Το κεφάλαιο «γυναίκες» στη ζωή του Ανδρέα Παπανδρέου είχε από μόνο του τα χαρακτηριστικά ενός πολύκροτου σίριαλ, με πολλά επεισόδια και σενάριο από αυτά που αποκαλούμε συλλήβδην ευφάνταστο.
Ο βιογράφος του ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ θα μπορούσε και να το αναδείξει ως και την αχίλλειο πτέρνα του, καθώς λόγω αυτής της αδυναμίας του έθεσε σε κίνδυνο ακόμα και την πολιτική σταδιοδρομία του.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 άλλωστε ήταν έτοιμος να τα τινάξει όλα στον αέρα, παίρνοντας διαζύγιο από τη Μαργαρίτα για να παντρευτεί τη Βάσω Παπανδρέου, με την οποία διατηρούσε, ως γνωστόν, εξωσυζυγική σχέση.
Όταν ενημέρωσε για τις προθέσεις τους στενούς συνεργάτες του έγινε ο κακός χαμός – υπήρξαν σκέψεις ακόμα και για απαγωγή της Βάσως Παπανδρέου!
«Ή πρωθυπουργός ή τη Βάσω», του διεμήνυσε ο Μένος Κουτσόγιωργας, λέγοντας του ότι κανείς στην Ελλάδα δεν μπορεί να γίνει αρχηγός κράτους με ένα διαζύγιο στην καμπούρα του. Αν κάποιος μπορούσε να διαψεύσει αυτό το… δίλημμα ήταν μόνο ο Ανδρέας, όπως απέδειξε αργότερα, μέσω της Δήμητρας Λιάνη…
Ο Παπανδρέου είχε το πρότυπο ενός πατέρα που εγκατέλειψε τη μητέρα του Σοφία Μινέικο για τα μάτια της ντίβας του θεάτρου, Κυβέλης. Ίσως να ήταν ένας από τους λόγους που δεν μπορούσε να μείνει σε καμία γυναίκα πιστός. Η αλήθεια είναι πάντως ότι έως ένα σημείο της ζωής του ήταν αυτοκριτικός για αυτή τη συμπεριφορά του, έχοντας καταφύγει μάλιστα και σε ιατρική βοήθεια.
«Ο Ανδρέας είχε επίγνωση της αδυναμίας του στο γυναικείο φύλο. Είχε πάει και σε ψυχίατρο πριν παντρευτούμε για να το συζητήσει», έχει αναφέρει στην αυτοβιογραφία της η Μαργαρίτα Τσαντ. Όπως προσθέτει πάντως, ο συγκεκριμένος ψυχίατρος δεν… βασανίστηκε για να βρει λύση. Όταν ο Ανδρέας του απάντησε αρνητικά στην ερώτηση αν η όλη κατάσταση επηρέαζε με κάποιο τρόπο στην επαγγελματική του καριέρα, του συνέστησε ότι δεν έχρηζε ψυχιατρικής βοήθειας.
Ενδεχομένως η γνώμη του «ειδικού» να ήταν το άλλοθι που χρειαζόταν μέσα του ο Παπανδρέου για να συνδυάσει το ρόλο του πολιτικού καριέρας με αυτόν του γυναικά. Ιδιότητα που προκάλεσε πάντως την έκπληξη της λιγότερη προβεβλημένης από τις τρεις συζύγους του.
Η σχεδόν ξεχασμένη Χριστίνα Ρασσιά έζησε για μια δεκαετία κάτω από την ίδια στέγη με τον μετέπειτα θρύλο της ελληνικής πολιτικής. Ο γάμος τους στις ΗΠΑ διήρκεσε από το 1941 έως το 1951 και διαλύθηκε όταν ο Ανδρέας αποφάσισε να μετατρέψει σε νόμιμη την παράνομη σχέση του με την Αμερικανίδα Μαργαρίτα, την οποία είχε γνωρίσει το 1948.
«Ένα πράγμα που με έκανε τότε να διστάσω να πω τις απόψεις μου για τον Ανδρέα ήταν η φήμη που αποκτούσε στην Ελλάδα σαν Δον Ζουάν, που συνεχώς μεγάλωνε στα χρόνια που ακολούθησαν και που μου φαινόταν εντελώς ξένη προς τον χαρακτήρα του. Σε όλα τα χρόνια που ήμασταν μαζί, δεν είδα σε αυτόν κανένα χαρακτηριστικό εραστή», ανέφερε μεταξύ άλλων στο βιβλίο που εξέδωσε το 1992 η Ρασσιά, με τον τίτλο «10 χρόνια σύζυγος του Ανδρέα Παπανδρέου».
