Τον Οκτώβριο του 1934, οι εφημερίδες του Νέου Κόσμου ήταν καθημερινά γεμάτες από μακροσκελή τηλεγραφήματα και συναρπαστικές περιγραφές για ένα εκπληκτικό θαύμα, που είχε λάβει χώρα στη Βομβάη και είχε αναστατώσει τις Ινδίες.
Ο πλέον διάσημος Αμερικανός δημοσιογράφος της εποχής, ο λεγόμενος «Άσσος των άσσων του ρεπορτάζ», William Seabrook, έτυχε να βρεθεί στη Βομβάη, έπειτα από ένα περιπετειώδες ταξίδι του στο Θιβέτ και φυσικά, έσπευσε πρώτος να τηλεγραφήσει μια εκτενή περιγραφή αυτού του συγκλονιστικού θαύματος στη Νέα Υόρκη, η οποία δημοσιεύθηκε αμέσως σε όλες τις εφημερίδες των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Ιδού, λοιπόν, τι έγραφε ο διακεκριμένος Αμερικανός ρεπόρτερ:
«Αν ένας από εμάς τύχαινε να είναι πατέρας και άκουγε μια μέρα το μικρό του κοριτσάκι να του λέει: «Μπαμπά, θέλω να σου γνωρίσω τους τρεις γιους μου, που ζούνε σήμερα, άντρες πια, στην τάδε πόλη», θα χαμογελούσε, βέβαια, με επιείκεια και θα αναρωτιόταν συγχρόνως ποιος άραγε έβαλε τέτοιες παράξενες ιδέες στο κεφαλάκι του μικρού κοριτσιού.
Μα, αν έπειτα έπαιρνε από το χέρι την κορούλα του και πήγαινε, έστω από περιέργεια, στην πόλη που του είχε αναφέρει το παιδί και πράγματι, ω του θαύματος, έβρισκε τους τρεις γιους της παιδούλας, αυτό θα ήταν μια απίστευτη δοκιμασία και πρωτοφανής περιπέτεια, που όποιος τύχαινε να την μάθει, μάλλον θα ξεκαρδιζόταν από την παιδική αφέλεια και φαντασία!
Το παράδοξο, όμως, ήταν ότι όντως συνέβη αυτή η απρόσμενη περιπέτεια σε έναν πατέρα αυτού του κόσμου και συγκεκριμένα, σ’ έναν Ινδό πατέρα. Έτσι, από χωριό σε χωριό και από στόμα σε στόμα, αυτή η απίθανη ιστορία διαδόθηκε σε ολόκληρη την Ινδία.
Σε ένα χωριό των Ινδιών, λοιπόν, στο Σαντιναγκάρ της Φαρουχαμπάντ, κοντά στη Βομβάη, ζούσε ένα κοριτσάκι, που το έλεγαν Ραμκούλι. Η Ραμκούλι ήταν κόρη ενός Βραχμάνου. Δυο χρόνια νωρίτερα, όταν το κοριτσάκι ήταν μόλις πέντε ετών, παρουσιάστηκε στον πατέρα της και του είπε με μεγάλη σοβαρότητα:
«Πατέρα, δεν είναι η πρώτη φορά που ζω εδώ κάτω, σε αυτόν τον κόσμο. Έχω ξανάρθει κι άλλοτε και έχω ζήσει πολλά χρόνια. Έχω μάλιστα και τρεις γιους, που είναι άντρες πια και που επιθυμώ να τους ξαναδώ και να τους σφίξω στην αγκαλιά μου».
Ο Βραχμάνος άκουσε τη θυγατέρα του με προσοχή, μα και με απάθεια και δεν της έδωσε καμιά απάντηση. Παρ’ όλη την αδιαφορία του πατέρα της, η Ραμκούλι δεν αποθαρρύνθηκε. Κάθε τόσο παρουσιαζόταν μπροστά του και του εξιστορούσε το «παραμύθι» της. Ο πατέρας την άκουγε πάντοτε με αδιαφορία, όσο κι αν πίστευε στη μετεμψύχωση.
Έτσι, πέρασαν δύο χρόνια και η Ραμκούλι έγινε επτά ετών. Όμως, ούτε μια μέρα, ούτε μια στιγμή, δεν ξέχασε τους τρεις γιους της, που ισχυριζόταν ότι ζούσαν πια σ’ ένα μακρινό χωριό, στο Μαγκλαμπάντ.
Ο Βραχμάνος βασανιζόταν από την επιμονή της κόρης του και προσπαθούσε να την κάνει να ξεχαστεί με χίλια δυο άλλα πράγματα, αλλά εκείνη επέμενε πάντα πως έπρεπε οπωσδήποτε να συναντήσει τα παιδιά της.
