άγιο Βλάσιο για να αποφύγουν τις αεροπορικές επιδρομές. Αργότερα, οργανώθηκε στην εθνική αντίσταση μαζί με τον πατέρα του. Μετά την κατοχή, η οικογένεια μεταφέρθηκε οριστικά στον Βόλο. Διετέλεσε γενικός γραμματέας της ΕΠΟΝ ως «Σκαπανεύς» του Α’ Γυμνασίου Αρρένων Βόλου και στη συνέχεια ως γενικός γραμματέας του Συλλόγου Αναπήρων, τραυματιών και φυματικών της εθνικής αντίστασης του ΕΛΑΣ. Τη χρονιά 1947-48 αποφοίτησε από το Γυμνάσιο.
Αρχικά, ασχολήθηκε ερασιτεχνικά με την ηθοποιία και συνέγραψε σενάρια ταινιών κινηματογράφου. Μάλιστα υποδύθηκε τον ρόλο ενός γυναικά στην ταινία «Δύο Κόσμοι», όπου πρωταγωνιστούσε ο Αλέκος Αλεξανδράκης και είχε γράψει τη μουσική ο Μάνος Χατζιδάκις.
Όνειρο του ήταν να γίνει αεροπόρος. Τον Ιανουάριο του 1948 έδωσε πρώτη φορά εξετάσεις για εισαγωγή στην αεροπορία, αλλά τον «έκοψαν επειδή ήταν τελείως αδιάβαστος».
Στρατολόγηση από αμερικανούς πράκτορες
Τον Μάιο του 1950 ο Ακριβογιάννης έμενε στη Θεσσαλονίκη. Τότε, γνωρίστηκε τυχαία με τον Θεσσαλονικιό νεαρό Ευλάμπιο Κωστίδη, ο οποίος τον μύησε στον κόσμο της κατασκοπείας με την πρόθεση να τον στρατολογήσει. Ήταν η εποχή που ο σταθμάρχης της CIA, Τομ Καραμεσίνης είχε εξαπολύσει κυνηγητό για τον εντοπισμό και τη στρατολόγηση νέων «στον αγώνα κατά της κομμουνιστικής απειλής». Ο Κωστίδης τον οδήγησε στη μυστική σχολή στην Αλατίνη, την οποία διοικούσαν Αμερικανοί πράκτορες, οι οποίοι του πρόσφεραν μισθό ενός εκατομμυρίου δραχμών το μήνα. Τα μαθήματα διεξάγονταν τις νυχτερινές ώρες και υπό πλήρη μυστικότητα.
Μεταξύ άλλων διδάχθηκε πολιτική αγωγή, μαρξισμό και ιστορία του Κομμουνισμού, οικονομικά, διαλεκτικό υλισμό, κοινωνιολογία, ψυχολογία, ανακριτικές μεθόδους, τρόπους υπεράσπισης και απόκρουσης των κατηγοριών. Πριν από τη λήξη των μαθημάτων, οι Αμερικανοί του έδωσαν το ψευδώνυμο G.1. Τον συμβούλευσαν να υποβάλλει αίτηση εισαγωγής στην αεροπορία και του ανακοίνωσαν ότι σύντομα θα μετέβαινε στην Αλβανία. Κατετάγη στις ένοπλες δυνάμεις και από εκεί μεταπήδησε στη σχολή Αεροπορίας στο Τατόι, όπου θα υπηρετούσε με την αρωγή των Αμερικανών. Οι αξιωματούχοι του Α2 του έδωσαν το πρακτορικό ψευδώνυμο «Λοκρίς» και τον παρακίνησαν να εκπαιδευτεί γρήγορα για να αποκτήσει πτητική επάρκεια, ώστε να είναι έτοιμος για την αποστολή στην Αλβανία.
Η μυστική αποστολή στην Αλβανία
Έναν μήνα μετά και ενώ είχε μόνο μερικές ώρες πτήσης, ο σμηναγός και διοικητής της σχολής Αεροπορίας του Τατοϊου, Αναστάσιος Βλαντούσης του ανακοίνωσε ότι η πατρίδα τον καλούσε για μυστική αποστολή. Χαρακτηριστικά του είπε:
Δόκιμε Ακριβογιάννη. Εν ονόματι της πατρίδος σε διατάσσω να μεταβής εις εχθρικόν κράτος δι’ εκτέλεσιν ειδικής αποστολήςΤο σχέδιο της αποστολής
Σύμφωνα με το σχέδιο, θα «απήγαγε» ένα αεροπλάνο και θα προσγειωνόταν στους Άγιους Σαράντα, όπου θα ζητούσε από τις αλβανικές αρχές να έρθει σε επαφή με την προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνησης της Ελλάδας, η οποία υποτίθεται είχε έδρα στη Σοβιετική Ένωση. Εκεί θα συναντούσε έναν δικό του άνθρωπο, ο οποίος θα του παρουσιαζόταν με το σύνθημα «Πίνδος» και ο Ακριβογιάννης θα του απαντούσε με το παρασύνθημα «Όλυμπος». Θα του έδινε φάκελο με πληροφορίες και θα τον βοηθούσε να δραπετεύσει. Πιθανόν και να τον φυλάκιζαν, αλλά κάποια στιγμή θα τον αποφυλάκιζαν. Το μυστικό σχέδιο περιέγραφε ότι εάν ο σύνδεσμος δεν παρουσιαζόταν, θα είχε στήριξη από μια οργάνωση με την ονομασία ΔΕΒΑ 134 που θα τον βοηθούσε στην απόδραση. Τελικός σκοπός ήταν η δραπέτευση από αλβανικό έδαφος και η επάνοδός του στην Ελλάδα. Παράλληλα, στην Αθήνα θα μεταδιδόταν η είδηση ότι είχε χαθεί ένα ελληνικό αεροπλάνο και ότι ο πιλότος παρά την ειδοποίηση του «Χόμερ Ελευσίνας» δεν στάθηκε αδύνατο να τον προσανατολίσει. Ετσι θα φαινόταν πιθανή η εκδοχή ότι έπεσε στη θάλασσα.
