Ο Ιταλός Giuseppe Tartini ήταν ένας από τους σπουδαιότερους συνθέτες της Μπαρόκ μουσικής, αλλά και αριστοτέχνης βιολονίστας.
Μάλιστα, ήταν ο πρώτος γνωστός ιδιοκτήτης ενός υπέροχου βιολιού, κατασκευασμένο το 1715 από τον περίφημο Antonio Stradivari. Ο Tartini, ανάμεσα στα άλλα, είχε ιδρύσει μια σπουδαία σχολή βιολιού στην Padua, στην οποία είχαν φοιτήσει ονομαστοί καλλιτέχνες από όλη την Ευρώπη.
Μεταξύ των συμφωνιών που συνέθεσε ο μεγαλοφυής μουσικός, ξεχωριστή θέση κατέχει – και θα κατέχει στους αιώνες – η ανυπέρβλητη «Σονάτα του Διαβόλου», ένα αληθινό αριστούργημα μεγάλης δυσκολίας και μαεστρικής δεξιοτεχνίας, αλλά και ανείπωτου λυρισμού. Η σονάτα αυτή αποτελεί απαράμιλλη πρόκληση για τους βιρτουόζους του είδους, αλλά και καταλυτική απόλαυση για τους λάτρεις της κλασσικής μουσικής.
Η «Σονάτα του Διαβόλου» είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με έναν μύθο, σύμφωνα με τον οποίο οφείλει τη δημιουργία της σε εντελώς παράδοξες συνθήκες.
Τον καιρό, λοιπόν, που ο Giuseppe Tartini βρισκόταν σ’ ένα μοναστήρι, είδε μια νύχτα να λάμπουν φωταψίες κόκκινες και πράσινες μέσα στο ταπεινό κελί του. Συγχρόνως, σκορπίστηκε παντού μια αποπνικτική μυρωδιά από θειάφι κι ένας δυνατός κρότος ακούστηκε από το κάτω μέρος του κρεβατιού.
Ξάφνου, παρουσιάστηκε εμπρός του ο ίδιος ο Σατανάς, μαλλιαρός, κακάσχημος, απαίσιος, με κέρατα στο κεφάλι και με τα πόδια στυλωμένα πάνω στην κλίνη του μουσικού. Ο δυστυχής Tartini είχε μείνει σαστισμένος από τον τρόμο και την έκπληξη. Δεν τολμούσε ούτε να κουνηθεί κι ούτε να βγάλει μιλιά από το στόμα του.
Τότε, ο Άρχοντας του Σκότους τού χαμογέλασε και αρπάζοντας το βιολί του Giuseppe, έκανε να ξεχυθούν από τις χορδές του μερικές αλλόκοτες συνθέσεις.
«Κοιτάξτε, Δάσκαλε και δείτε αν επωφελήθηκα από τα μαθήματά σας ή όχι», είπε ο Διάβολος στον μουσικοσυνθέτη. Κι ο Διάβολος, δίχως να χάσει καιρό, άρχισε να παίζει αλάνθαστα κάποιες συνθέσεις του Tartini, που ο ίδιος ο μουσουργός αγαπούσε περισσότερο από τις άλλες του.
Ο Tartini, ο οποίος ανέκτησε εν τω μεταξύ το θάρρος του, άκουγε τον Σατανά, με μεγάλη προσοχή, ιδιαιτέρως γοητευμένος. Ποτέ άλλοτε δεν του είχαν φανεί τόσο ωραία τα έργα του και ούτε κι αυτός είχε κατορθώσει ποτέ να τα εκτελέσει με τέτοια θαυμαστή ακρίβεια.
Μόλις σταμάτησε να παίζει ο Σατανάς, ο Giuseppe Tartini τού φώναξε ενθουσιασμένος: «Μπράβο, Εωσφόρε! Μάθε ότι με έκανες και υπερήφανο, αλλά και φθονερό. Υπερήφανο για τα έργα μου και φθονερό για την υπεροχή σου. Μου κόλλησες, δηλαδή, δυο αμαρτήματα, που οδηγούν κατευθείαν στο βασίλειό σου! Θα ήσουν σωστός διάβολος, αν δεχόσουν αυτή τη στιγμή να μου παίξεις κι έναν σκοπό δικής σου σύνθεσης. Στοιχηματίζω ότι με ευχαρίστηση θα πήγαινε κάποιος στην κόλαση, φτάνει να σας άκουγε έστω και λίγο!»
«Σε εσάς, δεν μπορώ να αρνηθώ τίποτε, Δάσκαλε», αποκρίθηκε ο Διάβολος.
Έτσι, άρχισε να παίζει μια θλιβερή μελωδία με μελαγχολικές τρίλλιες, μια μελωδία στην οποία συνενώνονταν σ’ ένα θεσπέσιο σύνολο, αλλόκοτες εκφράσεις παραπόνων, ερώτων και απελπισίας. Οι χορδές γελούσαν, έκλαιγαν, ικέτευαν, αγαπούσαν και βασανίζονταν.
Ακούγοντας αυτήν την πρωτάκουστη ωδή, εκτελεσμένη με δαιμόνιο, πράγματι, οίστρο, ο Tartini σηκώθηκε από τη θέση του με το στόμα ορθάνοιχτο και το βλέμμα φλογισμένο, εκστατικό, αλλοπαρμένο. Κι ενώ έσβηναν οι τελευταίες μελωδίες, όρμησε προς το μέρος του Σατανά. Μα, μια μυρωδιά από θειάφι, ισχυρότερη ακόμα από πριν, τον έπνιξε. Το φως σβήστηκε κι ο Διάβολος εχάθη.
Ο Giuseppe Tartini απόμεινε μονάχος στο κελί του μοναστηριού, αποσβολωμένος, έχοντας μπροστά του το βιολί του, ενώ η θαυμάσια εκείνη μελωδία αντηχούσε ακόμα στα συνεπαρμένα του αυτιά. Άρπαξε με βιάση το όργανο και προσπάθησε να αναπαράγει ό,τι θυμόταν από τη διαβολική μελωδία.
Η αυγή τον βρήκε ολόψυχα αφοσιωμένο στο έργο του. Την επόμενη ημέρα έπαιξε τη «Σονάτα του Διαβόλου» ενώπιον των κατάπληκτων μαθητών του κι επειδή ακούγονταν από παντού κραυγές ενθουσιασμού, ο μουσικοσυνθέτης τούς είπε βροντερά:
«Τι θα λέγατε, αν ακούγατε αυτή τη σονάτα να την παίζει ο δημιουργός της, δηλαδή ο Σατανάς; Από αυτόν την άκουσα κι εγώ, μα δυστυχώς ποτέ μου δε θα μπορέσω να την αποδώσω όπως εκείνος…»
Άραγε, πώς γίνεται μια «Σονάτα του Διαβόλου» να περιέχει τόσο θεϊκή μουσική;
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΜΠΟΥΚΕΤΟ», στις 16/05/1929…