Ο Γουίλιαμ Χέιλ Τόμσον εκλέχτηκε δήμαρχος του Σικάγου τρεις φορές, υπηρετώντας δύο θητείες από το 1915-1923 και άλλη μία από το 1927-1931.
Κι ενώ το έλεγαν για χρόνια, ήταν στην τρίτη και τελευταία παρουσία του στον δημαρχιακό θώκο που είχε πολιτικό σύμβουλο και βασικό χρηματοδότη κανέναν άλλο από τον διαβόητο μαφιόζο Αλ Καπόνε, το αφεντικό του οργανωμένου εγκλήματος του Ιλινόις!
Πάνελ σοφών το 1993 τον χαρακτήρισε ως τον πιο διεφθαρμένο πολιτικό άντρα που πέρασε ποτέ από τη δημόσια ζωή των ΗΠΑ, αν και οι εφημερίδες το ήξεραν αυτό ήδη από την εποχή του.
Η «Chicago Tribune» έγραφε εξάλλου το 1931: «Για το Σικάγο, ο Τόμσον σήμαινε βρόμα, διαφθορά, αισχρότητα, ηλιθιότητα και χρεοκοπία…
Έχει δώσει στην πόλη μια παγκόσμια φήμη για παροιμιώδη βωμολοχία, εγκληματική βαρβαρότητα, θριαμβευτική αλητεία και τραγική υπηκοότητα. Διέλυσε τα ταμεία και κατέστρεψε εντελώς την περηφάνια της πόλης. Έκανε το Σικάγο συνώνυμο της παρακμής του αμερικανικού πολιτισμού».
Η εφημερίδα είχε όλο το δίκιο με το μέρος της στην πολεμική που εξαπέλυε κατά του πρώτου πολίτη του Σικάγου.
Ο Γουίλιαμ Χέιλ «Μεγάλος Μπιλ» Τόμσον ήταν ένας κοντόφθαλμος πολιτικός που στράφηκε στην ξενοφοβία και τον μισαλλόδοξο λόγο για να ξεπλύνει τα εγκλήματά του και να εκτρέψει την κοινή γνώμη από την ανικανότητα της διακυβέρνησής του.
Υποσχόταν στους ψηφοφόρους του πως θα «έδινε μπουνιά στη μύτη του βασιλιά Γεωργίου», αν ο βρετανός μονάρχης τολμούσε ποτέ να πατήσει στον δήμο του!
Η επίθεσή του στον βασιλικό οίκο της Αγγλίας δεν ήταν βέβαια συμβολική, καθώς το 1927 τοποθέτησε έναν σύμβουλό του επικεφαλής του ξεκαθαρίσματος της Δημοτικής Βιβλιοθήκης από την «ανατρεπτική βρετανική λογοτεχνία», θυμίζοντας πολύ σοβιετικό κομισάριο.
«Αν βρω έστω και ένα βιβλίο υπέρ των Βρετανών», έλεγε ο ανεκδιήγητος δήμαρχος, «θα το δώσω στον δήμιο της πόλης να το κάψει στην όχθη της λίμνης».
Δεν ήταν βέβαια τα κηρύγματα μίσους του αυτά που έμειναν θρυλικά, αλλά η ευθεία σχέση του με τον υπόκοσμο, το ίδιο το οργανωμένο έγκλημα δηλαδή που υποσχόταν για 12 ολόκληρα χρόνια να πατάξει!
Η πρώτη του θητεία ήταν μάλιστα σχετικά ορθολογική, μιας και τότε διατηρούσε ακόμα προεδρικές φιλοδοξίες. Τα πράγματα ξέφυγαν όταν επέστρεψε στη θέση του το 1927, όπου εγκατέλειψε τις υπεκφυγές και τους αυτοπεριορισμούς.
Τότε ήταν που έγινε θρύλος κυκλοφορώντας στην πόλη με δυο ποντίκια μέσα σε κλουβί κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας.
