Ο Φλάβιος Βαλέριος Κωνσταντίνος ήταν νόθος γιος του Κωνστάντιου Χλωρού, Καίσαρα του Μαξιμιανού και καινούργιου Αυγούστου του Μεδιολάνου(Μιλάνου). Μητέρα του ήταν η Ελένη κόρη ενός πανδοχέα από την Βιθυνία της Μικράς Ασίας.
Γεννήθηκε κατά πάσα πιθανότητα στις 27 Φεβρουαρίου του 272 μ.Χ., αλλά υπάρχουν και πηγές που αναφέρουν πως αυτό συνέβη το 280 μ.Χ. ή το 285 μ.Χ. Το βέβαιο είναι ότι είδε το πρώτο φως στη Ναϊσό(Νις) της σημερινής Σερβίας. Όλα τα στοιχεία συγκλίνουν πως η καταγωγή του πατρός του ήταν ιλλυρική. Το όνομά του προέρχεται από το λατινικό constantia που σημαίνει αποφασιστικότητα, σταθερότητα, επιμονή.
Η μητέρα του, η οποία συζούσε με τον πατέρα του, απομακρύνθηκε από τον Κωνστάντιο Χλωρό έπειτα από εντολή του Αυτοκράτορα Διοκλητιανού, που έβρισκε την παρουσία της, λόγω της ταπεινής καταγωγής της, αναξιοπρεπή.
Την εποχή εκείνη η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε διαιρεθεί με ευφυή, ωστόσο απλό, τρόπο από τον Διοκλητιανό, σε Δυτική και Ανατολική, όπου κυβερνούσαν δυο Αύγουστοι (ένας στην Ανατολή με έδρα την Νικομήδεια και ένας στη Δύση με έδρα στο Μεδιολάνο). Κάτω από κάθε Αύγουστο τοποθετήθηκε ένας Καίσαρας, ο οποίος θα τον αντικαθιστούσε με το πέρας είκοσι ετών.
Ο Κωνσταντίνος δε μορφώθηκε σπουδαία και ό, τι γνώση έλαβε ήταν μέσω του στρατού, όπου είχε καταταχτεί από νεαρή ηλικία. Ο Αύγουστος της Ανατολής Γαλέριος τον κάλεσε κοντά του για να τον έχει όμηρο σε περίπτωση διαφωνίας με τον πατέρα του Καίσαρα της Δύσης. Ο Κωνσταντίνος πήγε αλλά το έσκασε γρήγορα καθώς δεν ένιωθε ασφαλής. Έφτασε μέχρι την Βρετανία για να συναντήσει τον πατέρα του που πολεμούσε τις ντόπιες φυλές. Εκεί τον βοήθησε σε πολλές μάχες και έδειξε την αξία του. Μόλις πέθανε ο πατέρας του, οι στρατιώτες τον ανακήρυξαν Αύγουστο το 306 μ.Χ. εκτιμώντας τις διοικητικές του ικανότητες. Αυτός απλώς ζήτησε τον τίτλο του Καίσαρα για να έχει τη δυνατότητα να ελέγχει τον στρατό, ο οποίος και θα του παρείχε προστασία. Ο Αύγουστος Γαλέριος, έστω και απρόθυμα, το δέχτηκε.
Στο Μεδιολάνο τον τίτλο του Αυγούστου τον διεκδικούσαν ο Σεβήρος, που ήταν ήδη Καίσαρας και άρα είχε σειρά προτεραιότητας, και ο Μαξέντιος, ο οποίος με την βοήθεια του πατέρα του και πρώην Αυγούστου Μαξιμιανού εξόντωσε τον Σεβήρο. Ωστόσο, ο Αυτοκράτορας της Ανατολής Γαλέριος ονόμασε Αύγουστο της Δύσης τον Λικίνιο. Εν τω μεταξύ και ο Καίσαρας Μαξιμίνος έθεσε υποψηφιότητα για Αύγουστος! Τότε λοιπόν εμφανίζεται και ο Κωνσταντίνος ως διεκδικητής του τίτλου.
