Στο greek-observatory και τις Ειδήσεις Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας

Εμείς και οι συνεργάτες μας αποθηκεύουμε ή/και έχουμε πρόσβαση σε πληροφορίες σε μια συσκευή, όπως cookies και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως μοναδικά αναγνωριστικά και τυπικές πληροφορίες που αποστέλλονται από μια συσκευή για εξατομικευμένες διαφημίσεις και περιεχόμενο, μέτρηση διαφημίσεων και περιεχομένου, καθώς και απόψεις του κοινού για την ανάπτυξη και βελτίωση προϊόντων.

Με την άδειά σας, εμείς και οι συνεργάτες μας ενδέχεται να χρησιμοποιήσουμε ακριβή δεδομένα γεωγραφικής τοποθεσίας και ταυτοποίησης μέσω σάρωσης συσκευών. Μπορείτε να κάνετε κλικ για να συναινέσετε στην επεξεργασία από εμάς και τους συνεργάτες μας όπως περιγράφεται παραπάνω. Εναλλακτικά, μπορείτε να αποκτήσετε πρόσβαση σε πιο λεπτομερείς πληροφορίες και να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας πριν συναινέσετε ή να αρνηθείτε να συναινέσετε. Λάβετε υπόψη ότι κάποια επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων ενδέχεται να μην απαιτεί τη συγκατάθεσή σας, αλλά έχετε το δικαίωμα να αρνηθείτε αυτήν την επεξεργασία. Οι προτιμήσεις σας θα ισχύουν μόνο για αυτόν τον ιστότοπο. Μπορείτε πάντα να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας επιστρέφοντας σε αυτόν τον ιστότοπο ή επισκεπτόμενοι την πολιτική απορρήτου μας.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας.Δες περισσότερα εδώ.
ΙΣΤΟΡΙΑ

Μ.Κοτοπούλη: O θυελλώδης έρωτας με τον Ίωνα Δραγούμη - H συναρπαστική ζωή της

Η Μαρίκα Κοτοπούλη είναι μια μοναδική περίπτωση ηθοποιού που έμεινε ονομαστή για τις ερμηνείες της, αλλά και για τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της. Το πέρασμα της άφησε ανεξίτηλη τη «σφραγίδα» της στο ελληνικό θέατρο.

Στις 11 Σεπτεμβρίου του 1954 μια από τις μεγαλύτερες «θεατρίνες», έτσι ήθελε να την αποκαλούν, της ελληνικής σκηνής άφησε την τελευταία της πνοή ξαφνικά, σε ηλικία 67 χρόνων, από ανακοπή καρδιάς. Η σορός της εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα και στην κηδεία της παραβρέθηκαν χιλιάδες ανώνυμοι πολίτες.

Γεννήθηκε κυριολεκτικά πάνω στη σκηνή, αφού οι πόνοι της γέννας έπιασαν τη μητέρα της ενώ έπαιζε σε μια παράσταση. Ως νεογέννητο μωρό στη συνέχεια, στη μητρική αγκαλιά, έπαιξε στην πρώτη της παράσταση. Οι γονείς της ήταν ηθοποιοί περιπλανώμενων θιάσων, οπότε συνεχώς μετακινούνταν από μέρος σε μέρος. 

Η Μαρίκα Κοτοπούλη δεν πήγε ποτέ δημοτικό, έμαθε να διαβάζει μόνη της. Κρυφά από τους γονείς της έδωσε εξετάσεις στο Αρσάκειο, όπου έγινε δεκτή, και μάλιστα με υποτροφία. Τα παιδικά της χρόνια δεν ήταν εύκολα. Οι γονείς της συχνά μάλωναν και βιαιοπραγούσαν, ενώ η μητέρα της ήταν σκληρή και βάναυση, όπως έλεγε η ίδια.

