Τον Μάρτιο του 1957, ένα τηλεγράφημα από την Πράγα ανήγγειλε ότι ένας δύτης ανακάλυψε στον πυθμένα της λίμνης Cerne Jezero ή αλλιώς γνωστή με το δυσοίωνο όνομα «Λίμνη του Διαβόλου», στη Βοημία, ένα ολόκληρο γερμανικό σύνταγμα μάχης, οι άντρες του οποίου διατηρούνταν ανέπαφοι και σε όρθια στάση.
Σύμφωνα με τις περιγραφές, ο Τσέχος δύτης Φλοράν Ραμοζέ, αφού φόρεσε τη στολή του και πήρε μαζί τον εξοπλισμό του, βούτηξε μέσα στα πράσινα νερά της «Λίμνης του Διαβόλου». Από πάνω του καθρεφτίζονταν τα μαύρα δάση της Βοημίας.
Ένα ρίγος διαπέρασε το σώμα του. Το νερό ήταν παγωμένο, καθώς η θερμοκρασία του δεν ξεπερνά ποτέ τους 5 βαθμούς, μιας και η λίμνη βρίσκεται σε 1.300 μέτρα υψόμετρο. Σε λίγο, στη γεύση του οξυγόνου προστέθηκε μια άλλη, αηδιαστικά γλυκερή και στυφή επίγευση. Το νερό της λίμνης είναι πλούσιο σε τανίνη και σε ανθρακικό οξύ κι αυτά ακριβώς είναι υπεύθυνα για την ιδιάζουσα αίσθηση.
Τότε, ο δύτης αντίκρισε ένα εντελώς ανεξήγητο θέαμα: έναν ολόκληρο στρατό σε πορεία, μέσα στον βυθό της λίμνης. Έναν στρατό από νεκρούς, που φορούσαν γκριζομπλέ στολές, με τα κανόνια του και τα άρματά του, με τα όπλα του και με τους επικεφαλής αξιωματικούς του, να προχωράει σε παρέλαση. Ο Τσέχος δύτης μπόρεσε να διακρίνει μέχρι τα παράσημα, τον αγκυλωτό σταυρό και τα χαρακτηριστικά στα ακίνητα πρόσωπα των στρατιωτών.
Θα έλεγε κανείς ότι είχαν μπει στη λίμνη, για να περάσουν στην απέναντι όχθη και ότι κεραυνοβολήθηκαν αναπάντεχα. Ένας αξιωματικός είχε ακόμα σηκωμένο το χέρι, δείχνοντας προς την κατεύθυνση που έπρεπε να ακολουθήσουν. Το όραμα αυτό της πολιτείας των νεκρών στον βυθό της λίμνης της Βοημίας δεν είναι το μοναδικό.
Σε ηλικία 35 ετών, ο Φλοράν Ραμοζέ θεωρούνταν ήδη σκαπανέας της υποβρύχιας έρευνας. Αυτός ήταν που διηύθυνε το αμερικανικό συνεργείο, που εργαζόταν πυρετωδώς στον όρμο Βίγκο, για να ανασύρει τον μυθικότερο θησαυρό του κόσμου: το χρυσάφι και τις πολύτιμες πέτρες που μετέφεραν οι δώδεκα ισπανικές γαλέρες, όταν στις 24 Οκτωβρίου του 1702, βυθίστηκαν από τον αγγλοολλανδικό στόλο.
Επίσης, τον Νοέμβριο του 1956, ήταν αυτός που διακινδύνευσε τη ζωή του, για να ανασύρει νεκρούς, πάλι από τον όρμο Βίγκο, όταν ένα ισπανικό ψαράδικο σκάφος προσέκρουσε σε βράχους στην είσοδο του όρμου.
Οι 26 άντρες του πληρώματος, που κατάγονταν όλοι από το ίδιο χωριό, πνίγηκαν. Οι χήρες τους, οι γονείς και τα ορφανά τους είχαν ως στερνή και μοναδική επιθυμία να θάψουν στη στεγνή γη τους αγαπημένους τους ναυτικούς. Έτσι, απαίτησαν από τον εφοπλιστή να τους δώσουν τα πτώματά τους. Ο εφοπλιστής είχε χάσει κι ο ίδιος άλλωστε τον γιο και τον ανιψιό του.
Επομένως, κλήθηκαν μερικοί δύτες, οι οποίοι σε βάθος 15 μέτρων, αναζητούσαν για μια ολόκληρη εβδομάδα τα άψυχα κορμιά των πνιγμένων ναυτικών, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Κάθε μέρα, οι γυναίκες κατέβαιναν στην παραλία μαυροντυμένες, ισορροπώντας στο κεφάλι τους το φέρετρο που το προόριζαν για τον νεκρό τους.
