Η ιστορία μιλά συχνά για τις μεγάλες αυτοκρατορίες και για τους αρχηγούς που συνέβαλαν καθοριστικά στην επέκταση και στο μεγαλείο τους. Η Αθηναϊκή Συμμαχία, η Αυτοκρατορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η Ρωμαϊκή, η Βυζαντινή, η Βρετανική στα νεότερα χρόνια. Κι όμως μια τεράστια αυτοκρατορία, μεγαλύτερη από όλες τις άλλες, παραμένει στα μετόπισθεν της ιστορίας.
Πρόκειται για το αχανές κράτος που προέκυψε από την επέκταση των Μογγόλων τον καιρό της δυναστείας των Χαν, ο πιο γνωστός από τους οποίους ήταν ο Τζένγκις Χαν. Το 1100 και το 1200 το κράτος των Μογγόλων έφτανε από τα παράλια της Κίνας στη Σινική Θάλασσα, ως την Περσία στον Νότο και τη Βιέννη στην κεντρική Ευρώπη.
Απίστευτης έκτασης κράτος αν σκεφτεί κανείς ότι ο νομαδικός αυτός λαός το κατέκτησε καβάλα στα μικροσκοπικά άλογα της στέπας και κουβαλώντας τις σκηνές και τα κοπάδια του. Οι Μογγόλοι ήταν βοσκοί ναι νομάδες, χωρίς κανέναν απολύτως πολιτισμό, σάρωσαν όμως όλους τους μεγάλους πολιτισμούς που βρήκαν μπροστά τους.
Ο φοβερός αυτός λαός κατέκτησε ολόκληρο σχεδόν τον κόσμο, όσο είχε ισχυρούς αρχηγούς Ήταν ντυμένοι με δέρματα και χοντρά ρούχα και ποτέ δεν διανοήθηκαν να μείνουν σε χτισμένα σπίτια, αλλά έστηναν τις σκηνές τους έξω από τα μεγαλοπρεπή παλάτια που κατακτούσαν.
Ήταν διάσημοι τόσο για τις κραιπάλες τους όσο και για την εγκράτειά τους. Όταν γλεντούσαν έτρωγαν για μέρες και μεθούσαν άγρια, πίνοντας μεγάλες ποσότητες από ξινισμένο γάλα, ενώ ακολουθούσαν αυτό που έκαναν αργότερα οι Ρωμαίοι: όταν χόρταιναν έκαναν εμετό για να αδειάσει το στομάχι τους και να το ξαναγεμίσουν… Όταν όμως πολεμούσαν, έκαναν και εκατό χιλιόμετρα την ημέρα πάνω στα άλογά τους χωρίς να σταματήσουν και χωρίς να φάνε. Ο Τζένγκις Χαν, προσπαθώντας να τους ελέγξει, τους επέβαλε έναν κώδικα, τον «Γιάσσα», που σημαίνει «προστασία» και με τον οποίο οι άναρχες ορδές απέκτησαν κάποια τάξη. Οι νόμοι του «Γιάσσα» Ο Τζένγκις Χαν, προσπαθώντας να τους ελέγξει, τους επέβαλε έναν κώδικα, τον «Γιάσσα», που σημαίνει «προστασία»
Ο «Γιάσσα» ήταν σειρά κανόνων που απέκτησαν την ισχύ νόμων. Η κλοπή χωριζόταν σε δύο κατηγορίες: τη μικρή και τη μεγάλη. Η μικρή τιμωρούταν με μαστίγωμα, η μεγάλη με θάνατο. Σε θάνατο επίσης καταδικαζόταν όποιος προκαλούσε φασαρία και αναστάτωση σε καιρό πολέμου. Επειδή οι άνδρες πολεμούσαν συνεχώς και έλειπαν για μεγάλα χρονικά διαστήματα, η μοιχεία είχε οριστεί ως θανάσιμο αδίκημα. Ο προσβληθείς σύζυγος είχε δικαίωμα να σκοτώσει και την άπιστη γυναίκα και τον εραστή της.
Για να περιορίσει τα μεθύσια των Μογγόλων, ο Τζένγκις Χαν έβαλε μέσα στον «Γιάσσα» μία διάταξη σύμφωνα με την οποία οι άνδρες επιτρεπόταν να μεθύσουν μέχρι τρεις φορές το μήνα. Για περισσότερες φορές υπήρχε τιμωρία. Τώρα, πώς ακριβώς μετρούσαν οι Αρχές τα μεθύσια των υπηκόων τους για να τιμωρήσουν τους ανυπάκουους είναι απορίας άξιον. Ο «Γιάσσα»είχε κι άλλες περίεργες διατάξεις. Για παράδειγμα, απαγόρευε στους Μογγόλους να κάνουν μπάνιο εν ώρα καταιγίδας.