Τώρα ξέρω πως κάπου αρχίζετε και μπερδεύεστε! Είπαμε για όλη αυτή τη σύγχυση φταίει ο Διοκλητιανός και το σύστημα διακυβέρνησης που είχε επινοήσει. Αυτός που είχε αποσυρθεί από το αξίωμα μετά τα είκοσι χρόνια σπουδαίας εξουσίας του, από το εξοχικό του ανάκτορο στο Σπαλάτο(Σπλιτ), ασχολούμενος με το χόμπι του την κηπουρική, πληροφορήθηκε πως η τετραρχία είχε γίνει εξαρχία και πως όλοι ήθελαν να γίνουν αυτοκράτορες! Αδιάφορος, όταν του ζητήθηκε να επέμβει για να εξομαλύνει την κατάσταση, απάντησε πως τέτοιες προτάσεις κάνει κάποιος που δεν έχει δει πόσο όμορφα μεγαλώνουν τα λάχανα στον κήπο του! Και δεν κινήθηκε! Δεν ξέρουμε τι σκεφτόταν για την αναρχία που είχε ξεσπάσει, αλλά τουλάχιστον είχε δώσει 20 ακόμα χρόνια ζωής στη γερασμένη αυτοκρατορία.
Για να παραλείψουμε πολλές λεπτομέρειες, στις 27 Οκτωβρίου του 312 μ.Χ. οι δυο πιο ισχυροί διεκδικητές, Κωνσταντίνος και Μαξέντιος, θα συγκρουστούν 20 χιλιόμετρα έξω από τη Ρώμη. Σε τούτη τη μάχη, σύμφωνα με τον εκκλησιαστικό ιστορικό Ευσέβιο, ο Κωνσταντίνος κοίταξε προς τον ουρανό και είδε να εμφανίζεται ένας φλεγόμενος σταυρός με την φράση In hoc signo vinces: «Εν τούτω νίκα»!
Η βάπτιση του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, όπως τη φαντάστηκαν οι μαθητές του Ραφαήλ
Το ίδιο βράδυ μια φωνή στον ύπνο του τον εξόρκισε να χαράξει το σύμβολο του Χριστού στις ασπίδες των λεγεωνάριών του, και το πρωί έδωσε διαταγή να υψωθεί το λάβαρο με τα αρχικά του Ιησού Χριστού. Οι αντίπαλοι είχαν σημαία με σύμβολο τον Ήλιο. Πρώτη φορά λοιπόν στην ιστορία της Ρώμης θα διεξαγόταν ένας θρησκευτικός πόλεμος. Είναι βέβαια αφελές και αστείο να δώσουμε βάση σε αυτά τα “θεϊκά” σημάδια που μας παραδίδει ο εντελώς αναξιόπιστος Ευσέβιος, ωστόσο διαφαίνεται το μέγεθος της πολιτικής οξυδέρκειας του Κωνσταντίνου. Ο Σταυρός νίκησε τον Ήλιο και ο Τίβερης δεν παρέσυρε μόνο τα πτώματα του Μαξεντίου και των στρατιωτών του, αλλά και ό, τι είχε απομείνει από τον αρχαίο κόσμο!
Παρέμειναν τότε μόνο δυο διεκδικητές, ο Λικίνιος και ο Μαξιμίνος. Το 313 στο Μεδιολάνο ο Κωνσταντίνος συναντήθηκε με τον Λικίνιο και αποφάσισαν να διαιρέσουν μεταξύ τους την αυτοκρατορία. Εκεί εκδόθηκε και το περίφημο διάταγμα που κήρυττε την ανεξιθρησκία και απέδιδε στους χριστιανούς τα αγαθά που τους είχαν δημευθεί. Εν τω μεταξύ, ο Μαξιμίνος πέθανε και ο Λικίνιος παντρεύτηκε την αδελφή του Κωνσταντίνου. Φάνηκε πως οι δυο τους θα κυβερνούσαν σε μια ειρηνική διαρχία. Αλίμονο! Τον επόμενο χρόνο βρίσκονταν πάλι σε πόλεμο!