Όταν πια απελπίστηκαν, προσέγγισαν τον Φλοράν Ραμοζέ και τον ικέτευσαν να βρει και να ανασύρει τους δικούς τους ανθρώπους. Ο Τσέχος δύτης θεώρησε καθήκον του να ικανοποιήσει το αίτημα τους. Έτσι, μία – μία οι μαυροντυμένες και χαροκαμένες γυναίκες παρέλασαν μπροστά του και τον σταύρωσαν στο μέτωπο. Έπειτα, σιωπηλές, ξυπόλητες, έκατσαν στην παραλία και περίμεναν στωικά.
Σε έξι καταδύσεις, ο Ραμοζέ εντόπισε 21 πτώματα, αλλά παράλληλα βρέθηκε αντιμέτωπος με μια ανορθόδοξη κατάσταση. Μέσα στο νερό, όπως διηγούνταν ο ίδιος, οι ψαράδες έμοιαζαν ολοζώντανοι. Περπατούσαν με μεγάλες δρασκελιές και χόρευαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Καθώς στον βυθό του όρμου υπήρχαν ισχυρότατες δίνες που μετατοπίζονταν διαρκώς, οι νεκροί, πιασμένοι σε αυτές τις δίνες, στριφογύριζαν δαιμονισμένα.
Για να τους πλησιάσει, έπρεπε να μπει κι εκείνος μέσα στη δίνη, να παρασυρθεί στον απόκοσμο χορό, χωρίς, όσο κι αν πάλευε, να μπορεί να αντιδράσει. Οι νεκροί τον αγκάλιαζαν, έπεφταν πάνω του, σαν να του ζητούσαν να τους ανακουφίσει από αυτήν την κινούμενη, αέναη φυλακή.
Έναν – έναν τους ανέβασε στην επιφάνεια. Κάτω από τον ουρανό, άκουγες σποραδικά κι ένα καπάκι φέρετρου να σφαλίζει με έναν κρότο ξερό και τελεσίδικο. Μια γυναίκα ήταν σχεδόν ευτυχισμένη που είχε τον δικό της νεκρό και του φιλούσε τα χέρια, ενώ οι υπόλοιπες τον κεραυνοβολούσαν με το βλέμμα τους, που ήταν γεμάτο αγανάκτηση, οργή και αγωνία.
Αφού βούτηξε πάλι και πάλι, διαπίστωσε πως οι νεκροί που είχαν απομείνει, είχαν αρχίσει να γίνονται κακοί. Τον περίμεναν καρτερικά και καθώς εκείνος έμπαινε μέσα στις υδάτινες περιδινήσεις, πηδούσαν πάνω του. Το ρεύμα τούς έδινε μια τερατώδη δύναμη, ανασήκωνε τα χέρια τους, βαριά και επικίνδυνα σαν άκαμπτα ρόπαλα. Τον χτυπούσαν στο κορμί του και μόλις επιχειρούσε να τους πιάσει και να τους δέσει στην πλάτη του, για να τους ανεβάσει στην επιφάνεια, του ξέφευγαν, έκαναν πίσω και ξαναχιμούσαν καταπάνω του.
Υπήρχε μια φυσική εξήγηση του φαινομένου αυτού. Μόλις ο δύτης έμπαινε στον κύκλο, γινόταν ένας μαγνήτης, ένας πόλος έλξης εναντίον του οποίου το ρεύμα έριχνε ό,τι συναντούσε μπροστά του: συντρίμμια από βάρκες και τους ίδιους τους νεκρούς. Και κάπως έτσι, γεννιόνται οι θρύλοι, οι ιστορίες των ψαράδων, που τους γητεύουν οι σειρήνες κι έπειτα, τους καταπίνει η θάλασσα.
Από τους 26 νεκρούς, ο Φλοράν Ραμοζέ κατάφερε να ανεβάσει τους 21. Ο γιος του εφοπλιστή έμεινε για πάντα στον βυθό. Πέντε γυναίκες στέκονταν στην παραλία, με το αδειανό τους φέρετρο και με το παραπονεμένο βλέμμα στα μάτια τους. Απλά, περίμεναν, μη βαστώντας να κάνουν κάτι άλλο. Παρέμειναν εκεί για μια μέρα ακόμα και μια νύχτα και έπειτα, γύρισαν στο χωριό τους, με το φέρετρο αδειανό και με την απόγνωση στην καρδιά τους.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», στις 21/03/1957…