Στο θίασο του πατέρα της που ονομαζόταν «Πρόοδος» η νεαρή Μαρίκα έπαιξε μια σειρά από ρόλους, τραβώντας την προσοχή του κοινού και των κριτικών, που έκθαμβοι παρατηρούσαν πως ένα τόσο μικρό κορίτσι μπορούσε να παίζει με δεξιοτεχνία γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας.  Θωμάς Οικονόμου ήταν εκείνος που την προσέβαλε στο Βασιλικό Θέατρο, το 1902. Δίπλα του θα διαμορφώσει την καλλιτεχνική ταυτότητά της και θα έρθει σε επαφή με κλασικά έργα.

Το 1905 ήταν μια καθοριστική χρονιά για την ίδια, αν και τότε εκείνη δεν το γνώριζε. Η λαμπερή ηθοποιός, που ζούσε τη ζωή της ελεύθερη και μακριά από τις συμβάσεις της εποχής, βρίζοντας σαν άνθρωπος του λιμανιού, εθισμένη στη μορφίνη, και αρνούμενη να υποταχθεί στο ρόλο της συζύγου, κέρδισε την προσοχή του Ίωνα Δραγούμη στην Αλεξάνδρεια. Εκείνος είχε πάει να τη δει στο θέατρο όπου έπαιζε την «Ηλέκτρα». Στην αίθουσα βρισκόταν και η Πηνελόπη Δέλτα.

Όταν η Μαρίκα Κοτοπούλη βγήκε στη σκηνή το βλέμμα του Ίων Δραγούμη «καρφώθηκε» πάνω της. Μετά την παράσταση, όμως, δεν πήγε στο καμαρίνι της. Αργότερα θα της έλεγε πως εκείνη την ημέρα ένιωσε σαν να είχαν κάνει έρωτα. Τρία χρόνια μετά και αφού πλέον είχε χωρίσει με την Πηνελόπη Δέλτα, συναντήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Ο έρωτάς τους ήταν κεραυνοβόλος. 

Ωστόσο, το περιβάλλον τους δεν δεχόταν τη σχέση του με μια θεατρίνα. Για δώδεκα χρόνια ζουν έναν θυελλώδη έρωτα, μένουν μαζί αν και δεν έχουν επισημοποιήσει τη σχέση τους, και όταν πια αποφασίζουν να ξεπεράσουν τα εμπόδια και να παντρευτούν ο Ίωνας Δραγούμης εκτελείται από το βενιζελικό στρατιωτικό σώμα ασφαλείας στο κέντρο της Αθήνας, ως εμπλεκόμενος στην απόπειρα δολοφονίας του Ελευθερίου Βενιζέλου. Εκείνη μαθαίνει τα νέα 23 ημέρες μετά, θρηνεί απελπισμένα, σκίζει το πάτωμα με τα νύχια της και ορκίζεται πως ποτέ δεν θα ξεπεράσει αυτή τη βαθιά πληγή.

Το 1906 παίρνει τη μεγάλη απόφαση να αποχωρήσει από το Βασιλικό θέατρο και να φτιάξει το δικό της θίασο με νεότερους συναδέλφους της, όπως ο Δημήτρης Μυράτ. Παράλληλα, ταξιδεύει πολύ και ενημερώνεται για τις νέες τάσεις του θεάτρου, πράγμα ασυνήθιστο και δη για μια γυναίκα εκείνη την εποχή. Το 1911 ο θίασος παίρνει το όνομά της και εγκαθίσταται στο θέατρο της Ομονοίας. 

Έκτοτε η Κοτοπούλη γίνεται η μεγάλη κυρία της ελληνικής σκηνής, μαζί με την Κυβέλη Ανδριανού βέβαια. Η κόντρα των δυο γυναικών υπήρξε παροιμιώδης και το κοινό ήταν για χρόνια διχασμένο στους «κοτοπουλικούς» και τους «κυβελικούς».

