Ως το τέλος του 17ου αιώνα, γεγονότα μαγείας και μαγγανείας, γοητειών και εξορκισμών, βασκανιών και νεκρομαντειών, αναφέρονταν πάμπολλα στα χρονικά της Δυτικής Ευρώπης.
Οι κληρικοί δεν έπαυαν ούτε στιγμή να εξορκίζουν κάθε είδους δυστυχισμένους υστερικούς, που έλεγαν και το πίστευαν ακράδαντα, ότι είχε μπει το δαιμόνιο μέσα τους και τους είχε καταλάβει. Επίσης, τα Δικαστήρια καταδίκαζαν αδιάκοπα τους μάγους και άναβαν παντού φωτιές, για να τους καίνε.
Το έγκλημα της μαγείας συγκαταλεγόταν στα ειδεχθέστερα και στα σπουδαιότερα. Μια διαταγή, υπογεγραμμένη από τον Κάρολο Η’, το 1490, απαριθμούσε τέλεια τους διάφορους τρόπους εκδήλωσης του συγκεκριμένου εγκλήματος.
Διέταξε να τιμωρούνται αυστηρά «όλοι οι γόητες, οι μάγοι, οι επικαλούμενοι τα κακά πνεύματα, οι νεκρομάντεις και όσοι άλλοι είχαν μυηθεί στα κακά αυτά επαγγέλματα, επιστήμες ή σωματεία, που απαγορεύονταν κι αποδοκιμάζονταν από την Αγία Μητέρα μας, την Εκκλησία». Η διαταγή αυτή δε στρεφόταν μονάχα εναντίον των μάγων, αλλά και εναντίον όσων επισκέπτονταν τους μάγους, για να μάθουν την τύχη τους. Όλοι τιμωρούνταν με την ίδια σκληρότητα.
Η τιμωρία της μαγείας, της μαγγανείας και της γοητείας ήταν ο θάνατος. Οι καταδικασμένοι πρώτα απαγχονίζονταν και κατόπιν, αφού πέθαιναν, καίγονταν στην πυρά. Όταν, όμως, το έγκλημα της μαγείας παρουσίαζε ιδιαιτερότητες, οι καταδικασμένοι καίγονταν ζωντανοί. Μάλιστα, στην περίπτωση που η μαγεία είχε γίνει αιτία θανάτου τρίτου προσώπου, ο μάγος καταδικαζόταν σε θάνατο με βασανιστήρια, τα οποία γίνονταν με μια πυρωμένη τανάλια. Οι μάντεις, οι προγνώστες και οι χαρτομάντεις τιμωρούνταν με την ποινή του μαστιγώματος και της εξορίας.
Ο 16ος αιώνας, εποχή τόσο σπουδαία για την αναγέννηση των τεχνών, των γραμμάτων και της φιλοσοφίας, ήταν ταυτοχρόνως μια περίοδος, όπου οργίαζε η μαγεία, δημιουργώντας μια εικόνα απίστευτης αντίθεσης.
Τα πιο διακεκριμένα πνεύματα της εποχής πίστευαν στους μάγους, όπως και ο λαός. Ο Jean Bodin, Γάλλος υπουργός, σοφός και οικονομολόγος, πνεύμα φωτισμένο, έγραψε ολόκληρο βιβλίο για τη δαιμονολογία. Ένα βιβλίο γεμάτο από αλλόκοτες πεποιθήσεις, από απίθανα γεγονότα, που, διαβάζοντάς το κανείς, αναρωτιόταν αν γράφτηκε πράγματι από έναν άνθρωπο τόσο καταρτισμένο για την εποχή του.
