27 Ιουλίου 1989. Στο Ανώτατο Δικαστήριο της Ταϊλάνδης, μια γυναίκα καταδικαζόταν για οικονομικές απάτες ύψους 200 εκατομμυρίων δολαρίων. Η ποινή της ορίστηκε στα 141.078 χρόνια.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’60, η Τσαμόι Τιπιασό έθεσε σε εφαρμογή μία καλοσχεδιασμένη απάτη. Όντας σύζυγος υψηλόβαθμου στελέχους της βασιλικής αεροπορίας της Ταϊλάνδης, καθώς και της Αρχής Πετρελαίου της χώρας, οι πόρτες των μεγάλων σαλονιών και των επιχειρηματικών κολοσσών ήταν εύκολα προσβάσιμες για τη νεαρή γυναίκα.
Έτσι, αποφάσισε να ξεκινήσει ένα ταμείο επενδύσεων με την ονομασία “Mae Chamoy Fund”. Το κύρος της Τσαμόι Τιπιασό στα πολιτικά και στρατιωτικά στρώματα έκανε το επενδυτικό της σχήμα να μοιάζει νόμιμο και αξιόπιστο. YouTube Το συγκεκριμένο επιχειρηματικό μοντέλο ήταν ιδιαίτερα σύνηθες στην γειτονική Ινδία.
Επρόκειτο στην ουσία για ένα εναλλασσόμενο σύστημα αποταμίευσης και πίστωσης, όπου τα κεφάλαια των επενδυτών συγκεντρώνονταν για ένα συγκεκριμένο λόγο και αποσκοπούσαν στη μακροπρόθεσμη αποφορά κερδών. Στην περίπτωση της Τιπιασό, το ταμείο σχετιζόταν με μετοχές πετρελαίου για τις οποίες η επιχειρηματίας εγγυόταν υψηλότατες αποδόσεις. Ο τρόπος που ήταν οργανωμένο το “Mae Chamoy Fund” θύμιζε τα σημερινά επιχειρηματικά σχήματα πυραμίδας.
Στην κορυφή του, φυσικά, βρισκόταν η νεαρή Ταϊλανδή. Το κύρος της Τσαμόι Τιπιασό στα πολιτικά και στρατιωτικά στρώματα έκανε το επενδυτικό της σχήμα να μοιάζει νόμιμο και αξιόπιστο. Χάρη στην πειθώ και στις διασυνδέσεις της, κατάφερε να προσελκύσει περισσότερους από 16.000 πελάτες-επενδυτές και να διατηρήσει το ταμείο-πυραμίδα για σχεδόν δύο δεκαετίες. Ανάμεσά στους εύπιστους που έπεσαν στην παγίδα της, βρίσκονταν και αρκετές επιφανείς προσωπικότητες της Ταϊλάνδης: μέλη της βασιλικής οικογένειας, υψηλόβαθμοι στρατιωτικοί, ακόμα και τραπεζίτες.
Όλοι πίστευαν ότι επένδυαν τα χρήματά τους, την ίδια στιγμή που η Τιπιασό πλούτιζε με τις περιουσίες τους. Ο βασιλιάς Πουμιπόν Αντουνιαντέτ επιλήφθηκε προσωπικά του ζητήματος.
Αν και καθυστερημένα, η απάτη έγινε τελικά αντιληπτή. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, μετά από πολλά παράπονα και καταγγελίες κοντινών προσώπων και συνεργατών του βασιλιά Πουμιπόν Αντουνιαντέτ, ο ίδιος επιλήφθηκε προσωπικά του ζητήματος. Με εντολή του, το “Mae Chamoy Fund” έκλεισε και η Τιπιασό συνελήφθη. Για αρκετές μέρες κρατούνταν σε καθεστώς πλήρους μυστικότητας από την πολεμική αεροπορία. Μάλιστα, η δίκη δεν ξεκίνησε μέχρι να ανακτηθούν τα χρήματα που είχαν επενδύσει τα στρατιωτικά και τα βασιλικά στελέχη.
Υπολογίζεται ότι η Τσαμόι Τιπιασό έβγαλε περισσότερα από 200 εκατομμύρια δολάρια μέσω της απάτης. Ο δικαστής που κλήθηκε να αναλάβει την υπόθεση δεν έδειξε καμία επιείκεια. Η γυναίκα κάθισε στο ειδώλιο μαζί με άλλους επτά φερόμενους ως συνεργούς της.
Η ίδια, όμως, κατά γενική ομολογία ήταν ο εγκέφαλος. Έτσι, αν και καταδικάστηκαν όλοι, η ίδια έλαβε τη μεγαλύτερη ποινή. Συνυπολογίζοντας τις απάτες, τα χρόνια δράσης της και το ύψος των χρηματικών ποσών που απέσπασε από τα θύματά της, η Τιπιασό καταδικάστηκε σε 141.078 χρόνια φυλάκιση. Ωστόσο, το νούμερο αυτό ήταν στην ουσία πλασματικό. Στην Ταϊλάνδη η μέγιστη ποινή που μπορεί να εκτίσει κάποιος για χρηματική απάτη είναι τα 20 έτη. Έτσι, η Τσαμόι Τιπιασό έμεινε στη φυλακή για μόλις 8 χρόνια. Στα τέλη της δεκαετίας του ’90 αφέθηκε ελεύθερη λόγω καλής διαγωγής. Σήμερα, το όνομά της Ταϊλανδής είναι γραμμένο με μεγάλα γράμματα στο βιβλίο Γκίνες, καθώς η ίδια διατηρεί το παγκόσμιο ρεκόρ της μεγαλύτερης καταδίκης στην ιστορία. Είναι χαρακτηριστικό ότι η αμέσως επόμενη ποινή στην ίδια λίστα είναι 100.000 χρόνια μικρότερη από αυτή της Τιπιασό.