Στο greek-observatory και τις Ειδήσεις Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας

Εμείς και οι συνεργάτες μας αποθηκεύουμε ή/και έχουμε πρόσβαση σε πληροφορίες σε μια συσκευή, όπως cookies και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως μοναδικά αναγνωριστικά και τυπικές πληροφορίες που αποστέλλονται από μια συσκευή για εξατομικευμένες διαφημίσεις και περιεχόμενο, μέτρηση διαφημίσεων και περιεχομένου, καθώς και απόψεις του κοινού για την ανάπτυξη και βελτίωση προϊόντων.

Με την άδειά σας, εμείς και οι συνεργάτες μας ενδέχεται να χρησιμοποιήσουμε ακριβή δεδομένα γεωγραφικής τοποθεσίας και ταυτοποίησης μέσω σάρωσης συσκευών. Μπορείτε να κάνετε κλικ για να συναινέσετε στην επεξεργασία από εμάς και τους συνεργάτες μας όπως περιγράφεται παραπάνω. Εναλλακτικά, μπορείτε να αποκτήσετε πρόσβαση σε πιο λεπτομερείς πληροφορίες και να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας πριν συναινέσετε ή να αρνηθείτε να συναινέσετε. Λάβετε υπόψη ότι κάποια επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων ενδέχεται να μην απαιτεί τη συγκατάθεσή σας, αλλά έχετε το δικαίωμα να αρνηθείτε αυτήν την επεξεργασία. Οι προτιμήσεις σας θα ισχύουν μόνο για αυτόν τον ιστότοπο. Μπορείτε πάντα να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας επιστρέφοντας σε αυτόν τον ιστότοπο ή επισκεπτόμενοι την πολιτική απορρήτου μας.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας.Δες περισσότερα εδώ.
ΙΣΤΟΡΙΑ

Η συναρπαστική ζωή του ζωγράφου Ν. Εγγονόπουλου - Πολέμησε στην πρώτη γραμμή και δραπέτευσε από τoυς Γερμανούς

«Πρέπει να ζεις όπως σκέφτεσαι γιατί αν ζήσεις με άλλον τρόπο θα καταλήξεις να σκέφτεσαι όπως ζεις», έλεγε ο ποιητής Νίκος Εγγονόπουλος, ένας από τους σημαντικότερους πνευματικούς ανθρώπους του τόπου. Ήταν ο πρώτος υπερρεαλιστής έλληνας ζωγράφος και σπουδαίος ποιητής.

Γεννήθηκε στις 21 Οκτωβρίου 1907 στην Αθήνα. Ο πατέρας του ήταν από το Φανάρι και η μητέρα του από την Ύδρα. Το 1914 ταξίδεψε με τους γονείς του στην Κωνσταντινούπολη, αλλά δεν μπόρεσαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα, καθώς κηρύχτηκε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Η οικογένεια αναγκάστηκε να εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη και ο Εγγονόπουλος πήγε σχολείο στο Παρίσι.

Σε ηλικία 27 ετών επέστρεψε στην Ελλάδα και γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών. Δάσκαλος του ήταν ο Κωνσταντίνος Παρθένης, τον οποίο είχε χαρακτηρίσει ως «μεγάλο ζωγράφο, μεγάλο άνθρωπο, μεγάλο δάσκαλο». Εργάστηκε ως μεταφραστής σε τράπεζα και ως γραφέας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, μελετώντας παράλληλα την ελληνική γλώσσα στο πλευρό του Μένου Φιλήντα. Το πρώτο του ποίημα δημοσιεύτηκε το 1938 με τίτλο: «Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν».

Όταν ξέσπασε ο ελληνο-ιταλικός πόλεμος, πολέμησε στην πρώτη γραμμή. Εκεί τον βρήκε και η γερμανική εισβολή. Μετά από μια σκληρή μάχη στο Όστροβο συνελήφθη από τους Γερμανούς και κλείστηκε σε στρατόπεδο εργασίας.

Ωστόσο, κατάφερε να δραπετεύσει και να επιστρέψει με τα πόδια στην Αθήνα. Στα χρόνια της κατοχής έγραψε το κορυφαίο ποίημα της καριέρας του με τίτλο «Μπολιβάρ». «Σαν μιλάς, φοβεροί σεισμοί ρημάζουνε το παν, «Από τις επιβλητικές ερημιές της Παταγονίας μέχρι τα πολύχρωμα νησιά, Ηφαίστεια ξεπετιούνται στο Περού και ξερνάνε στα ουράνια την οργή τους, Σείουνται τα χώματα παντού και τρίζουν τα εικονίσματα στην Καστοριά, Τη σιωπηλή πόλη κοντά στη λίμνη. Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας.»