Ανάμεσα σε άλλα, ο Bodin ανέφερε με όλη του τη σοβαρότητα ότι ο υπηρέτης ενός ευγενούς συνάντησε κάποτε στον δρόμο μια γυναίκα, η οποία τον φύσηξε στο πρόσωπο και από τότε, για δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια, ένιωθε σ’ όλο του το κορμί αβάσταχτους πόνους. Όταν οι συγγενείς του υποπτεύθηκαν ότι ευθυνόταν ο Διάβολος για τα φριχτά του βάσανα, άρχισαν να προσεύχονται στο πλάι του. Αμέσως τότε «βγήκαν από το στόμα του, μεταξύ άλλων βρομεροτήτων, πέτρες, κουβάρια κλωστές, καρφίτσες, μια ψεύτικη περούκα κι ένα φτερό από παγόνι».
Η φοβερή μάγισσα, που είχε χώσει μέσα στην κοιλιά του δύστυχου όλα αυτά τα αντικείμενα, δεν ανακαλύφθηκε ποτέ κι έτσι, γλίτωσε από την καταδίκη της πυράς.
Στη Νάντη της Δυτικής Γαλλίας, μια γυναίκα είχε κατηγορηθεί ότι είχε ενεργήσει με διάφορους εξορκισμούς, ώστε να εισχωρήσει ένα κακόβουλο δαιμόνιο στην κοιλιά της γειτόνισσάς της. Πίστευαν, την εποχή εκείνη, ότι ο ίδιος μάγος που έβαζε το δαιμόνιο στην κοιλιά κάποιου, μπορούσε και να το βγάλει, αγγίζοντας επάνω του. Στην περίπτωση αυτή, λοιπόν, το δαιμόνιο θα έμπαινε στην κοιλιά του μάγου. Τότε, οι δικαστές διέταξαν τη μάγισσα να αγγίξει το θύμα της, αλλά εκείνη αρνήθηκε, από φόβο μήπως μπει μέσα της το κακό. Έτσι, την εξανάγκασαν να το κάνει κι εκείνη, ουρλιάζοντας: «Είμαι χαμένη!», σωριάστηκε νεκρή. Ωστόσο, η δίκη της συνεχίστηκε και μετά τον θάνατό της και τελικά, το πτώμα της ρίχτηκε στη φωτιά.
Σε μια άλλη περίπτωση, κάποιος εργάτης αντιλήφθηκε ότι η γυναίκα του απουσίαζε κάθε νύχτα από το σπίτι και θέλησε να δει πού πήγαινε. Την παραφύλαξε, λοιπόν, και την είδε, πριν φύγει, να αλείφει όλο της το κορμί με λίπος. Όταν κατάγγειλε το γεγονός, που θεωρούνταν ως ένα τρόπος για να διεισδύσει κανείς στις περίφημες συνεδριάσεις των μάγων, η γυναίκα του συνελήφθη, καταδικάστηκε και κάηκε στην πυρά.
Επί βασιλείας Καρόλου Θ’, διηγούνταν ο Bodin, ένας ξακουστός μάγος της εποχής, γνωστός με το παρωνύμιο «Τρεις Σκάλες», είχε καταδικαστεί σε θάνατο, αλλά ο βασιλιάς αποφάσισε να του δώσει χάρη. Μια μέρα, μετά το δείπνο, ο Κάρολος διέταξε να του φέρουν μπροστά του τον μάγο. Τότε, εκείνος, προκειμένου να διασκεδάσει τη βασιλική συντροφιά, τους μίλησε εκτενώς για τα όργια των μάγων στις σκοταδιστικές συγκεντρώσεις τους, τα λεγόμενα «Σάββατα» (Sabbath). Περιέγραψε τους έκφυλους χορούς που γίνονταν σ’ αυτά, τις θυσίες στον Σατανά, τις ακολασίες με τους διαβόλους, που είχαν πρόσωπα αντρών και γυναικών και πώς καθένας έπαιρνε από αυτούς διάφορες σκόνες, με τις οποίες έφτιαχνε καταπότια και φίλτρα, ώστε να πεθαίνουν άνθρωποι, να ψοφούν τα ζώα και να μαραίνονται τα φυτά.