Οι δυο τους γνωρίστηκαν στο Μανχάταν, όπου ο Ανδρέας είχε καταφύγει για σπουδές και «για να ξεφύγει από το καθεστώς Μεταξά που τον είχε για μαρξιστή ταραξία» κι εκείνη διέμενε ως Ελληνίδα της ομογένειας, με καταγωγή από τη Σπάρτη.
Σε όλο το βιβλίο της Ρασσιά, διακρίνει κανείς μια διάχυτη απέχθεια για το γάμο της με τον Παπανδρέου, ένα τραύμα που δεκαετίες μετά το χωρισμό δεν μοιάζει να έχει κλείσει. Περιγράφει τη γνωριμία τους χωρίς ούτε δείγμα ενθουσιασμού και την απόφαση της να ζήσει μαζί του ως μια διέξοδο για να ξεφύγει από το δικό της προσωπικό οικογενειακό δράμα.
Παρατηρεί δε ότι ο γάμος τους τράβηξε ιδιαίτερα τα φώτα της ομογένειας στη Νέα Υόρκη, καθώς μια «φτωχή Ελληνίδα» παντρεύεται τον γιο του Γεώργιου Παπανδρέου.
Οι σελίδες του βιβλίου είναι ως επί το πλείστον δυσφημιστικές για τον Ανδρέα, ο οποίος σε πολλές αναφορές περιγράφεται ως ένας άνθρωπος που σκεφτόταν μόνο τον εαυτό του και τη δημόσια εικόνα του.
«Έπρεπε να δώσω την εντύπωση ανάλαφρης, σοφιστικέ, απελευθερωμένης, έμπειρης γυναίκας και από πίσω μου φερόταν σαν σε Ελληνίδα χωριατοπούλα που το σεντόνι της έπρεπε να εκτεθεί σε κοινή θέα», σημειώνει η Ρασσιά για τον τρόπο που την αντιμετώπιζε.
Σε ότι αφορά την έκπληξη της για τον τίτλο του Δον Ζουάν που απέκτησε στην Ελλάδα, υπογραμμίζει χαρακτηριστικά και με ιδιαίτερη ενόχληση ότι «δεν ήθελε να έχουμε σεξουαλικές επαφές πριν το γάμο»!
«Όταν απαντώ ότι ο γάμος μου μαζί του ήταν σκέτη καταστροφή, δείχνουν να δυσπιστούν. Αν ήταν τόσο απαίσια τα πράγματα, με ρωτούν, τότε γιατί έμεινα μαζί του δέκα ολόκληρα χρόνια; Για τρεις ολόκληρες δεκαετίες έψαχνα μέσα μου να απαντήσω σε αυτή την ερώτηση. Κατά ένα μέρος, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι όταν ο Ανδρέας ήρθε στη ζωή μου βρισκόμουν σε αδιέξοδο και δεν έβλεπα άλλη οδό διαφυγής, εκτός από τον γάμο», αναφέρει μεταξύ άλλων η πρώτη σύζυγος του Ανδρέα, που εμφανίζεται αρκετές φορές στο βιβλίο σαρκαστική για μια ατάκα που της είχε πει εκείνος για να την πείσει να τον παντρευτεί.
Η μοναδική ένσταση της τότε ήταν ότι ήθελε να συνεχίσει τις σπουδές της και να γίνει γιατρός. «Χριστίνα, οι σοσιαλιστές πιστεύουν στην ισότητα των φύλων. Θα μοιραζόμαστε τα πάντα, τη δουλειά μας, ότι έχουμε…».
Τα πρώτα χρόνια περνούν με τον Ανδρέα να δέχεται συχνά επισκέψεις από τους δύο επιστήθιους φίλους του στην Αμερική, τον Ρωμύλο Μακρίδη και τον Πήτερ Σιφναίο. Η Χριστίνα Ρασσιά περιγράφει πόσο την ενοχλεί το γεγονός πως είναι υποχρεωμένη να μαγειρεύει για όλους, αλλά και την έντονη διαμάχη που έχει με τους φίλους του συζύγου της σε διάφορα θέματα.