Ο Κωνσταντίνος νίκησε στην Παννονία (Ουγγαρία) ένα τμήμα του στρατού του Λικινίου, ο οποίος ξεκίνησε διωγμό εναντίον των χριστιανών, όχι βέβαια για θρησκευτικούς λόγους, αλλά επειδή οι χριστιανοί ήταν απλώς φανατικά με το μέρος του Κωνσταντίνου. Αυτοί έβλεπαν στο πρόσωπό του τον υπερασπιστή τους, αν και δεν είχε προσηλυτιστεί. Πρώτα στην Αδριανούπολη και έπειτα στο Σκούταρι, οι 130 χιλ. του Κωνσταντίνου νίκησαν τους 160 χιλ. του Λικινίου. Αυτός παραδόθηκε, αλλά εκτελέστηκε ένα χρόνο αργότερα. Το 324, στο όνομα του Χριστού, δημιουργήθηκε πάλι μία αυτοκρατορία, που μόνο το όνομα είχε διατηρήσει από τη Ρώμη!
Viziunea Sfintei Cruci
Το νέο ρωμαϊκό κράτος του Κωνσταντίνου δεν είχε πια τίποτα κοινό με το παλαιό Imperium Romanum εκτός από τις παραδοσιακές αξιώσεις ως μοναδικής υπερδύναμης. Η οικονομική εξαθλίωση είχε τρομαχτικές επιπτώσεις στην Δύση. Αντιθέτως, η Ανατολή άντεξε στην κρίση και προδιέγραψε την «Βυζαντινοποίηση» του ρωμαϊκού κράτους, διότι ούτε είχε σημαντική μείωση πληθυσμού ούτε η κατάπτωση της αστικής και οικονομικής ζωής διέτρεξε σοβαρό κίνδυνο.
Επομένως, ο Κωνσταντίνος, ως σπουδαίος πολιτικός που ήταν, προέβη σε μια ακόμη κίνηση που άλλαξε τον ρου της ιστορίας: το Νοέμβριο του 324 ξεκίνησε την ανοικοδόμηση της αρχαίας ελληνικής αποικίας του Βυζαντίου στον Βόσπορο και την ανύψωσε σε νέα πρωτεύουσα του ρωμαϊκού κράτους. Τα εγκαίνια της νέας πρωτεύουσας έγιναν στις 11 Μαΐου του 330. Την ονόμασε Νέα Ρώμη, αλλά πολύ γρήγορα έγινε απλώς η Πόλη του Κωνσταντίνου και στην καθομιλουμένη μετατράπηκε σε Κωνσταντινούπολη. Για μια χιλιετία υπήρξε η σπουδαιότερη πόλη του κόσμου! Η πολεοδομία της σχεδιάστηκε με πρότυπο την Ρώμη. Την διακόσμησε με μεγαλόπρεπα κτήρια και έργα τέχνης που τα μετέφερε απ’ όλη την αυτοκρατορία. Η πόλη πήρε χριστιανικό χρώμα και το μεγαλύτερο τμήμα της ήταν ελληνόφωνο. Η ίδρυση της πρωτεύουσας και ο εκχριστιανισμός της έδωσαν την ιστορική νίκη στην Ανατολή απέναντι στην Δύση.
Η σύγκληση της οικουμενικής συνόδου της Νίκαιας το 325 έθεσε τα θεμέλια της δογματικής διδασκαλίας και των κανόνων της χριστιανικής εκκλησίας. Ο Κωνσταντίνος προήδρευσε στη σύνοδο και επηρέασε ουσιαστικά τις αποφάσεις. Εκεί καταδικάστηκε και ο αλεξανδρινός Άρειος που δεν δεχόταν την ισότητα Πατρός και Υιού. Διακηρύχθηκε το επίσημο δόγμα του ομοουσίου μεταξύ Πατρός και Υιού που διατυπώθηκε στο «σύμβολο της πίστεως» της συνόδου.
Η περίφημη συνεργασία κράτους – εκκλησίας ξεκινά απ’ αυτή τη σύνοδο και απέφερε μεγάλα οφέλη και στις δυο πλευρές. Ο χριστιανισμός εξασφάλισε ισχυρή πνευματική ενότητα στο ρωμαϊκό κράτος, ενώ η εκκλησία αποκόμισε πλούσια υλική ενίσχυση και υποστήριξη στον αγώνα εναντίον των εχθρών της, αλλά κατέληξε κάτω από την κηδεμονία του κράτους. Οι δογματικές έριδες όμως έπαψαν να είναι υπόθεση μόνο της εκκλησίας. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος δεν ήταν μόνο ο ανώτατος διοικητής του στρατού, ο ανώτατος δικαστής και μοναδικός νομοθέτης, αλλά και ο προστάτης της εκκλησίας και της ορθής πίστης. Ήταν ο εκλεκτός του Θεού, η ζωντανή εικόνα του χριστιανικού κράτους που του εμπιστεύτηκε ο Θεός.