Υπήρξε, μάλιστα, περίοδος του 17ου αιώνα, κατά την οποία η δαιμονοπληξία είχε ενσκήψει σαν επιδημία σε πολλά μοναστήρια. Ο Διάβολος, καθώς φαινόταν, είχε ορκιστεί να τρελάνει όλους τους μοναχούς και τις μοναχές, οι οποίοι βεβαίωναν ότι τον αισθάνονταν στην κοιλιά τους.
Εν προκειμένω, στο μοναστήρι του Λουντέν καταδικάστηκε σε θάνατο ο Ηγούμενος, κατηγορούμενος ότι είχε εισαγάγει τον Σατανά στις κοιλιές των καλογριών.
Επίσης, σε κάποιο άλλο μοναστήρι, οι καλόγριες φαντάστηκαν ότι είχε μπει ο Διάβολος μέσα τους και συνάντησαν έναν μάντη, ο οποίος τις έπεισε ότι η δύστυχη μαγείρισσα του μοναστηριού τις είχε μαγέψει με τα φαγητά της. Με διάφορα βασανιστήρια, η άμοιρη γυναίκα αναγκάστηκε να ομολογήσει ότι αυτή ήταν η αιτία του κακού και καταδικάστηκε να καεί ζωντανή μαζί με την κόρη της. Τη στιγμή που την πέταγαν στην πυρά, η μαγείρισσα εκστόμισε πως είχε δαιμονίσει ολόκληρο το μοναστήρι, προφέροντας μερικές κατάρες, καθώς μαγείρευε.
Όμως, στα τέλη του 17ου αιώνα, στη Βουλή των Παρισίων ψηφίστηκε ένας νόμος, δια του οποίου δε θα τιμωρούνταν πλέον η μαγεία, αλλά μόνο οι συνέπειές της, εφόσον αυτές θα ήταν κακές. Έτσι, ένας άνθρωπος, που θα κατηγορούνταν για άσκηση μαγείας, της οποίας τα αποτελέσματα δε θα έβλαπταν κανέναν, δεν θα τιμωρούνταν. Από τότε, οι περιπτώσεις της δαιμονομανίας άρχισαν να σπανίζουν. Ελάχιστες εκδηλώθηκαν τον 17ο αιώνα.
Μα, ποιος θα πίστευε ότι τον 18 αιώνα θα παρουσιαζόταν μια νέα επιδημία δαιμονομανίας; Το 1857, στο γραφικό Morzine της Σαβοΐας, εξήντα τέσσερις θρησκόληπτες γυναίκες της πόλης καταλήφθηκαν από τον Σατανά. Η εκκλησία της ενορίας τους μετατράπηκε σε θέατρο φρίκης και παραλόγου, όπου τρομερές σκηνές εκτυλίχθηκαν. Όλες αυτές οι δυστυχισμένες υπάρξεις, που πίστευαν ότι είχε φωλιάσει μέσα τους το απόλυτο κακό, ούρλιαζαν και σέρνονταν στο έδαφος. Τότε, κατέφτασαν ειδικοί ιατροί, οι οποίοι τις απομόνωσαν σε φρενοκομεία, αφού πέρασαν πρώτα από το απαραίτητο μπάνιο, προς κάθαρση του σώματος. Μετά από κάμποσο καιρό, τις έστειλαν πίσω στα σπίτια τους παντελώς ήσυχες και ήρεμες.
Ακόμα και το 1926, στη Γαλλία λιθοβολήθηκε ένας ιερέας, με την κατηγορία ότι τοποθετούσε τον Διάβολο στην κοιλιά των ενοριτών του.
Άλλωστε, σύμφωνα με τον λαμπρό διανοούμενο Benjamin Constant, «η δεισιδαιμονία έχει τις ρίζες της στην καρδιά του ανθρώπου, γι’ αυτό και είναι δύσκολο να ξεριζωθεί».
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΜΠΟΥΚΕΤΟ», στις 21/02/1926…