Παντρεύτηκε πρώτη φορά το 1950 με την Νέλλη Ανδρικοπούλου, ενώ ήταν καθηγητής στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Σύμφωνα με τη πρώτη του σύζυγο: «Ακο­λουθούσε ακριβή ωράρια στη ζωή και στη δουλειά του. Αν δεν ήταν ανάγκη να βγει για την παράδοση στο Πολυτεχνείο ή για καμιά αγγαρεία, καθότανε στο σπίτι ολημέρα και ζωγράφι­ζε, τρεις ώρες το πρωί και τρεις τ’ απόγεμα, δημιουργώντας πολλούς από τους πιο ωραίους πίνακές του». Εκείνη την περίοδο ζωγράφισε τον πίνακα «Ροζ Σπίτι» και «Αθηναϊκή Οικία» .

Τα λιγοστά χρήματα που κέρδιζε τα διέθετε για να αγοράζει βιβλία και τα αγαπημένα του τσιγάρα Κιρετσιλέρ. Ο γάμος του διήρκεσε τέσσερα χρόνια. Η σύζυγός του είχε πει: «Στην πραγματικότητα, μες στο σπίτι γνωριστήκαμε. Κι από το γαμήλιο ταξίδι, ήδη, φάνηκε πως δεν θα τα πάμε καλά… Τον θαύμαζα, τον σεβόμουν, τον αγαπούσα… Όμως ο Εγγονόπουλος είχε τέτοια ανασφάλεια που με ήθελε διαρκώς δίπλα του, δεν μου επέτρεπε να πάω μόνη μου πουθενά… Ούτε μου ανοιγότανε, ούτε μου ζητούσε να του ανοιχτώ. Πώς μπορείς να συνυπάρξεις έτσι; Κι όμως, πίστευα πως η αντοχή μου θα ‘ναι ανεξάντλητη, πως δεν θα χωρίσουμε ποτέ».

Ήταν φίλος με τον Εμπειρίκο, ο οποίος τον έκρυψε στο σπίτι του όταν οι Γερμανοί τον κυνηγούσαν για το ποίημα «Μπολιβάρ». Το ποίημα αρχικά κυκλοφόρησε σε χειρόγραφα και εκδόθηκε λίγο πριν από την απελευθέρωση της Αθήνας. Ο Εγγονόπουλος έμεινε κλεισμένος στο υπόγειο του σπιτιού μέχρι να αποχωρήσουν οριστικά οι Γερμανοί. Όπως είχε πει για τον Εμπειρίκο: «Ο Εμπειρίκος ήταν μια ωραία ψυχούλα. Ένας ποιητής πρέπει να είναι μια ωραία ψυχούλα. Εγώ, τι να σας πω; Πιστεύω, χωρίς να είμαι υπερβολικά εγωπαθής, ότι κι εγώ είμαι μια ωραία ψυχούλα, και θα σας ευχηθώ και σεις να γίνεται μια ωραία ψυχούλα.»

Είχε αριστερές απόψεις και θαύμαζε τον Λένιν. Πήγαινε συχνά στον κινηματογράφο και επισκεπτόταν τα μουσεία της πόλης. Σύμφωνα με τη δεύτερη σύζυγό του, Λένα Εγγονοπούλου, ξύπναγε κάθε πρωί στις 6 και πήγαινε στο ατελιέ του. Προτιμούσε να ζωγραφίζει τις πρωινές ώρες γιατί είχε καλύτερο φως. Τα μεσημέρια έπλενε τα πινέλα του και τα απογεύματα διάβαζε τα βιβλία του. Όλη του τη ζωή αφιερώθηκε στη ζωγραφική και την ποίηση.

Πηγή έμπνευσης ήταν η ελληνική μυθολογία, η βυζαντινή παράδοση, οι νησιώτες, οι φουστανελοφόροι και οι ευρωπαίοι φιλέλληνες. Το τελευταίο του ποίημα δημοσιεύτηκε το 1978 με τίτλο «Στην κοιλάδα με τους ροδώνες». Ο Νίκος Εγγονόπουλος είχε έναν γιο από τον πρώτο του γάμο και μια κόρη. Πέθανε στις 31 Οκτωβρίου 1985 σε ηλικία 80 ετών. Κάποτε είχε γράψει: “Η τέχνη και η ποίηση δε μας βοηθούν να ζήσουμε, η τέχνη και η ποίηση μας βοηθάνε να πεθάνουμε”.

Tags
Back to top button