Ο κόσμος της μουσικής διαθέτει αμέτρητα τραγούδια και μελωδίες που έχουν τη δύναμη να μεταβάλλουν άμεσα τη διάθεση των ακροατών τους. Γίνεται όμως ένα τραγούδι να οδηγήσει τους ανθρώπους στην αυτοχειρία;
Ένας τέτοιος ισχυρισμός συνοδεύει το μελαγχολικό και σκοτεινά όμορφο τραγούδι «Gloomy Sunday» (Ζοφερή Κυριακή), το οποίο λέγεται πως είναι υπεύθυνο για την αυτοκτονία περισσότερων από 200 ανθρώπων. Ο θρύλος λέει ότι το «Gloomy Sunday» γράφτηκε μια βροχερή Κυριακή του 1932 στο Παρίσι από τον Ούγγρο συνθέτη Ρέζε Σέρες.
Το προηγούμενο βράδυ η κοπέλα του είχε δώσει τέλος στον δεσμό τους και ο Σέρες καθόταν στο διαμέρισμά του, απελπισμένος και μόνος. Εκεί που άκουγε την ακατάπαυστη βροχή, μια παράξενη και μελαγχολική μελωδία στριφογύριζε στο μυαλό του.
Αμέσως κάθισε, τη σημείωσε και πρόσθεσε λόγια που περιέγραφαν τις σκέψεις ενός άνδρα του οποίου η ερωμένη είχε πεθάνει και σκεφτόταν να αυτοκτονήσει, ώστε να ξεφύγει από τη μοναχική ζωή και να ενωθεί ξανά με εκείνη.
Ονόμασε το τραγούδι «Gloomy Sunday» και άρχισε να ψάχνει μουσικούς παραγωγούς. Κανείς όμως δεν θέλησε να ασχοληθεί.
Μόνο ένας παραγωγός, αφού άκουσε το τραγούδι, γύρισε και είπε στον Σέρες: «Δεν είναι ότι το τραγούδι είναι θλιμμένο. Υπάρχει μια μορφή τρομερά ακαταμάχητης απελπισίας σε αυτό. Νομίζω ότι σε κανέναν δεν θα έκανε καλό να ακούσει ένα τραγούδι σαν κι αυτό».
Ο ανατριχιαστικός αστικός μύθος της «Ζοφερής Κυριακής»
Ο Σέρες βρήκε τελικά παραγωγό και το τραγούδι του έγινε μεγάλη επιτυχία στην Ευρώπη. Πολλοί σύντομα άρχισαν να συμβαίνουν διάφορα παράξενα γεγονότα τα οποία συνδέθηκαν με το «Gloomy Sunday».
Κυκλοφορούσε η φήμη ότι πολλοί άνθρωποι οδηγήθηκαν να αφαιρέσουν μόνοι τους τη ζωή τους από τα συναισθήματα τρομερής και ακαταμάχητης θλίψης που ενέπνεε το τραγούδι.
Το πρώτο γνωστό θύμα ήταν ένας νεαρός άνδρας που καθόταν σε μια καφετέρια της Βουδαπέστης και ζήτησε από την ορχήστρα να παίξει τη «Ζοφερή Κυριακή».
Αφού άκουσε το τραγούδι, γύρισε στο σπίτι του κι αυτοπυροβολήθηκε στο κεφάλι.
Οι αρχικοί στίχοι του τραγουδιού αντικαταστάθηκαν από ελαφρώς λιγότερο πικρούς και απελπισμένους στίχους από τον ούγγρο ποιητή Λάσλο Γιάβορ, με αποτέλεσμα η επιτυχία του να εξαπλωθεί πέρα από την ηπειρωτική Ευρώπη.
Μεταφράστηκε στα Αγγλικά από τους Σαμ Λιούις και Ντέσμνοντ Κάρτερ και ηχογραφήθηκε το 1935 από τον Πολ Ρόμπσον. Μαζί με τη διεθνή επιτυχία όμως, ήθαν ακόμη περισσότερες ιστορίες για την ολέθρια επίδρασή του σε κάποιους ακροατές.
Κάτοικοι μιας πολυκατοικίας στο Λονδίνο σάστισαν από την ένταση του τραγουδιού που ακουγόταν από ένα διαμέρισμα. Κάποια στιγμή δεν άντεξαν άλλο, χτύπησαν την πόρτα του γείτονα. Δεν πήραν απάντηση, παραβίασαν την είσοδο και βρήκαν νεκρή την ιδιοκτήτρια, μια νεαρή κοπέλα.
Είχε ρυθμίσει το γραμμόφωνο να επαναλαμβάνει το τραγούδι και είχε πάρει υπερβολική δόση ουσιών.
Η πρώτη έκδοση του μελαγχολικού τραγουδιού:
Αυτόχειρας και η αγαπημένη του Σέρες Το τραγούδι έγινε επίσης επιτυχία στην Αμερική το 1936 μέσα από μια ιδιαίτερη καμπάνια που το διαφήμιζε ως το «ουγγρικό τραγούδι αυτοκτονίας». Πολλοί καλλιτέχνες ηχογράφησαν εκδόσεις του, ανάμεσά τους οι Μπίλι Χόλιντεϊ, Άρτι Σο, Σάρα Βον και Ρέι Τσαρλς Ένα ακόμη θύμα ήταν και η κοπέλα που είχε χωρίσει τον Σέρες.
