Το ολλανδικό φορτηγό ατμόπλοιο «Άνναλυντ» επέστρεφε από τα λιμάνια της Άπω Ανατολής και διέσχιζε τον Ινδικό Ωκεανό με πλήρες φορτίο, προοριζόμενο για την Ολλανδία.
Πλοίαρχός του ήταν ο Χάρβερ, ένας θαλασσόλυκος ηλικίας 58 ετών. Στο πλοίο, όμως, επέβαινε και ο ιδιοκτήτης του, ο Βαν Βορν, ηλικίας 65 ετών, ο οποίος συνήθιζε κατά τους καλοκαιρινούς μήνες να πραγματοποιεί κανένα ταξιδάκι αναψυχής στις Ολλανδικές Ινδίες, αποικίες της χώρας του την εποχή εκείνη.
Είχαν περάσει ήδη 15 ημέρες από τον απόπλου του «Άνναλυντ» και ο καιρός εξακολουθούσε να είναι γαλήνιος. Επικρατούσε, όμως, ένας αφόρητος καύσωνας. Καμιά απολύτως πνοή ανέμου. Ο μαύρος καπνός ανυψωνόταν από το φουγάρο σε ευθεία γραμμή πάνω στον αιθέρα, έως ότου διαλυόταν, χωρίς να παρεκκλίνει διόλου, απόδειξη ότι και στα ανώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας επικρατούσε καθολική νηνεμία.
Ο Πλοίαρχος Χάρβερ, αφού παρατήρησε για ώρα τα όργανά του κι έσυρε το εξεταστικό βλέμμα του στον εξωτικό ορίζοντα, είπε:
Ο ιδιοκτήτης Βαν Βορν, ο οποίος ήταν κι αυτός παλιός ναυτικός, συμφώνησε απολύτως με τον Πλοίαρχό του και η πορεία του φορτηγού πλοίου δεν άλλαξε. Το μεσημέρι έφαγαν οι δυο τους στο δωμάτιο του Καπετάνιου, ο οποίος κατόπιν ανέβηκε αμέσως στη γέφυρα για τη βάρδιά του, ενώ ο Βαν Βορν ξάπλωσε στο κρεβάτι του για μια μεσημβρινή σιέστα.
Ο καύσωνας είχε ενταθεί και είχε γίνει δύσκολο να ανασάνει κανείς μες στο πηχτό καμίνι. Οι ναυτικοί αισθάνονταν πως είχαν σφραγιστεί μέσα σ’ ένα μεγάλο γυάλινο μπλε βάζο, από το οποίο αφαιρούνταν σιγά-σιγά ο αέρας. Ο Χάρβερ διέταξε τον μηχανικό να αναπτύξει ταχύτητα, με την ελπίδα ότι αυτό θα δημιουργούσε έστω ένα τεχνητό ρεύμα, για να τους δροσίσει λίγο.
Ο Βαν Βορν δεν κατόρθωσε τελικά να κοιμηθεί με τέτοια κάψα και ημίγυμνος, καθόταν στο κρεβάτι του, κουνώντας διαρκώς ένα ψάθινο ριπίδι. Έξαφνα, είδε κάποιον να μπαίνει στην καμπίνα του. Ήταν ένας κοντός άνθρωπος, που φορούσε ένα μπλε ναυτικό σακάκι και λευκό παντελόνι, με αχτένιστα μαλλιά, που ξεπρόβαλαν αφρόντιστα στα πλάγια του κεφαλιού του, κάτω από ένα μπλε ναυτικό κασκέτο με ξεθωριασμένο δερμάτινο γείσο.
Ο άντρας αυτός, με τα μικρά του μάτια, κοίταξε προσεχτικά τον Βαν Βορν κι έδειξε πως τον αναγνώρισε, καθώς τον χαιρέτησε με οικειότητα. Κατόπιν, προχώρησε προς το γραφείο του Πλοιάρχου. Χωρίς να δίνει καμιά απολύτως σημασία στην παρουσία του πλοιοκτήτη, άπλωσε το χέρι του, πήρε από ένα συρτάρι το ημερολόγιο του καραβιού, το άνοιξε και φάνηκε να διαβάζει όσα είχε καταγράψει εκείνη την ημέρα ο Πλοίαρχος Χάρβερ.
Ο Βαν Βορν, παρακολουθώντας τον μυστηριώδη άγνωστο, νόμισε ότι τον είχε στείλει ο Καπετάνιος, προκειμένου να δει κάτι στα κατάστιχα του ημερολογίου. Έξαφνα, όμως, τον είδε να βγάζει από την τσέπη του ένα κόκκινο μολύβι, να παίρνει τον χάρακα από το γραφείο και να χαράσσει μια κόκκινη γραμμή πορείας. Στη συνέχεια, έκλεισε το βιβλίο, το έβαλε στη θέση του κι έφυγε αθόρυβα, όπως είχε έρθει, δίχως να χαιρετήσει αυτή τη φορά τον πλοιοκτήτη Βαν Βορν.
Εκείνος, κατάπληκτος, διότι γνώριζε καλά πως κανείς δεν επιτρεπόταν να γράψει στο ημερολόγιο πέραν του Καπετάνιου, φώναξε τον καμαρότο και τον ρώτησε ποιος ήταν ο άνθρωπος που ήρθε προ ολίγου μέσα στην καμπίνα. Ο καμαρότος, σαστισμένος, του απάντησε ότι δεν είχε έρθει κανείς.
Τότε, ο Βαν Βορν ψέλλισε:
Ο Πλοίαρχος Χάρβερ έφτασε άμεσα και άκουσε κι αυτός με περιέργεια τη διήγηση του πλοιοκτήτη. Αφού σκέφτηκε για λίγο, είπε στον Βαν Βορν ότι το θεωρούσε αδύνατο να μπήκε κάποιος μες στην καμπίνα του. Άλλωστε, κανείς δεν είχε το δικαίωμα να πειράξει το ημερολόγιο του καραβιού και επιπλέον, με τέτοια αβάσταχτη ζέστη, κανένας δε φορούσε σακάκι πάνω στο «Άνναλυντ».
Ο Πλοίαρχος, χαμογελώντας, πήρε το ημερολόγιο στα χέρια του. Άνοιξε το βιβλίο κι εκεί που ήταν έτοιμος να πειράξει τον Βαν Βορν, είδε κατάπληκτος μια φρέσκια κόκκινη γραμμή, η οποία σημείωνε αλλαγή πορείας του πλοίου.
Ο Χάρβερ δεν τολμούσε να πιστέψει στα μάτια του. Κάλεσε τον Υποπλοίαρχο και διέταξε να συγκεντρωθεί όλο το πλήρωμα στο κατάστρωμα. Ο Βαν Βορν τους επιθεώρησε έναν-έναν, αλλά βεβαίωσε πως κανείς τους δεν ήταν ο άντρας εκείνος που είχε εισβάλει στην καμπίνα του Καπετάνιου.
Ύστερα, έδωσε εντολή για λεπτομερή έρευνα του σκάφους, αλλά δεν εντοπίστηκε τίποτε το ύποπτο. Άλλωστε, κανένας δε διέθετε ένα κόκκινο μολύβι, σπάνιο για την εποχή. Κοίταξε τότε το βαρόμετρο. Έπεφτε πάντοτε. Σκέφτηκε πως η τρικυμία είχε περάσει από μπροστά τους και τραβούσε κατά την τραμουντάνα. Άρα, η πορεία τους ήταν σωστή.
Πήρε το ημερολόγιο και έγραψε κάτω από τη μυστηριώδη κόκκινη γραμμή:
Αλλά οι έρευνες, αν και συνεχίστηκαν με μεγαλύτερη ακόμα προσοχή, δεν έδωσαν κανένα αποτέλεσμα. Ο Πλοίαρχος και ο πλοιοκτήτης κάθονταν σιωπηλοί στην καμπίνα. Η ώρα ήταν 3:30 μ.μ., όταν ο Βαν Βορν είπε:
Πέρασαν μερικές ακόμα στιγμές σιωπής και ξαφνικά ο Βαν Βορν είπε απότομα:
Ο Πλοίαρχος δεν απάντησε αμέσως, κατευθύνθηκε προς το βαρόμετρο, το χτύπησε με το νύχι του και είπε ξερά:
Ο Βαν Βορν τον κοίταξε κατάματα και του είπε αποφασιστικά:
Οι ναυτικοί είναι δεισιδαίμονες και ολιγόλογοι. Ο Πλοίαρχος ανέβηκε στη γέφυρα και διέταξε την παρέκκλιση. Το πλοίο έκλινε προς τα δεξιά κατά οκτώ ακριβώς πρώτα λεπτά. Η ώρα ήταν 3:35 μ.μ.
Καθώς άλλαξε η πορεία προς τα βόρεια, μεταβλήθηκε και ο καιρός. Μια πνοή ανέμου έπνευσε. Κι όταν πήρε να νυχτώνει, ο αέρας είχε δυναμώσει. Ο Πλοίαρχος διέταξε ταυτοχρόνως να δέσουν καλά όλα τα έπιπλα και τα αντικείμενα, γιατί τη νύχτα θα είχαν «μπότζι», όπως συνήθιζαν να λεν οι ναυτικοί. Δηλαδή το πλοίο θα ταλαντευόταν δεξιά κι αριστερά από τα κύματα.