Κανένας ιστορικός δεν κατάλαβε ποτέ αυτή τη διάταξη, αφού ήταν γνωστό σε όλο τον κόσμο τότε ότι οι Μογγόλοι και οι Τάταροι δεν πλένονταν ποτέ στη ζωή τους. Μισούσαν το μπάνιο και κάθε είδους καθαριότητα. Φορούσαν τα ρούχα τους από δέρμα ή τρίχες προβάτου και αλεπούς και τα πετούσαν από πάνω τους μετά από χρόνια, όταν σχίζονταν, χωρίς να τα πλύνουν ποτέ.
Έτρωγαν το κρέας τους – κατσίκας, αλόγου, καμήλας ή σκύλου- κι έπειτα σκούπιζαν τα βρόμικα χέρια τους πάνω στα λιγδιασμένα ρούχα τους. Η μπόχα και η απλυσιά θεωρούντο τιμή και καμάρι για τους πολεμιστές, οπότε είναι πιθανό ο Τζένγκις Χαν να θέλησε να αποτρέψει κάποιον ιδιόρρυθμο ή λεπτεπίλεπτο Μογγόλο που θα χρησιμοποιούσε τη βροχή ως πρόσχημα να πλυθεί. Οι Μογγόλοι και οι Τάταροι δεν πλένονταν ποτέ στη ζωή τους.
Βασική τους τροφή ήταν το κρέας, καθώς οι φυλές που ζούσαν στις στέπες δεν καλλιεργούσαν χωράφια. Σκότωναν άγρια ζώα, όποτε τα έβρισκαν, ξέραιναν τα κομμάτια τους στον ήλιο και τα κουβαλούσαν σε σακίδια από δέρμα, φορτωμένα πάνω στα άλογα. Όποτε ήθελαν να φάνε, έπαιρναν ένα ξερό κομμάτι κρέας, το τοποθετούσαν ανάμεσα στη σέλα και στην πλάτη του αλόγου τους, κι όπως κάλπαζαν, αυτό μαλάκωνε από την τριβή, τη θερμότητα και το ζεστό ιδρώτα του αλόγου και το έτρωγαν χωρίς να το ξεζέψουν. Τη χειρότερη δουλειά την έκαναν τα παιδιά τους
Οι Μογγόλοι εκπαίδευαν τα αγόρια τους από μικρά για τη νομαδική ζωή και τον πόλεμο, αλλά όσο ήταν σε νεαρή ηλικία, είχαν και εξαιρετικά λεπτή αποστολή. Ήταν υπεύθυνα για τα καύσιμα της ομάδας. Τα παιδιά ακολουθούσαν από πίσω τα κοπάδια με τα άλογα και τα πρόβατα και μάζευαν με τα χέρια τους όλα τα κόπρανα των ζώων, μέχρι και το τελευταίο γραμμάριο. Τα έβαζαν σε σακούλια που κρεμούσαν στις πλάτες τους και τα ξέραιναν για να τα χρησιμοποιήσουν ως καύσιμο, αφού στις στέπες τα καυσόξυλα ήταν δυσεύρετα.
Και τα παιδιά τους δηλαδή ήταν μέσα στην καθαριότητα.
Ο φοβερός αυτός λαός, που τον περιέγραψε ανάγλυφα και ο Μάρκο Πόλο, κατέκτησε ολόκληρο σχεδόν τον κόσμο, όσο είχε ισχυρούς αρχηγούς. Μόλις όμως έλειψαν οι ηγετικές προσωπικότητες, εξαφανίστηκε από το προσκήνιο. Η επέκτασή του δεν στηρίχθηκε πάντως σε στοιχεία πολιτισμού, αλλά στη σκληραγωγία και μόνο. Άλλο ένα φοβερό παράδειγμα: Στις μεγάλες στέπες, οι αμμοθύελλες είναι πολύ συνηθισμένες και η άμμος εισχωρεί παντού. Ο «Γιάσσα», προφανώς για να σκληραγωγούνται, τους απαγόρευε να καθαρίζουν το κρέας που έτρωγαν από την άμμο που είχε κολλήσει πάνω του.Έπρεπε να το καταβροχθίσουν έτσι...