Ο τελευταίος, μετά την επιτυχία του τραγουδιού, ήρθε σε επαφή μαζί της, ελπίζοντας σε μια επανασύνδεση, αλλά ανακάλυψε ότι είχε πάρει δηλητήριο. Δίπλα στο σώμα της υπήρχε ένα φύλλο χαρτιού όπου είχε γράψει τους στίχους του «Gloomy Sunday». Μέτρα της ουγγρικής κυβέρνησης για τις αυτοκτονίες Συνολικά περίπου 200 θάνατοι έχουν συνδεθεί με το τραγούδι!
Στο Βερολίνο, μια νεαρή καταστηματάρχισσα κρεμάστηκε και κάτω από τα πόδια της βρισκόταν ένα αντίγραφο της παρτιτούρας του τραγουδιού. Στη Νέα Υόρκη, μια δακτυλογράφος αυτοκτόνησε με αέριο, αφήνοντας πίσω της ένα σημείωμα όπου ζητούσε να παίξουν στην κηδεία της το «Gloomy Sunday». Στη Ρώμη ένα αγόρι άκουσε ένα ζητιάνο να σιγοτραγουδά τον σκοπό.
Πήγε στο ζητιάνο, του έδωσε όλα του τα χρήματα, πήδηξε και πνίγηκε στον Τίβερη. Καθώς η δεκαετία του ’30 πλησίαζε στο τέλος της, η ουγγρική κυβέρνηση, η οποία ανησυχούσε όλο και περισσότερο, άρχισε να αποθαρρύνει τις δημόσιες εκτελέσεις του τραγουδιού. Στο βιβλίο
«The Unnexplained», ο Καρλ Σούκερ, έγραψε ότι πολλοί μουσικοί ήταν ευγνώμονες για αυτό, επειδή είχαν αρχίσει να ανησυχούν για τη δική τους νοητική υγεία. Αυτή την ανησυχία τη μοιράζονταν και άλλες χώρες.
Το BBC εξέτασε την πιθανή απαγόρευση του άσματος από τα ραδιοκύματα και αρκετοί ραδιοσταθμοί στις ΗΠΑ λέγεται ότι αρνούνταν να το παίξουν.
Ο Σούκερ συνέχισε με την ιστορία ενός πιλότου, του Γκόρντον Μπεκ, ο οποίος υπηρέτησε με την 76η Μοίρα στη βάση Γεράβντα της ΡΑΦ στην Πούνα της Ινδίας.
Ο Μπεκ θυμόταν πως το 1946 ένας από τους πιλότους αναστατωνόταν κάθε φορά που άκουγε το «Gloomy Sunday» και ισχυριζόταν ότι τον έκανε να θέλει να αυτοκτονήσει.
Το τέλος του συνθέτη Αν και η ιστορία του «Gloomy Sunday» έχει όλα τα στοιχεία που συνθέτουν έναν ανατριχιαστικό αστικό μύθο, δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου τεκμηριωμένες αποδείξεις που να υποστηρίζουν τους ισχυρισμούς σχετικά με το απόκοσμα όμορφο τραγούδι.
Οι αναφορές για αυτοκτονίες και ραδιοφωνικές απαγορεύσεις μοιάζουν περισσότερο ανυπόστατες φήμες παρά πραγματικά συμβάντα.
Ορισμένοι σχολιαστές υποστήριξαν ότι το BBC απαγόρευσε το τραγούδι και ότι η απαγόρευση ισχύει μέχρι σήμερα. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Αναμφίβολα όμως μια σκιά θλίψης βαραίνει το τραγούδι και την ιστορία του.
Το 1968 ο συνθέτης και δημιουργός των αρχικών του στίχων, Ρέζε Σέρες αυτοκτόνησε πηδώντας από το διαμέρισμά του.
Η νεκρολογία του στους «New York Times», έλεγε: «Βουδαπέστη, 13 Ιανουαρίου. Ο Ρέζε Σέρες, του οποίου το διάσημο θρηνητικό τραγούδι «Gloomy Sunday» έχει κατηγορηθεί ότι προκάλεσε κύμα αυτοκτονιών κατά τη δεκαετία του 1930, έγινε γνωστό σήμερα ότι έδωσε τέλος στη ζωή του αυτοκτονώντας.
Οι αρχές αποκάλυψαν ότι ο Σέρες πήδηξε από ένα παράθυρο του μικρού του διαμερίσματος στη Βουδαπέστη την προηγούμενη Κυριακή, λίγο μετά τα 69α γενέθλιά του.
Η δεκαετία του 1930 είχε χαρακτηριστεί από οξεία οικονομική ύφεση και πολιτικές αναταραχές που επρόκειτο να οδηγήσουν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το μελαγχολικό τραγούδι που γράφτηκε από τον Σέρες, με στίχους του φίλου του Λάσλο Γιάβορ, κορυφώνεται με τη φράση «Η καρδιά μου κι εγώ αποφασίσαμε να τα τελειώσουμε όλα». Το τραγούδι είχε κατηγορηθεί για δραματική αύξηση των αυτοκτονιών και οι ουγγρικές αρχές τελικά το απαγόρεψαν. Ο Σέρες παραπονέθηκε ότι η επιτυχία του «Gloomy Sunday» τελικά αύξησε τη δυστυχία του, επειδή γνώριζε πως δεν θα μπορούσε ποτέ να γράψει μια δεύτερη ανάλογη επιτυχία».