Όπως μάλιστα εξηγεί, κάποιο από τα βράδια της παραμονής της παρέας στο σπίτι, η ένταση της συζήτησης αναγκάζει την ιδιοκτήτρια του να τους ζητήσει να φύγουν, πράγμα που όντως συμβαίνει.
Η Ρασσιά περιγράφει τη συμπεριφορά της όλο και πιο απόμακρη, ενώ εξηγεί πως έπειτα από κάποιο διάστημα δεν επιθυμεί να συνευρεθεί ερωτικά με τον Παπανδρέου, γεγονός που προκαλεί τριβές στις σχέσεις τους. «Όταν σου ζήτησα να παντρευτούμε, δεν περίμενα ότι θα παντρευόμουν ένα ερείπιο», αναφέρει πως της λέει εκνευρισμένος. Στο σημείο αυτό, παραθέτει ένα ακόμη στοιχείο στην προσπάθειά της να μειώσει τη φήμη του μετέπειτα διάσημου άνδρα της.
«Κάποια στιγμή ανακάλυψε μια γυναίκα που ζούσε απέναντι και είχε τη συνήθεια να γδύνεται με τις κουρτίνες ανοιχτές», σημειώνει και αναφέρει πως ο τότε άνδρας της περνούσε ώρες ατελείωτες στην κουζίνα με την ελπίδα να δει εκείνη τη γυναίκα γυμνή».
Η Ελληνίδα ομογενής, που τελικά ολοκλήρωσε τις σπουδές της και πήρε πτυχίο ψυχιάτρου, αποδίδει μέρος των ψυχολογικών προβλημάτων του Ανδρέα στο γεγονός πώς κοιμόταν ως τα 12 του χρόνια με τη μητέρα του, «όπως μου είχε αποκαλύψει ο ίδιος».
Προσθέτει ότι «ο πραγματικός Ανδρέας είναι ανίκανος να νοιαστεί αληθινά για οποιονδήποτε και κυρίως για τη γυναίκα της ζωής του», ενώ πίσω από τη φήμη του αθεράπευτου γυναικά που απέκτησε στην Ελλάδα, διακρίνει «φόβο για τις γυναίκες και επιλογή μόνο αυτών στις οποίες μπορεί να κυριαρχήσει».
Συμπληρώνει με ιδιαίτερη σκληρότητα -και «φωτογραφίζοντας» τη Μαργαρίτα- ότι «δεν δίνει δεκάρα για το πόσο ταπεινώνει τη γυναίκα του με τις περιπέτειές του. Η γυναίκα του πρέπει να είναι παχύδερμο για να ανέχεται αυτά που της κάνει».
Μπορεί η Ρασσιά να περιγράφει με τα πιο μελανά… συναισθήματα τη σχέση της με τον Ανδρέα, αλλά τα γεγονότα δείχνουν ότι είχε πιθανότατα προσκολληθεί πάνω του. Την πρώτη φορά που της ζήτησε διαζύγιο αρνήθηκε και συντετριμμένη ζήτησε ψυχιατρική βοήθεια.
Ακολούθως, για να σώσει το γάμο της, έφυγε από τη Βοστόνη και πήγε να ζήσει μαζί του στη Μινεάπολη, μολονότι στο ίδιο σπίτι είχε εγκατασταθεί, ερχόμενη από την Ελλάδα, η μητέρα του Σοφία.
Η παρουσία της τελευταίας υπενθύμιζε ωστόσο στη Χριστίνα ότι δεν μπορούσε να τεκνοποιήσει, γεγονός που δημιουργούσε μεγαλύτερη πίεση σε έναν ήδη προβληματικό γάμο. Τρία χρόνια αργότερα μπήκαν επίσημα οι τίτλοι τέλους σε μια ήδη καταδικασμένη σχέση και ο Ανδρέας, σε ηλικία μόλις 32 ετών, θα έβαζε πλώρη για το δεύτερο γάμο του.
Τον οποίο «τίμησε» ως γνωστόν με τέσσερα παιδιά, αλλά και… περιφρόνησε με δεκάδες εξωσυζυγικές σχέσεις, από την Έπη Σκιαδαρέση έως την Σουηδέζα ηθοποιό και παρουσιάστρια Ράγκνα Μπιρκίτα Νίμπλουμ, που του «χάρισε», ως γνωστόν, και ένα 5ο παιδί εκτός γάμου.