Τα ονόμαζε «Ντιλ» και «Φρεντ», από τα ονόματα των εσωκομματικών του αντιπάλων, Τζον Ντιλ Ρόμπερτσον και Φρεντ Λάντιν, και τα περιέφερε σε όλη την πόλη κατασυκοφαντώντας τους πολιτικούς του κόμματός του.
Τίποτα βέβαια δεν μπορούσε να συγκριθεί με τις αγαστές του σχέσεις με τον υπόκοσμο και τη συμμορία του Αλ Καπόνε, καθώς ο δήμαρχος παραέκανε τα στραβά μάτια στην παράνομη διακίνηση και πώληση αλκοόλ στην πόλη του καταμεσής της Ποτοαπαγόρευσης.
Τα χαλαρά του ήθη και οι καραβιές των χρημάτων με τις οποίες τον λάδωνε ο Καπόνε τον έκαναν ακόμα και να δεσμευτεί δημοσίως ότι οι (δημοτικοί) αστυνομικοί του δεν θα κρυφοκοιτούσαν από τα παράθυρα των παράνομων μπαρ, καραδοκώντας να συλλάβουν τους πολίτες του που το έτσουζαν λιγάκι.
Όλα του τα καμώματα έχασαν ωστόσο την απήχησή τους μέχρι το 1931, όταν εξαιτίας των πολιτικών του η πόλη βουτήχτηκε στο έγκλημα και το αίμα, όντας ο απόλυτος παιδότοπος της Μαφίας.
Κι έτσι έμεινε θρύλος αυθαιρεσίας, ανηθικότητας και δημόσιας διαφθοράς, ένα μαύρο ορόσημο που καμιά πόλη δεν ήθελε να ζήσει. Η κληρονομιά του ρεπουμπλικανού δημάρχου ήταν μάλιστα τέτοια στο Σικάγο που η πόλη δεν εξέλεξε ποτέ ξανά υποψήφιο των Ρεπουμπλικανών μέχρι και σήμερα, το 2016!
Πρώτα χρόνια
Ο Γουίλιαμ Χέιλ Τόμσον γεννιέται στις 14 Μαΐου 1869 στη Βοστόνη της Μασαχουσέτης, η οικογένεια μετακομίζει ωστόσο στο Σικάγο όταν ο μικρός ήταν δεν ήταν εννιά ημερών.
Για τα παιδικά του χρόνια δεν είναι και πολλά γνωστά, ξέρουμε πάντως ότι ο «Μπιγκ Μπιλ», όπως τον έλεγαν όλοι, δεν πήγε στο πανεπιστήμιο μετά το σχολείο.
Σε ηλικία 12 ετών, συνελήφθη με τους φίλους του καβάλα στα άλογά τους να κυνηγούν φανταστικούς Ινδιάνους στον κεντρικό δρόμο του Σικάγου. Οικονομικό πρόβλημα δεν είχε εξάλλου ποτέ, καθώς ο πατέρας είχε άφθονο παραδάκι και ξελάσπωνε πάντα τον γιο του όταν έμπλεκε.
Αφού όργωσε την Ευρώπη και χόρτασε τα νιάτα του, επέστρεψε στις ΗΠΑ, όπου ο πατέρας τού αγόρασε ένα ράντσο στα δυτικά της Νεμπράσκα, μιας και ο τζούνιορ είχε κόλλημα με την Άγρια Δύση και τους καουμπόηδες.
Αργότερα εγκαταστάθηκε στο Τέξας και το Νέο Μεξικό μετά, διατηρώντας πάντα ράντσα με άλογα και ζώα κτηνοτροφίας.
Στο Σικάγο επέστρεψε το 1892, με το που πέθανε ο πατέρας του, φορώντας πια το καπέλο του γελαδάρη με το οποίο θα γινόταν γνωστός.
Με αυτή την εικόνα μπήκε από το παράθυρο στην πολιτική σκηνή του Σικάγου το 1900, πετυχαίνοντας την εκλογή του στη θέση του δημοτικού συμβούλου σε ένα διοικητικό διαμέρισμα της πολιτείας.
Οι εφημερίδες μιλούσαν για τον «καουμπόη δημοτικό σύμβουλο», ο οποίος έκανε «προεκλογική εκστρατεία με το λάσο στο χέρι».
Ο ίδιος συντηρούσε την εικόνα του λαϊκού παιδιού μπαίνοντας με το άλογό του στην αίθουσα που συνεδρίαζε το δημοτικό συμβούλιο…
Ο διαβόητος δήμαρχος του Σικάγου
Ο Τόμσον ανήλθε τα σκαλιά των κοινών και το 1915 εκλέχτηκε για πρώτη φορά δήμαρχος του Σικάγου. Ο 41ος δήμαρχος της πόλης άρχισε από την πρώτη στιγμή την κακοδιαχείριση στα δημόσια ταμεία.
Ένα από τα πρώτα έργα του ήταν ένας ειδικός φόρος που επέβαλε στους δημοτικούς υπαλλήλους για να αυξήσει τον προσωπικό του κορβανά, θέλοντας να κατέβει για υποψήφιος πρόεδρος των ΗΠΑ!
Στις εκλογές του 1919 κατηγορήθηκε για νοθεία και λέγεται (δεν αποδείχτηκε ποτέ) ότι κατάφερε να αποσπάσει με δόλο τις ψήφους των 75.000 αφροαμερικανών πολιτών του Σικάγου.
Η εμπλοκή του όμως κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του μαύρου πληθυσμού του Σικάγου το καλοκαίρι του 1919 έχει περιγραφεί επακριβώς, όταν και κατάφερε με άνομα μέσα να προσεταιριστεί το μαύρο στοιχείο της πόλης.
Η διγλωσσία του υπήρξε παροιμιώδης. Ως Ρεπουμπλικανός, προσπάθησε να πάρει τους διαχρονικά ταγμένους Δημοκρατικούς Αφρο-Αμερικανούς με το μέρος του, διορίζοντας μαύρο δημοτικό σύμβουλο.
Γι’ αυτό και οι ρατσιστές πολίτες του Σικάγου αποκαλούσαν τώρα το δημαρχιακό μέγαρο «Καλύβα του Μπαρμπα-Θωμά». Ο ίδιος δεν ήταν όμως ποτέ υπέρμαχος των δικαιωμάτων της αφρο-αμερικανικής κοινότητας!
Η δεύτερη αυτή θητεία του χαρακτηρίστηκε από πολυάριθμα σκάνδαλα διαφθοράς και διασπάθισης δημόσιου χρήματος, γι’ αυτό και παρά τη δημοτικότητά του αποφάσισε να μην κατέβει στις εκλογές του 1923, μπας και ξεχαστούν τα έκνομα καμώματά του.
Από τις εκλογές του 1923 αποσύρθηκε άρον-άρον όταν ενεπλάκη σε οικονομικό σκάνδαλο με τις σχολικές προμήθειες. Όπως αποδείχτηκε, είχε λαδωθεί από εργολάβο για να πάρει το έργο, παρέχοντάς του μπόλικες ακόμα πολιτικές εκδουλεύσεις, πάντα με το αζημίωτο.
Ο υποψήφιος των Δημοκρατικών, Γουίλιαμ Ντέβερ, πήρε άνετα τις εκλογές από τον Ρεπουμπλικανό που αντικατέστησε τελευταία στιγμή τον Τόμσον.
Τώρα έκανε τρελά και παλαβά εκτός δημαρχιακού θώκου. Οργάνωσε, για παράδειγμα, μια «επιστημονική» αποστολή στις Νότιες Θάλασσες με το καράβι του «Μπιγκ Μπιλ» για την ανεύρεση αυτού που ο ίδιος ονόμαζε «ψάρι που αναρριχάται στα δέντρα»!
Δεν ήταν παρά μια θεότρελη προσπάθεια να παραμείνει στα φώτα της δημοσιότητας, μιας και η εκστρατεία του ποτέ δεν πήγε νοτιότερα από τη Νέα Ορλεάνη.
Το ίδιο έκανε και το 1927, λίγο πριν από τη νέα προεκλογική του εκστρατεία για τον δήμο του Σικάγου, όταν παρέα με 500 καουμπόηδες κατέβηκε τον Μισισιπή με το ποταμόπλοιό του, σε ένα ταξίδι καλής θέλησης υποτίθεται για τη σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ των δύο πόλων (Σικάγου και Νέας Ορλεάνης).
Το καράβι του έδεσε στο λιμάνι της Νέας Ορλεάνης και έγινε πόλος έλξης των ντόπιων ψαράδων. Σύντομα όμως μπήκε στο στόχαστρο της ομοσπονδιακής αστυνομίας, καθώς δεν ήταν παρά άντρο διακίνησης παράνομου αλκοόλ!
Ο ίδιος σύρθηκε στα δικαστήρια, τη γλίτωσε όμως λόγω των σχέσεών του με το οργανωμένο έγκλημα της Μαφίας.
Οι εκλογές του 1927 έγιναν μάλιστα μέσα στο αιματοβαμμένο ξεκαθάρισμα λογαριασμών των συμμοριών του Σικάγου.
Την ώρα που υποσχόταν να καθαρίσει την πόλη από το έγκλημα και κατακεραύνωνε τον εν ενεργεία δήμαρχο για ανικανότητα, τα έπαιρνε από τον Καπόνε, ο οποίος του έδωσε μια ολόκληρη περιουσία, όχι λιγότερα από 250.000 δολάρια(!), για τον προεκλογικό του αγώνα.
Ο οποίος θα δει τον υποψήφιο δήμαρχο να οργώνει το Σικάγο με τα δυο ποντίκια του, κηλιδώνοντας τους αντιπάλους του με τρόπο που σπάνια θα ξανάβλεπε ο κόσμος να ντροπιάζει κάθε ίχνος πολιτικού πολιτισμού.
Θριάμβευσε τελικά στις εκλογές με τις βαρύγδουπες δηλώσεις του και τις αθέμιτες στρατηγικές του, αν και για το έγκλημα, τον κύριο μοχλό της καμπάνιας του, δεν έκανε φυσικά τίποτα.
Αντιθέτως, έστρεψε το στόχαστρό του στους Βρετανούς, επιδιδόμενος σε διχαστικό λόγο και κηρύγματα μίσους κατά εθνοτικών ομάδων και θρησκευτικών μειονοτήτων. Η αποπροσανατολιστική εκστρατεία του πέτυχε αρχικά τον σκοπό της, ένα κωμικοτραγικό μείγμα ρατσισμού και κατάφωρης βλακείας. Τουλάχιστον αρχικά.
Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου, αναφέρουμε ενδεικτικά, ήταν τόσο αντι-Βρετανός και υποστήριζε τόσο φανατικά τους Γερμανούς που οι πολιτικοί του εχθροί τον αποκαλούσαν «κάιζερ Μπιλ».
«Μεγάλο Μπιλ» τον λέγανε όχι μόνο από το όνομα του καραβιού του, αλλά εξαιτίας της αλαζονικής και πομπώδους προσωπικότητάς του, που στην πολιτική σκηνή της Ποτοαπαγόρευσης είχε μεγάλη πέραση.
Ο μεγαλύτερος εχθρός του Σικάγου, κατά τον Τόμσον, δεν ήταν η Μαφία που είχε εγκαθιδρύσει τον δικό της αιματηρό νόμο, αλλά ο βρετανός μονάρχης Γεώργιος Ε’.
Ο Τόμσον ήταν πεπεισμένος ότι η βρετανική προπαγάνδα είχε παρεισφρήσει για τα καλά στα σχολεία και τη Δημοτική Βιβλιοθήκη του Σικάγου, γι’ αυτό και έκανε μια τεράστια εκστρατεία για να καθαρίσει τους εκπαιδευτικούς χώρους από τους μιαρούς Βρετανούς.
Φαινόταν πάντως να μην μπορεί να ξεχωρίσει ποιος φταίει, μπερδεύοντας συχνά τον σύγχρονό του Γεώργιο Ε’ και με τον Γεώργιο Γ’, που φορούσε το βρετανικό στέμμα κατά τη διάρκεια της Αμερικανικής Επανάστασης!
Η παράνοιά του με τη βρετανική προπαγάνδα θα ήταν εντελώς κωμική, αν δεν ήταν τραγικότατη και άφηνε τη δική της σφραγίδα στην πολύπαθη ιστορία του Σικάγου.
Τίποτα βέβαια απ’ όλα αυτά δεν θα είχε σημασία αν ο αγώνας του δεν ήταν χρηματοδοτούμενος από τον Αλ Καπόνε, όταν ο δήμαρχος έγινε η επίσημη φωνή του μαφιόζου αλλά και το τσιράκι του στον νόμο. Όταν κατέβηκε για τρίτη φορά το 1927, το Σικάγο είχε ήδη μετρήσει μια σειρά από αιματηρά ξεκαθαρίσματα λογαριασμών, την ίδια ώρα που η δημοτική αστυνομία έκλεινε το ένα παράνομο μπαρ πίσω από το άλλο.
Ο εν ενεργεία δήμαρχος Ντέβερ είχε κηρύξει πράγματι ολομέτωπο πόλεμο στη Μαφία, διώχνοντας τον Καπόνε από την πόλη! Ο υποψήφιος Τόμσον έκλεινε το μάτι τόσο στους μεν όσο και τους δε, καθώς ήξερε ότι οι πολίτες λαχταρούσαν μια γουλιά αλκοόλ, που τόσο τους την είχε στερήσει ο σταυροφόρος Ντέβερ.
«Η διοίκηση Ντέβερ έχει στα χέρια της ένα από τα μεγαλύτερα ρεκόρ του Σικάγου στο κλείσιμο επιχειρήσεων», ήταν η μόνιμη επωδός του Τόμσον στις ομιλίες του: «Όταν εκλεγώ, όχι μόνο θα ξανανοίξουμε τα μέρη που έκλεισαν αυτοί οι άνθρωποι, αλλά θα ανοίξω προσωπικά και άλλα 10.000 καινούρια».
Οι «επιχειρήσεις» ήταν φυσικά η κωδικοποιημένη ορολογία για τα παράνομα μπαρ (τα διαβόητα speakeasies των ΗΠΑ). Ο Καπόνε ένιωθε τέτοια υποχρέωση στην επίσημη κυβερνητική φωνή του που κρέμασε το πορτρέτο του δημάρχου στο στρατηγείο του!
Και του έδωσε φυσικά εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια για να κάνει μια τεράστια σε έκταση (και λάσπη) εκστρατεία που διασφάλισε την επανεκλογή του.
Ο «νονός» Αλ έκανε όμως και κάτι ακόμα για να βοηθήσει τον καλό του φίλο. Έστειλε τα τσιράκια του να διαταράζουν την ομαλή διεξαγωγή της ψηφοφορίας στα εκλογικά κέντρα που ήταν δυνατός ο αντίπαλος του Τόμσον, πετώντας χειροβομβίδες ή γαζώνοντάς τα με σφαίρες!
Ως αντάλλαγμα, ο Τόμσον διόρισε ένα από τα πρωτοπαλίκαρα του Καπόνε ως σύμβουλό του, δίνοντάς του ακόμα και θέση στο δημοτικό συμβούλιο, για να μαθαίνει ο «νονός» από πρώτο χέρι τις κινήσεις του δήμου και της αστυνομίας. Ό,τι συνέβαινε στο Δημαρχείο το ήξερε πια ο Καπόνε τη στιγμή που γινόταν.
Ο Αλ ήταν τώρα ανενόχλητος και επέκτεινε τις επιχειρήσεις του σε πολλά και διάφορα. Μετάφερε το στρατηγείο του σε ένα ξενοδοχείο απέναντι από το Δημαρχείο, διατηρώντας παράνομες χαρτοπαικτικές λέσχες ακόμα και δίπλα στην Αστυνομία! Στη βιογραφία του Τόμσον («Big Bill of Chicago»), οι δύο βιογράφοι του παρατηρούν χαρακτηριστικά:
«Ο Καπόνε ήταν δυνατός και γινόταν τώρα δυνατότερος μέρα με τη μέρα, καθώς οι φίλοι του στο Δημαρχείο προφύλασσαν τα συμφέροντά του και γέμιζαν τα χρηματοκιβώτιά τους με μετρητό». Αν πρέπει να το πούμε, ο Τόμσον ήταν δήμαρχος κατά τη διαβόητη Σφαγή της Ημέρας του Αγίου Βαλεντίνου.
Αυτή θα ήταν βέβαια η τελευταία του θητεία στον δημαρχιακό θώκο του Σικάγου, καθώς πλέον η υποστήριξή του στον αρχιμαφιόζο δεν μπορούσε να κρυφτεί. Ο νέος πολιτικός του αντίπαλος έκανε μάλιστα αιχμή του δόρατος της προεκλογικής του εκστρατείας αυτή ακριβώς τη σχέση του Τόμσον με τον Καπόνε.
Ο Τόμσον προσπάθησε να κηλιδώσει τον τσεχικής καταγωγής υποψήφιο των Δημοκρατικών με μια σειρά εθνικιστικών και ρατσιστικών κορόνων, που δεν βρήκαν βέβαια και πολλά αυτιά στο πολυπολιτισμικό κοινό του Σικάγου…
Τελευταία χρόνια
Παρά το γεγονός ότι όλοι ήξεραν τώρα ποιος ήταν ο διαβόητος δήμαρχος του Σικάγου που είχε συμβάλει τα μέγιστα στο να μετατραπεί η πόλη σε άντρο της ανομίας, ο ίδιος δεν έκατσε στα αυγά του.
Κατέβηκε αρκετές ακόμα φορές υποψήφιος για διάφορες κυβερνητικές θέσεις, μιας και το διαχρονικό του όνειρο ήταν το Κογκρέσο, αν και απέτυχε παταγωδώς.
Κι έτσι έγινε ολοένα και πιο ερημίτης και σπανίως εγκατέλειπε το ησυχαστήριό του, μια σουίτα που νοίκιαζε σε ακριβό ξενοδοχείο του Σικάγου.
Η γυναίκα του είχε πεθάνει μέχρι τότε και κανείς δεν επισκεπτόταν πια τον κολλητό του Καπόνε. Ο μόνος άνθρωπος που φαινόταν να παραμένει πιστός φίλος του ήταν η μαντάμ Γκριν, η γραμματέας του όταν ήταν δήμαρχος.
Η τελευταία πράξη στο έργο της ζωής του θα πέσει στις 19 Μαρτίου 1944, όταν εγκαταλείποντας τα εγκόσμια οι εφημερίδες θα ασχολούνταν για άλλη μια φορά μαζί του.
Εκείνη την ημέρα ανοίχτηκαν τα δύο χρηματοκιβώτια που διατηρούσε, όπου και βρέθηκαν 1,84 εκατ. δολάρια σε μετρητό και μετοχές! Η Γκριν αξίωσε μερίδιο της τεράστιας προσωπικής περιουσίας του παλιού δημάρχου, που έφτανε στα 2,1 εκατ. δολάρια, και συγκατατέθηκε τελικά με 250.000 δολάρια.
Όπως το είπε το περιοδικό «Time» ήδη από το 1931, ο δήμαρχος Τόμσον ήταν ο κατεξοχήν υπεύθυνος για τη δημιουργία ενός νέου πολιτικού ήθους στον 20ό αιώνα, το «στιλ Σικάγο»…