Στο θέατρό της, η Μαρίκα ανεβάζει εμπορικά έργα, μπουλβάρ και επιθεωρήσεις για να εξασφαλίζει την επιβίωση τους σχήματός της, όμως παράλληλα δίνει το βήμα σε σημαντικούς Έλληνες συγγραφείς όπως ο Ξενόπουλος, αλλά και μεγάλους δραματουργούς, όπως ο Ο’ Νιλ, ή ο Τσέχοφ. Το 1925 παντρεύεται το Γιώργο Χέλμη, που αναλαμβάνει τη διεύθυνση του θεάτρου και κάνει μια μεγάλη στροφή. Αρχίζει να παίζει τραγωδίες και σαιξπηρικά δράματα, ενώ σημαντική υπήρξε και η συνεργασία της με τον Αιμίλιο Βεάκη.

Το 1929 συμπράττει με τον Σπύρο Μελά και δημιουργούν την «Ελεύθερη Σκηνή», που επικεντρώνεται στο διεθνές ρεπερτόριο, στην προσεκτική προετοιμασία των παραστάσεων και δίνει σημασία στο όραμα του σκηνοθέτη, πράγμα που εκείνη την εποχή θεωρήθηκε ανατρεπτικό.

Το 1932 ιδρύεται το Εθνικό Θέατρο και οι δύο μεγάλες πρωταγωνίστριες, η Κυβέλη και η Κοτοπούλη, τρομοκρατημένες από τη νέα κατάσταση αποφασίζουν να συνεταιριστούν. Με την καθοδήγηση του Σπύρου Μελά ανεβάζουν την «Μαρία Στιούαρτ» στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, με την Κοτοπούλη στο ρόλο της Ελισάβετ και την Κυβέλη σε εκείνον της Μαρίας Στιούαρτ. Η συνεργασία τους θα επεκταθεί και στον κινηματογράφο, με τις δύο τους να συμπρωταγωνιστούν στην ταινία «Κακός Δρόμος» (1933), σε σκηνοθεσία Ερτογρούλ Μουχσίν βέη. Τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, κατά τη διάρκεια της περιοδείας του θιάσου.

Το 1936 εγκαταστάθηκε στο Θέατρο Ρεξ, προσαρμόζοντας το θίασο της στα νέα δεδομένα. Επιπλέον, εξαιτίας της στήριξης της στο καθεστώς της 4ης Αυγούστου 1936, η Μαρίκα Κοτοπούλη -ήταν φανατική βασιλική, αν και συχνά έκρυβε αριστερούς στα καναρίνια της-έλαβε μια γενναία κρατική επιχορήγηση και συμφώνησε να μετατρέψει το θίασο σε ημικρατικό και να παραχωρήσει τον έλεγχο του δραματολογίου στο κράτος, εν έτει 1939. 

Στα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1940 παρέδωσε τη διεύθυνση του θιάσου της στον Μήτσο Μυράτ, πραγματοποιώντας πότε πότε έκτακτες εμφανίσεις, ενώ το 1950 καθιέρωσε το Βραβείο «Μαρίκα Κοτοπούλη» για νεαρές πρωταγωνίστριες.

Το θέατρο για τη Μαρίκα Κοτοπούλη ήταν «θρησκεία», ζούσε για τη σκηνή. Μια φορά ένας δημοσιογράφος τη ρώτησε: «Ποια είναι η αναψυχή σας;» κι εκείνη απάντησε με ευκολία: «Δύο παραστάσεις την ημέρα και πρόβα το πρωί».

Γενναιόδωρη με τους νέους, έβγαλε μια γενιά ηθοποιών. Μινωτής, Παξινού, Χορν, Κουν, Μερκούρη, Λογοθετίδης, Λαμπέτη, Παπαδάκη, Συνοδινού, τη θεωρούσαν δασκάλα τους και μέντορά τους. Και μέσα από αυτούς ο θρύλος της επέζησε μέχρι σήμερα, καθιερώνοντάς την στη συνείδηση ακόμα και των νεότερων γενεών ως τη μεγάλη θεατρίνα της Ελλάδας, όπως ακριβώς ήθελε να την αποκαλούν.

Tags
Back to top button