Τον τελευταίο καιρό, η Ραμκούλι είχε γίνει πολύ νευρική και ανυπόμονη. Αφού έβλεπε ότι ο πατέρας της δεν πειθόταν με τίποτα, εκείνη αποφάσισε να σταματήσει να τρώει και να πίνει. Ο πατέρας της, καθώς δεν μπορούσε να την μεταπείσει με τίποτα και φοβούμενος ότι η μικρή θα πέθαινε από δίψα και ασιτία, έζεψε τα δυο βόδια του στον αραμπά του, πήρε μαζί του την κορούλα του και ξεκίνησαν για το μακρινό Μαγκλαμπάντ.
Έπειτα από ένα εξαιρετικά κοπιαστικό ταξίδι, έφτασαν επιτέλους στο χωριό. Μπορεί να φανταστεί κανείς την έκπληξη του Βραχμάνου, όταν είδε τη θυγατέρα του να κατευθύνεται σε ένα σπίτι και να χτυπάει με αποφασιστικότητα την πόρτα του. Κατόπιν, την άκουσε να καλεί με το όνομά του τον άνθρωπο, που εμφανίστηκε στο κατώφλι του σπιτιού. Ύστερα, κάλεσε κοντά της τον πατέρα της και του είπε:
«Πατέρα, αυτός εδώ είναι ο μεγαλύτερος γιος μου, ο Σιντάχ. Πάμε τώρα να σου γνωρίσω και τους άλλους».
Η Ραμκούλι εξακολούθησε τον δρόμο της, πέρασε μερικά στενά και χτύπησε την πόρτα σε ένα άλλο σπίτι. Εκεί, της άνοιξε ο δεύτερος γιος της, ο Ρασίντ. Στο τρίτο σπίτι που πήγε, συνάντησε τον μικρότερο γιο της, τον Αρούντα.
Ο Βραχμάνος τα είχε χάσει κυριολεκτικά. Οι τρεις Ινδοί τού δήλωσαν κατάπληκτοι ότι ήταν πράγματι αδέρφια και ότι αυτά ήταν τα αληθινά τους ονόματα. Το πιο συγκλονιστικό απ’ όλα ήταν ότι η μητέρα τους είχε πεθάνει πριν από επτά χρόνια, την εποχή, δηλαδή, που γεννήθηκε η Ραμκούλι.
Τότε, το κοριτσάκι τούς είπε ότι αυτή ήταν η μητέρα τους και ότι είχε ξαναγυρίσει στον κόσμο, μετά τον θάνατό της. Είχε μετεμψυχωθεί!»
Το πρωτάκουστο θαύμα διαδόθηκε, όπως ήταν φυσικό, σε όλο το χωριό κι όλοι μαζεύτηκαν γύρω από το κοριτσάκι, για να το δουν και να το θαυμάσουν. Μάλιστα, πολλοί ζήτησαν από τη μικρούλα να τους δώσει κι άλλες αποδείξεις, πιο πειστικές, ότι ήταν η μητέρα των τριών αδελφών.
Τότε, η Ραμκούλι, χωρίς καμιά δυσκολία, ανέφερε ένα σωρό λεπτομέρειες και γεγονότα από την προηγούμενη ζωή της. Ανάμεσα σε άλλα, είπε ότι δύο από τους τρεις γιους της είχαν παντρευτεί και ανέφερε τα ονόματα των γυναικών τους. Για να πείσει και τους πιο δύσπιστους, έδειξε πολλούς κατοίκους του χωριού Μαγκλαμπάντ και τους φώναξε με τα ονόματά τους.
Από την άλλη πλευρά, ο πατέρας της μικρής ξεκαθάρισε ότι ποτέ τους δεν είχαν ξανάρθει σε εκείνο τον απομακρυσμένο τόπο. Η συγκίνηση κατέλαβε όλους τους παρευρισκόμενους μπροστά στο απρόσμενο θαύμα της μετεμψύχωσης και το απίστευτο περιστατικό διαδόθηκε στα πέρατα της Ινδίας.
Οι σοφοί της Βομβάης πήραν αμέσως κοντά τους τη μικρούλα, για να εξετάσουν καλύτερα την περίπτωσή της. Εξακρίβωσαν, λοιπόν, ότι δεν είχε πάει ποτέ της σχολείο και ότι δεν είχε ακούσει ποτέ της, ούτε από τον πατέρα της, ούτε από κάποιον άλλο, να γίνεται λόγος για την μετεμψύχωση. Το πιο συνταρακτικό ήταν ότι η Ραμκούλι ήξερε και να γράφει και να διαβάζει, όπως ακριβώς γνώριζε και «η μητέρα των τριών αδελφών».
Αυτό, λοιπόν, το θαύμα των θαυμάτων έτυχε να το δω κι εγώ με τα ίδια μου τα μάτια κι ομολογώ ότι, όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, είναι κάτι περισσότερο από αληθινό», δήλωνε εντυπωσιασμένος ο διάσημος Αμερικανός δημοσιογράφος, William Seabrook.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΜΠΟΥΚΕΤΟ», στις 11/10/1934…