Η πτήση προς την Αλβανία
Ο Ακριβογιάννης αναζητούσε προφάσεις για να αρνηθεί την αποστολή, οι πιέσεις, ωστόσο, ήταν καθημερινές και αφόρητες και οι ηθικοί εκβιασμοί βασανιστικοί. Τελικά, στις 7 Απριλίου 1952, απογειώθηκε με αεροπλάνο τύπου «Χάρβαρντ» προς την Αλβανία, υποδυόμενος τον φυγά κομμουνιστή. Ακολούθησε τη γραμμή Ναύπακτο – Πρέβεζα και προσγειώθηκε στον κάμπο της Τσούκας. Στην Ελλάδα, η είδηση για την εξαφάνιση του αεροπλάνου δημοσιεύτηκε στον τύπο αλλά οι ελληνικές αρχές δεν ανακοίνωσαν το όνομα του πιλότου. Στον τόπο της προσγείωσης κατέφθασε αμέσως ο διοικητής του οικείου Τμήματος Ασφαλείας των Αγίων Σαράντα, Κιατίπ Ντερβίσι.
Αφού του έκαναν σωματικό έλεγχο, τον οδήγησαν σιδηροδέσμιο στον αστυνομικό σταθμό των Αγίων Σαράντα. Όταν τον ρώτησαν για ποιον λόγο είχε παραβιάσει την αλβανική μεθόριο, ο Ακριβογιάννης δήλωσε – όπως του είχαν υποδείξει – φίλος της Αλβανίας και πολέμιος της μοναρχοφασιστικής Ελλάδας. Αφού υπέβαλλε τα αιτήματά του, οι αλβανικές αρχές τον μετέφεραν στα Τίρανα, όπου τον περιόρισαν στα κρατητήρια της αντικατασκοπείας. Στη συνέχεια, υποβλήθηκε σε «άτυπη» αστυνομική ανάκριση. Δήλωσε ότι ήταν κομμουνιστής, ότι μισούσε το καθεστώς της Ελλάδας και ότι είχε μυστικό σχέδιο, το οποίο θα αποκάλυπτε μόνο στις σοβιετικές αρχές. Επί δέκα ημέρες αρνήθηκε να παρέχει άλλες πληροφορίες. Οι ισχυρισμοί του δεν έπεισαν τους Αλβανούς, οι οποίοι άλλαξαν τακτική και προέβησαν στις προσφιλείς ανακριτικές μεθόδους βίας. Ο Ακριβογιάννης αποκάλυψε μόνο όσες «πληροφορίες» είχε συζητήσει με τον Βλαντούση.
Η επιστολή στον Χότζα
Οχτώ ημέρες αργότερα, απευθύνθηκε με επιστολή του προς τον ίδιον τον Χότζα, παραβαίνοντας τις εντολές που είχε πάρει. «Σύντροφε Ενβέρ Χότζα, είμαι βέβαιος ότι θα με βοηθήσετε για να δώσω μια τρανή απόδειξη γι’αυτά που είπα παραπάνω. Είμαι βέβαιος, γιατί είστε Σύντροφος, Πατριώτης και Μαχητής της Παναθρώπινης Λευτεριάς. Δώστε μου το χρόνο, τον πολύτιμο χρόνο. Με τους πιο εγκάρδιους συντροφικούς και επαναστατικούς χαιρετισμούς» Ύστερα από μερικές εβδομάδες στη φυλακή, τα όρια άρχισαν να στενεύουν. Ο Ακριβογιάννης έστελνε επιστολές στους ανακριτές για να τις μεταβιβάσουν στους ανώτερους. Εκλιπαρούσε, εκβίαζε, έκανε απεργίες πείνας και απόπειρες αυτοκτονίας. Οι Αλβανοί ανακριτές ήταν φορτικά πιεστικοί και ζητούσαν περαιτέρω λεπτομέρειες. Ο Ακριβογιάννης δεν άντεξε και έπεσε σε αντιφάσεις, τις οποίες απέδωσε στους διερμηνείς και στους μεταφραστές. Στο μεταξύ στην Ελλάδα βρισκόταν σε εξέλιξη η δίκη των αεροπόρων. Μια κακοστημένη προβοκάτσια κατά των δημοκρατικών αξιωματικών, η οποία στηρίχτηκε πάνω στην υπόθεση Ακριβογιάννη.
