Μετά την ανάλυση μιας μοναδικής λατινικής ερμηνείας των ευαγγελίων από το 800 μ.Χ., ο Βρεατνός λόγιος Hugh Houghton, δήλωσε πως κανένας άνθρωπος δεν πρέπει να λαμβάνει τα λόγια της Βίβλου κυριολεκτικά.
Ο δρ. Hugh Houghton του Πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ δήλωσε ότι η Βίβλος και τα γραμμένα σε αυτή δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται κυριολεκτικά, αφού μελέτησε ένα αντίγραφο ενός σχολικού βοηθήματος του τέταρτου αιώνα από τον Αφρο-Ιταλό επίσκοπο Ατίλιο Φορτουνατιανό της Ακυληίας, που αναλύει το θρησκευτικό κείμενο ως μια σειρά αλληγοριών παρά με τη συνήθη κυριολεκτική ερμηνεία.
«Υπήρξε μια υπόθεση ότι είναι μία κυριολεκτική καταγραφή της αλήθειας, πολλοί από τους πρώτους μελετητές ανησυχούσαν πολύ για ασυνέπειες μεταξύ του Ματθαίου και του Λουκά, για παράδειγμα», δήλωσε ο Houghton, σύμφωνα με την Telegraph.
«Αλλά για τους ανθρώπους που δίδαξαν τη Βίβλο τον 4ο αιώνα, δεν είναι το κυριολεκτικό νόημα που είναι σημαντικό, αλλά το πώς διαβάζεται αλληγορικά. Στη σύγχρονη Βιβλική γραφή πολλά ευαγγέλια γράφονται με συμβολισμούς. Δεν έχουν σκοπό να είναι κυριολεκτικά, αλλά συμβολικά».
Είπε ότι το πόρισμα υποστηρίζει τις υποθέσεις ότι πολλοί πρώιμοι βιβλικοί λόγιοι δεν διάβασαν τη Βίβλο ως ιστορία, αλλά ως κώδικα συμβόλων.
Ο καθηγητής του Μπέρμιγχαμ δήλωσε ότι η Βίβλος πρέπει να «κατανοηθεί στο πλαίσιο στο οποίο εργάζονται οι συγγραφείς».
Οι παρατηρήσεις του Houghton είναι ενάντια στο ρεύμα των σύγχρονων ευαγγελικών και φονταμενταλιστών Χριστιανών που ισχυρίζονται ότι η Αγία Γραφή είναι ο κυριολεκτικός λόγος του Θεού. Αυτή η φονταμενταλιστική προσέγγιση είναι υπεύθυνη για τη διάπραξη της πεποίθησης ότι το σύμπαν δημιουργήθηκε σε μόλις επτά ημέρες. Είναι επίσης ο υποκείμενος λόγος για τους σύγχρονους αρχαιολόγους που χρησιμοποιούν τη Βίβλο ως μέσο συγκέντρωσης στοιχείων σχετικά με τη ζωή του Ιησού.
Ο Houghton χαιρέτησε το έγγραφο των 100 σελίδων ως "εξαιρετικό", δεδομένου ότι προηγήθηκε και των σύγχρονων ερμηνειών από διάσημους μελετητές, όπως ο Άγιος Ιερώνυμος, ο Άγιος Αμβρόσιος και ο Άγιος Αυγουστίνος.
Ανακάλυψε το έγγραφο αφού ένας από τους φίλους του το διάβασε σε τοπική εφημερίδα.
Ο Houghton το πήρε αφού το Πανεπιστήμιο του Σάλτσμπουργκ ψηφιοποίησε το έγγραφο, το οποίο είχε παγιδευτεί σε ένα χειρόγραφο στη βιβλιοθήκη της Κολωνίας για 1.500 χρόνια.
Το έγγραφο θεωρείται ότι είναι αντίγραφο από το έτος 800 μ.Χ., γραμμένο 400 χρόνια μετά το πρωτότυπο.