Στον διοικητικό τομέα διαίρεσε την αχανή αυτοκρατορία σε επαρχότητες (praefecturae). Κάθε επαρχότητα περιλάμβανε περισσότερες διοικήσεις και κάθε διοίκηση περισσότερες επαρχίες. Έτσι διαμόρφωσε ένα συγκεντρωτικό και ιεραρχικά οργανωμένο διοικητικό σύστημα. Οι δυο ανώτατοι αξιωματούχοι ήταν ο έπαρχος των πραιτωρίων της Ανατολής(έδρα Κωνσταντινούπολη) και της Ιταλίας(έδρα Ρώμη). Χαρακτηριστικός ήταν ο διαχωρισμός της στρατιωτικής από την πολιτική εξουσία. Την πολιτική διοίκηση της επαρχίας ασκούσε ο διοικητής της, ενώ την στρατιωτική ο δουξ(dux).
Η Ρώμη και η Κωνσταντινούπολη εξαιρέθηκαν από την αρμοδιότητα των επάρχων των πραιτωρίων. Υπάγονταν σε ανεξάρτητους «επάρχους της πόλεως»(praefectus urbi). Επίσης σημαντικός αξιωματούχος έγινε ο magister officiorum, κάτι σαν πρωθυπουργός και σ’ αυτόν υπάγονταν ολόκληρη η διοίκηση της αυτοκρατορίας. Επίσης, είχε την ευθύνη της προσωπικής ασφάλειας του αυτοκράτορα και επέβλεπε την τελετουργική ζωή της αυλής. Όσο για την σύγκλητο, αν και σκιά της παλαιάς ρωμαϊκής συγκλήτου, συνέπραττε απλώς συμβουλευτικά στη νομοθεσία, όπου πάντα δέσποζε η γνώμη και η θέληση του αυτοκράτορα.
Επιπλέον, ο Κωνσταντίνος εισήγαγε και νέο σταθερό νομισματικό σύστημα με βάση το χρυσό(solidus) με καθαρό βάρος 4,48 γραμμάρια. Ο solidus του Κωνσταντίνου(το γνωστό υπέρπυρον) έγινε η βάση του βυζαντινού νομισματικού συστήματος για χίλια χρόνια και το κατεξοχήν νόμισμα του διεθνούς εμπορίου.
Constantine burning Arian books
Όσον αφορά το στρατό, την αρχηγία την ανέθεσε στον magister militum που σε κάθε αυτοκρατορική πρωτεύουσα είχε τον διπλό τίτλο του magister peditum(πεζικό) και magister equitum(ιππικό). Στο ανατολικό τμήμα του κράτους διορίστηκαν τρεις ακόμα στρατιωτικοί διοικητές με τοπική εξουσία οι magister militum per Orientem, per Thracias και per Illyricum. Έτσι, υπήρχαν πέντε ανώτατοι διοικητές με διαχωρισμένες αρμοδιότητες και υπάγονταν απ’ ευθείας στον αυτοκράτορα.
Ο ισχυρός και ευκίνητος στρατός, που αποτελούσε εφεδρεία για την αντιμετώπιση εχθρικών εισβολών και στυλοβάτη της αυτοκρατορικής εξουσίας, ονομάστηκε exercitus comitatensis και ιδρύθηκε από τον Διοκλητιανό και επαυξήθηκε από τον Κωνσταντίνο. Εκτός τους comitatenses, ιδρύεται και ο μεθοριακός στρατός των limitanei που υπερασπίζονταν τα σύνορα. Σταθμευμένοι στα ακριτικά οχυρά, αποκτούσαν ως αμοιβή αγροτικά τεμάχια και συντηρούνταν από τα έσοδά τους. Ωστόσο, μεγάλο ποσοστό του στρατού απαρτίζεται από “βαρβάρους”, ιδιαίτερα Γερμανούς, οι οποίοι θα ανελιχθούν και στις τάξεις των αξιωματικών.