Οι βασανιστικές ανακρίσεις συνεχίστηκαν για τους επόμενους μήνες, όπου κρίθηκε ένοχος για τα εγκλήματα της παράνομης εισόδου στη χώρα, της κατασυκοφάντησης του λαϊκού καθεστώτος και της πολιτικής ηγεσίας της Αλβανίας, για αυτοχειρία, για αντίσταση και για απείθεια προς τις ανακριτικές αρχές. Ο Ακριβογιάννης λύγισε από τους αφόρητους σωματικούς και ηθικούς βασανισμούς. Έναν χρόνο αργότερα, στις 6 Απριλίου 1953, ο ανακριτής έκρινε ότι ο κατηγορούμενος δεν ήταν σε θέση να απολογηθεί λόγω της βεβαρημένης κατάστασης της υγείας του.
Την ίδια μέρα, διακομίσθηκε αναίσθητος στο νοσοκομείο Τιράνων. Μόλις ανάρρωσε, οδηγήθηκε πίσω στη φυλακή και δύο μήνες αργότερα, τον κάλεσαν ξανά ενώπιον του ανακριτή, όπου υποβλήθηκε σε νέα βασανιστήρια. Αργότερα, τον έστειλαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης των μαχητών του ΔΣΕ στη Λούσνια, όπου προσπάθησε να αποδράσει με αποτέλεσμα να τον οδηγήσουν και πάλι στη φυλακή. Τον Μάρτιο του 1954, ύστερα από εξαντλητικά βασανιστήρια, ο ανακριτής Σταύρι τον απείλησε ότι αν δεν ομολογούσε, τον περίμενε κρεμάλα. Ήταν καταβεβλημένος ψυχικά και σωματικά. Ομολόγησε τη στρατολόγησή του στη Θεσσαλονίκη από τους Αμερικανούς και αποδέχτηκε στο ακέραιο την ενοχή του. Στις 14 Απριλίου 1954, ο ανακριτής Σταύρι Τζάρα ολοκλήρωσε το ανακριτικό του έργο και ο Ακριβογιάννης κατηγορήθηκε για διενέργεια κατασκοπείας, δολιοφθοράς και απόπειρα διαφυγής από τη χώρα. Έπειτα από σύντομη δίκη, καταδικάστηκε σε θάνατο δια τουφεκισμού. Τη Δευτέρα 16 Αυγούστου 1954, στις 24:00, φορώντας την στολή του δόκιμου ικάρου, εκτελέστηκε στην πόλη του Μπερατίου. Όταν του ζήτησαν να δηλώσει την τελευταία του επιθυμία είπε: Ζήτω η Ελλάδα!.
Τα νέα στοιχεία
Την υπόθεση των αεροπόρων, η οποία στηρίχτηκε πάνω στη σκηνοθετημένη απόδραση του νεαρού ικάρου Νίκου Ακριβογιάννη, πραγματεύεται το νέο βιβλίο του συγγραφέα, Σταύρου Ντάγιου, με τίτλο «Ο Νίκος Ακριβογιάννης και η Δίκη των αεροπόρων». Ο συγγραφέας πραγματοποίησε μακρόχρονη και εξαντλητική έρευνα στα αλβανικά αρχεία, όπου ανακάλυψε ιστορικά ντοκουμέντα εκατοντάδων σελίδων προανακριτικού και ανακριτικού υλικού.
Στην Ελλάδα της εποχής εκείνης κατηγορήθηκε ως διπλός πράκτορας, αλλά από την έρευνα δεν προκύπτει κανένας συσχετισμός του Ακριβογιάννη με κομμουνιστική οργάνωση ή κάποια από τις μυστικές υπηρεσίες του τότε ανατολικού συνασπισμού. Στο βιβλίο παρουσιάζεται επίσης η επιστολογραφία του Ακριβογιάννη με συγγενικά και φιλικά του πρόσωπα. Ουσιαστικά, ο συγγραφέας αποτολμά και τελικά κατορθώνει, μέσω πλήθους τεκμηρίων, να αποκαταστήσει τη μνήμη και την υστεροφημία ενός διπλά εκτελεσθέντος Έλληνα αεροπόρου. Από τις αλβανικές αρχές κυριολεκτικά, αλλά και από τη μητέρα-πατρίδα του, την Ελλάδα, μεταφορικά, καθώς είχε άδικα «χρεωθεί» το στίγμα του «προδότη».
: