Ένα από τα μυστήρια της σύγχρονης Ιστορίας υπήρξε ασφαλώς και η εξαφάνιση της Κόμισσας de Saulx-Tavannes στα τέλη του 18ου αιώνα.
Πολλοί επιχείρησαν να δώσουν μια εξήγηση στην εξαφάνιση αυτή, το μόνο, όμως, που κατόρθωσαν ήταν να περιπλέξουν ακόμη περισσότερο την κατάσταση και να πυκνώσουν ακόμη πιο πολύ το πέπλο του μυστηρίου, που σκέπαζε αυτή την πολυθρύλητη υπόθεση.
Η Κόμισσα de Saulx-Tavannes, λοιπόν, θεωρούνταν, από όλους όσους τη γνώριζαν, ως αινιγματικό και παράδοξο άτομο. Αν και η εξωτερική της εμφάνιση ήταν σπάνιας ομορφιάς, ωστόσο οι τρόποι της ήταν άγριοι, σκληροί και απότομοι. Eπίσης, ασχολούνταν φανατικά με τον πνευματισμό και τις απόκρυφες επιστήμες.
Μάλιστα, είχε διακόψει κάθε σχέση με φίλους, αλλά και με συγγενείς, τόσο τους δικούς της, όσο και του συζύγου της. Κατοικούσε σε έναν παλιό και ζοφερό πύργο, το περίφημο Chateau de Lux, στη Βουργουνδία, από τον οποίο δεν ήθελε να απομακρύνεται ποτέ.
Η Κόμισσα συνήθιζε να χάνεται εντελώς ξαφνικά και απροσδόκητα από την κατοικία της, μπροστά στα μάτια των έκπληκτων ανθρώπων της, χωρίς να μπορεί κανείς τους να κατανοήσει από πού έφευγε, πού πήγαινε και για ποιον λόγο χανόταν έτσι ακατανόητα. Τη μια στιγμή ήταν παρούσα εμπρός τους και την επόμενη στιγμή, δε βρισκόταν πουθενά, σαν τα κόλπα των ταχυδακτυλουργών.
Έξαφνα, όμως, ύστερα από επτά ή οκτώ ημερών απουσία, την άκουγαν να χτυπά το κουδούνι από το δωμάτιό της και να καλεί τον υπηρέτη. Όταν έμπαιναν στην κάμαρά της, εκείνη καθόταν ήρεμη κι ατάραχη, φορώντας τα ίδια ρούχα με την ημέρα που εξαφανίστηκε, σαν να μην είχε προηγηθεί τίποτε παράξενο και ασυνήθιστο.
Ένα βράδυ Σαββάτου, η Κόμισσα de Saulx-Tavannes αποσύρθηκε στο δωμάτιό της. Κατόπιν, έστειλε τις υπηρέτριές της να κοιμηθούν, αφού πρώτα τις ενημέρωσε ότι θα γδυνόταν αργότερα μόνη της, χωρίς τη βοήθειά τους, όπως συνηθιζόταν. Οι υπηρέτριες, καθώς απομακρύνονταν, άκουσαν ολοκάθαρα την κυρία τους να κλειδώνεται μέσα στην κάμαρά της. Τούς φάνηκε παράξενο, γιατί η Κόμισσα δε συνήθιζε ποτέ της να κλειδώνει.
Το δωμάτιό της βρισκόταν στον πυργίσκο του εντυπωσιακού μεγάρου και φωτιζόταν μονάχα από ένα παράθυρο κιγκλιδωτό. Το τζάκι, σύμφωνα με την παλαιά αρχιτεκτονική, ήταν κι αυτό κλεισμένο με στερεό κιγκλίδωμα σε σχήμα σταυρού. Εκτός από το τζάκι, το παράθυρο και φυσικά, την πόρτα, που η κόμισσα είχε αμπαρώσει από μέσα, το δωμάτιο δεν είχε καμιά άλλη έξοδο. Επιπλέον, το δωμάτιο αυτό συγκοινωνούσε με ένα άλλο, μικρότερο, στο οποίο κοιμόταν μια γριά γεροντοκόρη, θεία της Κόμισσας, την οποία η ανιψιά της την είχε περιμαζέψει, επειδή έπασχε από διανοητική καθυστέρηση.
Την επομένη το πρωί, λοιπόν, στις εφτά, ένας υπηρέτης μπήκε, όπως κάθε μέρα, στο δωμάτιο της θείας. Η έκπληξή του ήταν τεράστια, όταν βρήκε την ηλικιωμένη γυναίκα αναίσθητη στο πάτωμα, φορώντας τη νυχτικιά της και τον νυχτικό της σκούφο, κρατώντας σφιχτά στα χέρια της το κορδόνι του κουδουνιού, το οποίο είχε ξεκρεμάσει από τον τοίχο.
Το μόνο που κατάφεραν να της εκμαιεύσουν ήταν ότι «είχε λιποθυμήσει από τον τρόμο και ότι δε θυμόταν πια τίποτα». Ύστερα, οι ανήσυχοι υπηρέτες χτύπησαν την πόρτα της Κόμισσας, στην αρχή, δειλά κι αργότερα, επίμονα, χωρίς, όμως, να τους απαντάει κανείς. Έτσι, αναγκάστηκαν να σπάσουν τη βαριά πόρτα, αφού ήταν κλειδωμένη από μέσα και να εισβάλλουν στην κάμαρα της κυρίας τους.
Το υπηρετικό προσωπικό, εν τω μεταξύ, ιδιαιτέρως αναστατωμένο από τα παράδοξα γεγονότα, είχε ειδοποιήσει τον Εφημέριο, τον Διοικητή και όλες τις Αρχές της περιοχής. ‘Όλοι μαζί παρίσταντο στην παραβίαση της αμπαρωμένης πόρτας της επιφανούς Κόμισσας de Saulx-Tavannes και η οποία, τελικά, ήταν μυστηριωδώς απούσα.
Η κατάπληξή τους ήταν απερίγραπτη. Πώς ήταν δυνατόν να ήταν άφαντη η Κόμισσα, μέσα στο κλειδωμένο δωμάτιο, στην κορυφή του πυργίσκου, από όπου δεν υπήρχε καμιά άλλη έξοδος διαφυγής;
Το κλειδί βρέθηκε πάνω στην εσωτερική κλειδαριά. Το κρεβάτι ήταν απείραχτο, επομένως η Κόμισσα δεν είχε ξαπλώσει καθόλου. Δυο κεριά, που τα είχε φέρει η υπηρέτρια το βράδυ, ήταν πλέον μισοκαμένα και σβησμένα. Κοντά στην πολυθρόνα της, βρέθηκε μόνο η μια της παντόφλα και κανένα άλλο στοιχείο.
Μυστήριο βαθύ και σκοτεινό απλώθηκε γύρω από την περίεργη εξαφάνιση της κοσμικής γαλαζοαίματης. Την περίμεναν εβδομάδες και μήνες ολόκληρους, χρόνια και χρόνια να ξαναφανεί στον πύργο της, μα δεν την ξαναείδε κανείς από τότε.
Οι φήμες της μακρινής εκείνης εποχής έλεγαν ότι η Κόμισσα de Saulx-Tavannes είχε συνάψει κάποιου είδους συμφωνία με τον Σατανά, με τον οποίο είχε εξαιρετικά στενές σχέσεις και δηλωμένη υποταγή.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΜΠΟΥΚΕΤΟ», στις 23/02/1928…