Η ραβδομαντεία είναι η ανακάλυψη ύδατος με τη χρήση μιας ράβδου. Τη δεκαετία του 1920, η ραβδομαντεία είχε εξαπλωθεί ευρέως στην Αγγλία, όπου είχε μετατραπεί σχεδόν σε επιχείρηση.
Αυτός ο τρόπος εντοπισμού ύδατος είχε την πηγή του στην αστρολογία και στην ενόραση. Το 1938, υπήρχαν στη Μεγάλη Βρετανία περίπου πενήντα εταιρείες ανόρυξης φρεάτων, οι οποίες απασχολούσαν στο προσωπικό τους και ειδικούς ανθρώπους, τους ραβδοσκόπους, ώστε να ανακαλύψουν σημεία συγκέντρωσης νερών.
Επαγγελματίες ραβδοσκόποι υπήρχαν περίπου διακόσιοι σ’ ολόκληρη την Αγγλία και η πληρωμή τους κυμαινόταν μεταξύ πέντε και πενήντα λιρών για κάθε απόπειρα αναζήτησης υδάτων. Όμως, κατά βάσιν, οι ερασιτέχνες ήταν πολύ περισσότεροι.
Ένας ραβδοσκόπος, λοιπόν, κρατούσε στα χέρια του ένα χλωρό κλωνάρι λεπτοκαρυάς, ιτιάς ή άλλου δέντρου, ή μια λεπτή χάλκινη ράβδο σε σχήμα V ανεστραμμένη ή και ένα κομμάτι μπανέλας.
Καθώς περνούσε από το σημείο όπου βρισκόταν συσσωρευμένο νερό, το κλωνάρι ή η χάλκινη ράβδος κινούνταν προς τα πάνω και ταυτοχρόνως, ο ραβδοσκόπος καταλαμβανόταν από ένα περίεργο συναίσθημα.
Ο Άγγλος ραβδοσκόπος Τσαρλς Γκρέιβς έγραφε:
Σύμφωνα με τον ραβδοσκόπο Τσαρλς Γκρέιβς, υπήρχε επιστημονική εξήγηση του φαινομένου της ραβδομαντείας, που ήταν η εξής:
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Η ΒΡΑΔΥΝΗ», στις 29/10/1938…