Το πρώτο εξάμηνο του 1965 σημειώθηκαν απανωτές και καλοσχεδιασμένες διαρρήξεις σε σπίτια πλουσίων κατοίκων του Νιου Τζέρσεϊ, όπου εξαφανίστηκαν όλα τα τιμαλφή τους, όπως μετοχές και πολύτιμα κοσμήματα. Η αμερικανική αστυνομία δε μπορούσε να εντοπίσει τον διαρρήκτη, παρά τις επίμονες προσπάθειές της. Αλλά, ούτε και στους ενεχυροδανειστές της περιοχής είχε φτάσει μέρος από τα κλοπιμαία, ώστε να διευκολυνθεί η αστυνομία να εξιχνιάσει το έγκλημα.
Ο κλέφτης φαινόταν πως ήταν εξαιρετικά ευκίνητος, σαν γάτος. Σκαρφάλωνε σε κάθε είδους τοίχο, ακόμα κι αν αυτός ήταν απρόσιτος, απότομος ή προστατευόταν από αγκαθωτό σύρμα. Δούλευε μόνο τις νύχτες, τόσο αθόρυβα όμως, που δεν ξυπνούσε ποτέ κανέναν. Είχε την ικανότητα να ανοίγει ακόμα και τα πιο πολύπλοκα χρηματοκιβώτια κι έτσι, το μυστήριο παρέμενε άλυτο, αφού κανείς δεν τον είχε δει ούτε από μακριά, ώστε να τον περιγράψει.
Σε μια ενημέρωση στο Αστυνομικό Τμήμα της Νέας Υόρκης, οι προβληματισμένοι αστυνομικοί συζητούσαν για το αδιέξοδο στο οποίο είχαν περιέλθει, σχετικά με την υπόθεση. Τότε, άκουσαν έκπληκτοι τον Αρχηγό της Αστυνομίας, Τζον Νας, να τους λέει πως είχε φτάσει η στιγμή να καλέσουν την κυρία Στέρνφελς, προκειμένου να τους συνδράμει.
Ύστερα από δυο μέρες, ο αρχιφύλακας Τζίμμυ Τζονς βρισκόταν στο κατώφλι του φτωχικού σπιτιού της Φλόρενς Στέρνφελς, στο Edgewater του Νιου Τζέρσεϊ. Μια γλυκύτατη κυρία περίπου 60 ετών του άνοιξε την πόρτα και τον πέρασε στο σαλόνι της, όπου τον κέρασε καφέ. Εκεί, ο αρχιφύλακας την ενημέρωσε, όπως είχε λάβει εντολή από ανωτέρους του να κάνει, για το περιστατικό που τους ταλαιπωρούσε.
Η γλυκιά οικοδέσποινα ζήτησε από τον αστυνομικό να της δοθεί η άδεια να επισκεφτεί τους χώρους, όπου είχε δράσει ανενόχλητος ο μυστηριώδης διαρρήκτης. «Δεν υπόσχομαι τίποτα, αλλά θα προσπαθήσω να σας βοηθήσω», είπε η Φλόρενς Στέρνφελς.
Πράγματι, ύστερα από μια εβδομάδα το αυτοκίνητο της αστυνομίας οδήγησε την ευγενική, ηλικιωμένη γυναίκα στην αριστοκρατική συνοικία, όπου είχαν σημειωθεί οι ανεξήγητες διαρρήξεις. Αφού περιεργάστηκε σιωπηλά όλους τους χώρους όπου είχε δράσει ο ασύλληπτος κλέφτης, ζήτησε να την επιστρέψουν πίσω στο σπίτι της και τους είπε ότι σύντομα θα είχαν νέα της.
Το ίδιο εκείνο βράδυ, η Φλόρενς έμεινε πολύ ώρα ξαπλωμένη στα σκοτεινά, με τα μάτια της σφαλιστά. Μετά από λίγο, αναπήδησε από τη θέση της, άρπαξε το τηλέφωνο και κάλεσε τον αστυνομικό. Τον πληροφόρησε πως δε θα έπρεπε να αναζητούν ένα άτομο, αλλά κάποιο νεαρό, καλοντυμένο ζευγάρι, από 24 έως 26 ετών. Η γυναίκα καθόταν στο τιμόνι ενός μάλλον λευκού «Oldsmobile», μοντέλο του 1959 και έμοιαζε να περιμένει, ενώ ο άντρας φορούσε ένα σκούρο κοστούμι κάτω από το μαύρο του παλτό. Δε μπορούσε να διακρίνει τα ψηφία της πινακίδας του αυτοκινήτου, γιατί πιθανόν να άλλαζαν πινακίδες κάθε φορά που άλλαζαν πολιτεία. Πάντως, ήταν σίγουρη πως το όχημα ήταν άσπρο ή ανοιχτόχρωμο, με τέσσερις πόρτες.
Κατάπληκτος ο αρχιφύλακας, απορούσε πως η ηλικιωμένη γυναίκα γινόταν να γνωρίζει τόσες λεπτομέρειες. Όμως, κανείς δεν είχε δει ένα τέτοιο ζευγάρι και η αστυνομία είχε αρχίσει να απελπίζεται, όταν η Φλόρενς Στέρνφελς ξανατηλεφώνησε. Τους είπε ότι είχε την αίσθηση ότι κάτι θα συνέβαινε εκείνο το βράδυ. Είχε δει σε όραμα έναν φαρδύ, ήσυχο δρόμο και ένα όμορφο, τριώροφο σπίτι, καθώς κι έναν άντρα με μαύρα ρούχα να σκαρφαλώνει έναν τοίχο, για να φτάσει σ’ ένα παράθυρο δευτέρου ορόφου.
Αθόρυβα, πολλοί αστυνομικοί βάλθηκαν να ψάχνουν εκείνο το βράδυ την άσπρη «Oldsmobile», ώσπου μια περίπολος την εντόπισε τελικά σε μια αριστοκρατική συνοικία, σταματημένη μπροστά από ένα γκαράζ. Στο τιμόνι καθόταν μια γοητευτική κοπέλα και δίπλα της ένας ωραίος νεαρός, με άψογο γκρίζο κοστούμι.
Στον έλεγχο που πραγματοποίησαν οι αστυνομικοί, ανακάλυψαν στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου πολλά κοσμήματα και χρήματα, ειδικά σύνεργα, όπως επίσης και πλήθος από πλαστές πινακίδες.
Το αίνιγμα είχε λυθεί και οι ένοχοι είχαν συλληφθεί. Το επεισόδιο, ασήμαντο καθ’ αυτό, προκάλεσε τεράστια αίσθηση, γιατί κανείς δε μπορούσε να διανοηθεί πώς αυτή η ηλικιωμένη, γλυκιά γυναίκα κατόρθωσε να εξιχνιάσει το έγκλημα, ενώ ολόκληρη η αστυνομία αδυνατούσε.
«Συχνά εύχομαι να μην είχα αυτό το χάρισμα του οραματισμού. Ο Θεός μού ζητάει να κάνω καλή χρήση και όχι κατάχρηση», εξομολογήθηκε η Φλόρενς Στέρνφελς. Το χάρισμα αυτό, που οι ειδικοί το ονομάζουν «εξωαισθητηριακή αντίληψη» ή τηλαισθησία, είχε εκδηλωθεί αρκετές φορές στη ζωή της αξιαγάπητης Φλόρενς.
Όταν είχε εξαφανισθεί η ιατρός Φοίβη Ντυμπουά, που κατοικούσε σε μια έπαυλη κοντά στον χώρο εργασίας της και οι αστυνομικοί είχαν βρεθεί σε τέλμα, ζήτησαν και πάλι τη βοήθεια της Φλόρενς. Της έφεραν κάποια ρούχα της ιατρού κι εκείνη, αφού τα άγγιξε για λίγο, έκλεισε τα μάτια της και είπε πως η Φοίβη είχε πάει περίπατο στο δάσος, είχε γλιστρήσει σε γκρεμό, όπου έπεσε, χτύπησε, τη σκέπασε ένας θάμνος και πέθανε από το κρύο.
Χάρη στη λεπτομερή περιγραφή του τόπου που έδωσε η Φλόρενς, η αστυνομία μπόρεσε να ανακαλύψει το πτώμα της ιατρού Ντυμπουά.
Επίσης, οι αποκαλύψεις της οδήγησαν στην ανακάλυψη μιας δολοφονίας, όταν εξαφανίστηκε ο εκατομμυριούχος Χόρας Φλέτσερ, που το πτώμα του βρέθηκε αργότερα, τρυπημένο με δυο σφαίρες, στην έρημο του Κολοράντο.
Αλλά το μεγαλύτερο κατόρθωμα της Φλόρενς Στέρνφελς έγινε το 1943, όταν ειδοποίησε την αστυνομία ότι κάτι τραγικό επρόκειτο να συμβεί στη Ναυτική Βάση του West Point. Είχε δει στο όραμά της έναν εργάτη με τη φόρμα του. Στην τσέπη του είχε τον αριθμό 3 ή 8 κι έμπαινε στον απαγορευμένο τομέα. Ανάμεσα στα σάντουιτς που είχε ως κολατσιό, έκρυβε ένα μηχάνημα.
Ο Αρχηγός της Αστυνομίας, Τζον Νας, δε χρειαζόταν τίποτε άλλο, για να ειδοποιήσει την Αστυνομία της Νέας Υόρκης και το FBI. Αμέσως κινητοποιήθηκε ολόκληρο το σύστημα ασφαλείας. Την ώρα που άλλαζε η πρώτη βάρδια, συνέλαβαν έναν ύποπτο που κατευθυνόταν στον απαγορευμένο τομέα και που ανάμεσα στα σάντουιτς, βρήκαν μια χειροποίητη ωρολογιακή βόμβα, ρυθμισμένη έτσι, ώστε να εκρηγνυόταν μισή ώρα μετά την πυροδότηση.
Ο ίδιος ο John Edgar Hoover, ο πρώτος Διευθυντής του FBI, έγραψε μια κολακευτικότατη επιστολή στη Φλόρενς, για να την ευχαριστήσει που έσωσε τη χώρα από μια τεράστια καταστροφή.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», στις 11/08/1965…