Τώρα σχετικά με τον ίδιο τον Κωνσταντίνο, θα τον χαρακτηρίζαμε ως μια παράξενη και περίπλοκη προσωπικότητα που ενώ έκανε επίδειξη χριστιανικού ζήλου, στις οικογενειακές του υποθέσεις δεν φάνηκε υπάκουος με τα χριστιανικά διδάγματα. Αφού έστειλε την μητέρα του Ελένη στην Ιερουσαλήμ να γκρεμίσει το ναό της Αφροδίτης που ήταν χτισμένος πάνω από τον τάφο του Μεσσία και σύμφωνα με τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς βρήκε και τον Τίμιο Σταυρό, αμέσως μετά προέβη σε ειδεχθή εγκλήματα.
Είχε παντρευτεί δυο φορές. Την πρώτη φορά την Μινερβίνα, η οποία του έδωσε έναν γιο, τον Κρίσπο, λαμπρό αξιωματικό και τη δεύτερη φορά την Φαύστα, κόρη του Μαξιμιανού, η οποία του χάρισε τρεις γιους και τρεις κόρες. Η Φαύστα για να αποκλείσει τον Κρίσπο από την διαδοχή, τον κατηγόρησε πως θέλησε να τη διαφθείρει(κοινώς να τη βιάσει). Η Ελένη, που είχε αδυναμία στον εγγονό της Κρίσπο, διηγήθηκε στον Κωνσταντίνο πως η Φαύστα προσπάθησε να τον διαφθείρει. Για να μη πέσει έξω ο αυτοκράτορας, αποκεφάλισε τον πρωτότοκο γιο του και τη σύζυγό του!
Λίγο αργότερα, αποκεφάλισε και τον εγγονό του Λικινιανό, γιο της κόρης του Κωνσταντίας και του Λικινίου(αυτόν τον είχε αποκεφαλίσει παλαιότερα όπως είδαμε και ας είχε παραδοθεί), με την κατηγορία της συνωμοσίας. Βέβαια τίποτα απ’ όλες αυτές τις πράξεις δεν θα βρούμε στους πανηγυρικούς ύμνους του βίου του των εκκλησιαστικών συγγραφέων. Σίγουρα, ο Κωνσταντίνος δεν ήταν ο άγιος που περιγράφεται. Ήταν άνθρωπος με πάθη και σφάλματα. Ήταν όμως ένας σπουδαίος στρατηγός, ένας επιδέξιος κυβερνήτης και ένας μεγάλος πολιτικός με μακροπρόθεσμους στόχους.
Το Πάσχα του 337, την τριακοστή επέτειο της ανόδου του στον θρόνο, αντιλαμβανόμενος πως βρίσκεται στα τελευταία του, κάλεσε έναν ιερέα, μετάλαβε, έβγαλε το πορφυρό ένδυμα του αυτοκράτορα, φόρεσε το λευκό των βαπτιζομένων και περίμενε τον θάνατο.
Μπροστά στο δικαστήριο των ανθρώπων, οι υπηρεσίες που πρόσφερε στον χριστιανικό κόσμο ήταν αρκετές για να τον απαλλάξουν από τα εγκλήματα με τα οποία σπιλώθηκε. Για το δικαστήριο του Θεού που τόσο πιστά εξυπηρέτησε, δεν μπορούμε να ξέρουμε. Υποθέτω πως θα του φαινόταν τουλάχιστον περίεργο, αν μάθαινε πως χρόνια μετά θα ανακηρυσσόταν άγιος της εκκλησίας. Αυτό που σίγουρα επιθυμούσε ήταν να θεωρηθεί μεγάλος αυτοκράτορας και μάλλον το κατάφερε. Ακόμα πιο περίεργο και οξύμωρο θα θεωρούσε και τον μετέπειτα εξελληνισμό του, αυτός ο άνθρωπος που και ελληνικά δεν γνώριζε και κυνήγησε με μένος οτιδήποτε προερχόταν από τον ελληνικό πολιτισμό. Ίσως να χαμογελούσε αυτάρεσκα, και με το δίκιο του, με τα τρομερά του επιτεύγματα που τον κατατάσσουν σε έναν από τους πιο επιδραστικούς κυβερνήτες στην παγκόσμια ιστορία.
Bătălia de la Podul Milvius, între Constantin și Maxențiu
ΠΗΓΗ: