Στις 11 Δεκεμβρίου του 1395, ημέρα Κυριακή και ώρα 8 το απόγευμα, ο Τζον Μπρίτμπι περπατούσε στις φτωχογειτονιές του Λονδίνου και αναζητούσε γυναικεία συντροφιά. Στον δρόμο του βρέθηκε μία πόρνη που του συστήθηκε ως Ελεονόρα και δέχτηκε να του προσφέρει τις υπηρεσίες του.
Το ζευγάρι όμως συνελήφθη λίγο αργότερα από τους αστυνομικούς που περιπολούσαν και τους κατηγόρησαν για προσβολή της δημοσίας αιδούς. Όταν όμως κατέθεσαν ενώπιον του Δήμαρχου του Λονδίνου, Τζον Φρες, αποκαλύφθηκε ένα βαρύτερο αδίκημα, σύμφωνα με τη νομοθεσία της εποχής.
Η Ελεονόρα ήταν στην πραγματικότητα άντρας και το όνομά του ήταν Τζον Ρίκενερ. Μεταμφιεζόταν σε γυναίκα και προσέφερε σεξουαλικές υπηρεσίες, χωρίς να αποκαλύπτει το πραγματικό του φύλο. Έτσι ο Τζον Μπρίτμπι βρέθηκε ένοχος για ένα από τα βαρύτερα αδικήματα του Μεσαίωνα, το σοδομισμό. Στο επίσημο έγγραφο της κατάθεσης, η πράξη δεν κατονομάζεται, αλλά χαρακτηρίζεται ως «αυτή η απεχθής, ακατανόμαστη και ατιμωτική αμαρτία».
Τζον Ρίκενερ (1395)
Στα αρχεία της ανάκρισης, που είναι και τα μοναδικά έγγραφα εκείνης της εποχής που αναφέρουν σεξ μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου, δεν αναφέρεται η ποινή που τους επιβλήθηκε. Στάθηκαν τυχεροί, καθώς ο νόμος, που όριζε ότι ο σοδομισμός τιμωρείται με εκτέλεση δι’ απαγχονισμού εφαρμόστηκε έναν αιώνα αργότερα, το 1533. Μέχρι τότε, οι υποθέσεις σοδομισμού τιμωρούνταν αποκλειστικά από την εκκλησία και αντιμετωπίζονταν ως αμαρτωλή πράξη και όχι εγκληματική.
Η Ελεονόρα ήταν ο Τζον Ρίκενερ και έκανε διπλή ζωή
Ο Ρίκενερ κατέθεσε ότι έμαθε την «τέχνη του αμαρτωλού έρωτα» από μία γυναίκα ονόματι Άννα, που του έδειξε πώς να φέρεται και να μιλάει σαν γυναίκα. Η Άννα εργαζόταν ως πόρνη και εξυπηρετούσε έναν υπηρέτη του Σερ Τόμας Μπλάουντ, ο οποίος αργότερα καρατομήθηκε και εκτελέστηκε γιατί πρόδωσε τον βασιλιά Ερρίκο Δ’. Ο Ρίκενερ ήταν τόσο πειστικός ως γυναίκα, που συνήθιζε να εργάζεται και ως μοδίστρα για να συμπληρώσει το εισόδημά του. Προαγωγός του υπήρξε η Ελίζαμπεθ Μπρόντερερ, η γυναίκα που τον έντυσε με γυναικεία ρούχα για πρώτη φορά.
Η Μπρόντερερ έστελνε την κόρη της, Άλις, στα κρεβάτια των πελατών τη νύχτα χωρίς φως και τα ξημερώματα όταν έφευγε η κόρη της, παρουσίαζε τον Τζον ντυμένο γυναίκα. Έτσι, έπειθε τους πελάτες ότι είχαν περάσει τη νύχτα μαζί του. Το πρωτότυπο της κατάθεσης του Ρίκενερ Στη συνέχεια της κατάθεσής του, ο Ρίκενερ αποκάλυψε τα ονόματα πολλών πελατών του, που αποδεικνύουν ότι η σεξουαλική ζωή των ανθρώπων του Μεσαίωνα δεν περιοριζόταν από θρησκευτικούς όρκους και εκκλησιαστικά αξιώματα. Τακτικός πελάτης του ήταν ο ιερέας της ενορίας Theydon Garmon, Φίλιπ, που πίστευε ότι ο Ρίκενερ ήταν γυναίκα. Ο Ρίκενερ έκλεψε δύο ιερατικά ενδύματα απ’ τον Φίλιπ και όταν ο ιερέας τα ζήτησε πίσω, ο Ρίκενερ ισχυρίστηκε ότι ήταν η σύζυγος ενός πολύ ισχυρού άντρα και θα του έκανε μήνυση.
Η «Ελεονόρα» αποκάλυψε ότι μία μέρα πριν από τη γιορτή του Αγίου Μιχαήλ, που γιορτάζουν οι καθολικοί στις 29 Σεπτεμβρίου, συνευρέθηκε με δύο Φραγκισκανούς μοναχούς που τον πλήρωσαν με ένα χρυσό δαχτυλίδι, έναν μοναχό του Τάγματος των Καρμηλιτών και έξι αλλοδαπούς. Όταν επέστρεψε στο Λονδίνο, εξυπηρέτησε τρεις εφημέριους εκκλησιών, πίσω από την εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης στον Πύργο του Λονδίνου. Οι άνθρωποι της εκκλησίας ήταν οι αγαπημένοι πελάτες του Ρίκενερ, καθώς του έδιναν αδρό φιλοδώρημα. Βέβαια, ο Ρίκενερ δεν περιοριζόταν μόνο στους άντρες.
Ως Τζον Ρίκενερ, συνευρέθηκε με τη «Τζόαν, κόρη του Τζον Μάθιου» και πλήθος άλλων γυναικών, η πλειονότητα των οποίων ήταν μοναχές. Η διασωθείσα κατάθεση του «αμαρτωλού και εκδιδόμενου” άντρα, είναι σημαντική καθώς τεκμηριώνει κάποια από τα ήθη μιας εποχής που ήταν δύσκολο να αφήσει γραπτές πηγές για πράξεις που ήταν σοβαρά αδικήματα και η τιμωρία ήταν αυστηρή....