Και δεν είχε άδικο. Το «Άνναλυντ», μετά από λίγο, πάλευε με την τρικυμία. Τεράστια κύματα το κατέκλυζαν. Το σκάφος κλυδωνιζόταν με εξαιρετική βιαιότητα από τον μαινόμενο ωκεανό. Ο Καπετάνιος είχε δεθεί στη γέφυρα, για να μην αναρπαγεί από τα φρενήρη ύδατα, που άφριζαν λυσσασμένα. Δίπλα του, επίσης δεμένος, ήταν και ο πλοιοκτήτης, ο οποίος αυτοπροσώπως βαστούσε το πηδάλιο.
Περίρρυτοι κι οι δυο απ’ τα νερά, μουσκεμένοι ως το κόκαλο, αγωνίζονταν να κρατήσουν το σκάφος στη ρότα του. Τίποτα μες στο πλοίο δεν είχε απομείνει στη θέση του. Η νύχτα, μια άγρια νύχτα, πέρασε εν μέσω διαρκούς αγωνίας. Αλλά το «Άνναλυντ» είχε αποδειχτεί σκληροτράχηλο σκαρί και άντεχε στις κακουχίες του ωκεανού.
Τέλος, γύρω στην αυγή, η τρικυμία άρχισε να κοπάζει. Ένας λαμπρός ήλιος διέλυσε και τα τελευταία επίμονα σύννεφα. Ο Πλοίαρχος Χάρβερ και ο πλοιοκτήτης Βαν Βορν, αφού πήγαν να βγάλουν τα βρεγμένα ρούχα τους, επέστρεψαν στη γέφυρα, όπου ο Υποπλοίαρχος, ο οποίος επισκοπούσε τον ορίζοντα με τα κυάλια, φώναξε στον Καπετάνιο:
Κοίταξαν όλοι. Πράγματι, ένα σημείο διακρινόταν, κάτι σαν βάρκα. Το πλοίο επιτάχυνε την πορεία του. Σε λίγο μπορούσαν να δουν πιο καθαρά. Ήταν μια βάρκα, πάνω στην οποία επέβαιναν ναυαγοί. Ήταν μυστήριο πώς η βάρκα κρατήθηκε μέσα στην τρομερή τρικυμία που είχε προηγηθεί.
Όταν το πλοίο πλησίασε αρκετά, έριξε μια σκάλα και οι ναυαγοί ανέβηκαν ένας-ένας επάνω στο «Άνναλυντ». Και τότε, ο Βαν Βορν εξαπέλυσε μια οξύτατη κραυγή ανυπέρβλητης έκπληξης.
Ο πρώτος ναυαγός, που πήδησε εξαντλημένος στο κατάστρωμα, ήταν ο άγνωστος εκείνος, που τον είχε δει ο πλοιοκτήτης να σημειώνει την κόκκινη πορεία στο ημερολόγιο του καραβιού. Το ίδιο ανάστημα, τα ίδια ατημέλητα μαλλιά, το κασκέτο με το δερμάτινο γείσο, τα μπλε σακάκι και το λευκό παντελόνι.
Ήταν ο Υποπλοίαρχος του αγγλικού φορτηγού πλοίου «Βασίλειο της Σκωτίας», το οποίο είχε βυθιστεί την αυγή ακριβώς, αφού είχε παλέψει όλη νύχτα με τα θηριώδη κύματα. Όταν η φοβερή θαλασσοταραχή καταλάγιασε την ορμή της, το φορτηγό έμπασε τόσα πολλά νερά, ώστε ο Πλοίαρχός της αποφάσισε να το εγκαταλείψει, αφού επιβιβάστηκε με όλο του το πλήρωμα στη σωστική λέμβο του καραβιού. Ευτυχώς, μόλις τρεις ώρες αργότερα, το ολλανδικό «Άνναλυντ» είχε βρεθεί εκεί που έπρεπε, για να τους περισυλλέξει.
Ο Βαν Βορν εξακολουθούσε να κοιτάζει εκστατικός τον Υποπλοίαρχο, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα που ο Άγγλος Καπετάνιος αφηγούνταν τις περιπέτειές τους.
Αυτό που διαφαινόταν ήταν εξόχως συγκλονιστικό. Το θέαμα της μυστηριώδους οπτασίας καταδείκνυε πως επρόκειτο για μοναδικό τηλεπαθητικό φαινόμενο. Ο κοιμώμενος Άγγλος Υποπλοίαρχος προαισθάνθηκε τη σφοδρότητα της τρικυμίας που τους χτύπησε και το επικείμενο ναυάγιο που ακολούθησε και ειδοποίησε τηλεπαθητικώς το άλλο πλοίο να αλλάξει τη ρότα του. Αυτό ήταν, φυσικά, που τους έσωσε τη ζωή.
Η μυστηριώδης οπτασία ήταν αυτή που έσωσε τους πολύπαθους ναυαγούς στον Ινδικό Ωκεανό. Ποιος θα μπορέσει να εξηγήσει, άραγε, τα τρομακτικά αυτά μυστήρια των θαλασσών;
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Η ΒΡΑΔΥΝΗ», στις 18/02/1935…