Ο Λέων Α΄ (401 - 18 Ιανουαρίου 474) ήταν Βυζαντινός αυτοκράτορας από το 457 έως το 474. Λόγω της καταγωγής του από τη Θράκη[1] ήταν γνωστός και ως Λέων Α' ὁ Θρᾷξ. Κυβερνώντας τη Βυζαντινή αυτοκρατορία για σχεδόν 20 χρόνια, αποδείχθηκε ικανός κυβερνήτης.
Η ενθρόνιση
Μετά τον θάνατο του Μαρκιανού ο θρόνος του Βυζαντίου έμεινε κενός, διότι ο αποθανών αυτοκράτορας δεν είχε ορίσει διάδοχό του. Ο παντοδύναμος αρχηγός του Βυζαντινού μισθοφορικού στρατού, ο Aλανός Άσπαρ, μη μπορώντας ο ίδιος να γίνει αυτοκράτορας επειδή ήταν «βάρβαρος» και είχε ασπασθεί τον Αρειανισμό, ανέβασε στον θρόνο τον Λέοντα, ο οποίος ήταν έμπιστος χιλίαρχός του, καταγόταν από την Θράκη και ήταν Ορθόδοξος.
Έλπιζε έτσι, ότι έχοντάς τον υποχείριο, θα κυβερνούσε στην ουσία ο ίδιος. Η στέψη του Λέοντα Α΄ έγινε από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ανατόλιο το 457. Ήταν άνθρωπος συνετός και δραστήριος και για τον λόγο αυτό δεν μπόρεσε να ανεχθεί την επιβολή των απόψεων του Άσπαρ.
Η συγκρότηση του στρατού και ο πόλεμος με τους Βάνδαλους
Θέλοντας να εξασφαλιστεί απέναντι στην παντοδυναμία των μισθοφόρων, αποφάσισε να οργανώσει στρατό από αυτόχθονες δυνάμεις. Έτσι ο Λέων στράφηκε προς τους Ίσαυρους, φυλή που ζούσε στην ορεινή περιοχή του Ταύρου της Μικράς Ασίας, οι οποίοι ήταν φιλοπόλεμοι και σκληροτράχηλοι.
Προσέλαβε τον Τρασκαλισαίο, που μετονόμασε σε Ζήνωνα και του ανέθεσε την συγκρότηση στρατιωτικής μοίρας από ομογενείς του, τιμώντας τον με το αξίωμα του Πατρικίου και δίνοντάς του για σύζυγο τη θυγατέρα του Αριάδνη το 459. Η πρώτη αυτή απόπειρα δημιουργίας ιθαγενούς στρατεύματος, με την πάροδο του χρόνου οδήγησε στη δημιουργία αξιόλογου εθνικού στρατού και συνετέλεσε στο να μην καταλυθεί το ανατολικό κράτος, όπως συνέβη στο δυτικό, από τις βαρβαρικές φυλές που είχαν διεισδύσει και τελικά επικρατήσει μέσα σε αυτό.
Εν τω μεταξύ οι Βάνδαλοι, ορμώμενοι από την Αφρική, έκαμαν επιδρομές στα παράλια της Ιταλίας και της Ελλάδας υπό την αρχηγία του βασιλιά τους Γιζέριχου, με αποκορύφωμα την επιδρομή τους κατά της Ζακύνθου, όπου συνέλαβαν πεντακόσιους από τους κατοίκους της, τους οποίους κατάσφαξαν και στην συνέχεια πέταξαν τα σώματά τους στην Αδριατική.
Έτσι το 463 ο Λέων εξαπέστειλε εναντίον τους στρατό που κατέλαβε την Τρίπολη και άλλες Αφρικανικές πόλεις, εξαναγκάζοντας τον Γιζέριχο να υπογράψει ειρήνη. Επειδή όμως οι Βάνδαλοι επανέλαβαν τις επιδρομές τους, ο Λέων αποφάσισε να διαλύσει το κράτος τους, στέλνοντας το 468 εκατό χιλιάδες στρατιώτες με στόλο από 1.113 πλοία υπό την αρχηγία του Βασιλίσκου, αδελφού της αυτοκράτειρας Βηρίνας και με σύμβουλό του τον Άσπαρ. Η εκστρατεία αυτή απέτυχε οικτρά λόγω της ατολμίας του Βασιλίσκου και της ύποπτης στάσης του Άσπαρ.
Η πρωτεύουσα άρχισε φανερά να δείχνει τη δυσαρέσκειά της εναντίον του Άσπαρ, της οικογενείας του και της επιρροής των βαρβάρων στο στρατό. Δυο γεγονότα χειροτέρευσαν τις σχέσεις μεταξύ των Γότθων και του λαού της πρωτεύουσας.
Η θαλασσινή εκστρατεία στη Β. Αφρική, που έκανε, ξοδεύοντας πολλά χρήματα, ο Λέων κατά των Βανδάλων, απέτυχε τελείως. Ο λαός κατηγόρησε τον Άσπαρ ως προδότη γιατί είχε αντιταχθεί, όπως ήταν φυσικό, στην εκστρατεία αυτή, η οποία είχε σκοπό να χτυπήσει τους Βανδάλους, δηλαδή τους Γερμανούς.
Ο Άσπαρ πέτυχε επίσης να δοθεί στο γιο του ο ανώτατος τίτλος του Καίσαρα. Αλλά ο αυτοκράτορας αποφάσισε να απαλλαγεί από τη δύναμη των Γερμανών και, με τη βοήθεια μερικών φιλοπόλεμων Ισαύρων, σκότωσε τον Άσπαρ και μέρος της οικογενείας του, δίνοντας έτσι ένα τελικό χτύπημα στην επιρροή που εξασκούσαν οι Γερμανοί στην αυλή της Κωνσταντινούπολης.
Για τους φόνους που έκανε ο Λέων Α' ονομάστηκε από τους σύγχρονούς του «χασάπης» (Makelles), αν κι ο ιστορικός F.I. Ouspensky πιστεύει ότι το γεγονός αυτό και μόνο μπορεί να αιτιολογήσει τον τίτλο «Μέγας» - που μερικές φορές δίνεται στον Λέοντα - εφόσον η πράξη του αυτή υπήρξε ένα σημαντικό βήμα για την εθνικοποίηση του στρατού και την ελάττωση της επιρροής του στρατού των βαρβάρων.
Το τέλος και η διαδοχή
Ο Λέων πέθανε στις 18 Ιανουαρίου 474, αφού προηγουμένως όρισε για διάδοχό του τον εγγονό του Λέοντα Β΄.