Στην Ελλάδα υπάρχουν στοιχειωμένα σπίτια, στα οποία συνέβησαν διάφορα υπερφυσικά φαινόμενα, που έχουν επισήμως πιστοποιηθεί, χωρίς να μπορεί κανείς να τα εξηγήσει.
Το στοιχειωμένο σπίτι του Αμαρουσίου έχει πολύ παλιά ιστορία, που ξεκινούσε πίσω στο μακρινό 1821. Τότε, με το πρώτο κήρυγμα της Επανάστασης, δημιουργήθηκε ένα εκτεταμένο κίνημα φιλελληνισμού. Πολλοί, λοιπόν, ήταν οι ξένοι που ήρθαν στη χώρα μας, για να πολεμήσουν στο πλευρό μας.
Όταν σχηματίστηκε το νέο Ελληνικό Κράτος, αρκετοί από τους φιλέλληνες αποφάσισαν να παραμείνουν εδώ, στη γη που την αγάπησαν και την αισθάνονταν ως δεύτερη πατρίδα τους. Ένας από αυτούς ήταν και ο πλούσιος Αμερικανός Σκιν, ο οποίος είχε έρθει στην Αθήνα μαζί με τον Βασιλιά Όθωνα.
Ο Σκιν, που λάτρευε τη φύση και την εξοχή, αγόρασε ένα τεράστιο κτήμα στο Μαρούσι κι εγκαταστάθηκε εκεί, καμαρώνοντας την Αθήνα από μακριά. Ζούσε ευτυχισμένος μέσα στον παράδεισο που είχε δημιουργήσει και δεχόταν συχνά στο σπίτι του την αριστοκρατία του καιρού εκείνου, μα η κακή μοίρα δεν τον άφησε ήσυχο.
Ένας Άγγλος Αξιωματικός του Ναυτικού, ονόματι Λοπ, αγάπησε την όμορφη κόρη του Αμερικανού φιλέλληνα. Για να βρίσκεται κοντά της, αγόρασε κι αυτός ένα κτήμα δίπλα στην αγροικία του Σκιν, το μετέβαλε σε περιβόλι κι έχτισε μέσα ένα μικρό σπιτάκι, με μια πανύψηλη ταράτσα, σαν σκοπιά, για να μπορεί να βλέπει από εκεί τη λατρευτή του.
Ο έρωτας, όμως, του Λοπ αποκρούσθηκε πανηγυρικά, άγνωστο αν από τον πατέρα ή την ίδια την κόρη. Ο Άγγλος κόντεψε να τρελαθεί από την απελπισία του. Αφού είχε κινήσει γη κι ουρανό, προκειμένου να κάνει δική του την πανέμορφη κοπέλα κι αφού απέτυχε παταγωδώς, εγκατέλειψε κάθε διάθεση για ζωή.
Αρχικά, περιφερόταν άσκοπα, μέρα και νύχτα, έξω από το σπίτι της αγαπημένης του, εκλιπαρώντας για την αγάπη της. Όταν τα σχέδιά του δεν ευοδώθηκαν, αποφάσισε να βάλει τέλος στη δυστυχία του κι έτσι, αυτοκτόνησε.
Οι Μαρουσιώτες ισχυρίζονταν πως ο αυτόχειρας βρυκολάκιασε. Οι χωρικοί έβλεπαν τις νύχτες το φάντασμα του δύστυχου Λοπ, να περιφέρεται θλιμμένο και χλωμό, φορώντας ένα μακρύ πουκάμισο, λευκό και καταματωμένο, γύρω από το σπίτι της γυναίκας που λάτρεψε, αλλά τον αρνήθηκε. Επίσης, τον έβλεπαν ακόμα πιο συχνά και στον κήπο του δικού του σπιτιού, μελαγχολικό, συγκλονισμένο και πάντα κατηφή.
Ο τρόμος, που κυρίευσε τους περιοίκους, ήταν τόσο δυνατός, ώστε δεν περνούσαν από εκεί ούτε την ημέρα. Για τη νύχτα, δε γινόταν ούτε λόγος, μιας και όλοι τρέμανε το θλιμμένο φάντασμα.
Έτσι, ρήμαξε το σπίτι του αδικοχαμένου Άγγλου Αξιωματικού. Κανένας δεν ενδιαφερόταν να το αγοράσει. Έμεινε ερείπιο στη βορά του αδίστακτου χρόνου. Ακόμα και οι κληρονόμοι του το αρνήθηκαν. Άρχισε να γκρεμίζεται σιγά – σιγά. Άνοιξαν ρήγματα στους τοίχους, σάπισαν τα ξύλα και σωριάστηκε η σκεπή καταγής.
Μέσα στο κεντρικό δωμάτιο φύτρωσε κάποτε μια συκιά, που μεγάλωσε και θέριεψε και έκανε σύκα μεγάλα και άφθονα, που ωρίμαζαν, σταφίδιαζαν και σάπιζαν κάθε χρόνο. Οι χωρικοί λαχταρούσαν τους τροφαντούς καρπούς της, αλλά κανένας δεν είχε το θάρρος να φάει τα καταραμένα φρούτα από το στοιχειωμένο κτήμα.
Πολλά χρόνια αργότερα, κάποιος ξένος αγόρασε την ιδιοκτησία του Άγγλου, έχτισε πάνω από τα χαλάσματα και μαζί με τα ερείπια, χάθηκε και το άσπρο φάντασμα του αξιωματικού. Έτσι, η οδυνηρή και τρομαχτική αυτή ιστορία λησμονήθηκε.
Εν τω μεταξύ, έπειτα από την αυτοκτονία του Λοπ, ο Αμερικανός Σκιν πούλησε το κτήμα του σε κάποιον Ελβετό Βιλντ και μαζί με την κόρη του, εγκατέλειψαν δια παντός την Ελλάδα.
Ο Ανδριάντας του Ανδρέα Συγγρού μπροστά από την οικία του
Ο νέος αυτός ιδιοκτήτης παρέμενε μυστήριο. Δε μιλούσε σε κανέναν, δεν έπιασε γνωριμίες με τους γείτονες κι έμεινε για χρόνια εκεί μέσα, μοναχός κι ακοινώνητος. Στο επάγγελμα ήταν ιατρός, που ισχυριζόταν ότι θεράπευσε κάθε νόσο, δίνοντας στους ασθενείς του φιαλίδια υγρών, που είχαν πάντοτε το ίδιο χρώμα. Οι ασθενείς του, όμως, δεν είχαν δει ποτέ τη μορφή του. Συνεννοούνταν μαζί του, ακόμα για τα συμπτώματα της αρρώστιας τους, μέσω του πιστού του υπηρέτη.
Ένα πρωί χάθηκε κι αυτός, αφού πρώτα πούλησε το σπίτι σε κάποιον Γάλλο. Αργότερα, το κτήμα το αγόρασε ο Ανδρέας Συγγρός και το ονόμασε «Ανάβρυτα».
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΜΠΟΥΚΕΤΟ», στις 13/10/1927