Διαβάστε την απίστευτη ιστορία του Αμερικάνου φαντάρου που πολέμησε στο πλευρό το Κόκκινου Στρατού και ερωτεύτηκε τη όμορφη Ρωσίδα γυναίκα διοικητή του.
Αεροδρόμιο Ράσμπερι, Αγγλία, ξημερώματα 6ης Ιουνίου 1944, ώρα 00.10
Στο δίχως φώτα, λόγω της συσκότισης, στρατόπεδο της 101ης αερομεταφερόμενης μεραρχίας των ΗΠΑ επικρατούσε νεκρική σιγή. Έξω από τα μεγάλα μεταγωγικά αεροπλάνα, που θα τους μετέφεραν σε λίγη ώρα, οι αλεξιπτωτιστές είχαν καθίσει στον διάδρομο προσγείωσης και έκαναν έναν τελευταίο έλεγχο στα όπλα και τον γυλιό τους. Είχαν απλώσει τα πράγματά τους επάνω στις ανοιχτές κουβέρτες και επαναλάμβαναν ρυθμικά και μονότονα τι έπρεπε να έχουν μαζί τους. «Τουφέκι, πέντε γεμιστήρες, μαχαίρι, χάρτης, πυξίδα, σημειωματάριο, μολύβι, καθρέπτης σημάτων, μικρός φακός, σφυρίχτρα...».
Τα νεύρα τους ήταν τεντωμένα. Γνώριζαν πως πολλοί δεν θα επέστρεφαν πίσω ζωντανοί. Στην καλύτερη περίπτωση θα επέστρεφαν σακατεμένοι για το υπόλοιπο της ζωής τους. Παρακαλούσαν από μέσα τους να δοθεί η διαταγή για να ριχτούν στη μάχη. Έτσι δεν θα είχαν χρόνο να σκεφτούν εάν θα ζήσουν ή θα πεθάνουν, δεν θα είχαν χρόνο να σκεφτούν τους γονείς, τις γυναίκες, τα παιδιά τους. Όμως ακόμη και τα δευτερόλεπτα περνούσαν βασανιστικά αργά.
Αμούστακα παιδιά οι περισσότεροι, θα συμμετείχαν σε λίγες ώρες στη μεγαλύτερη απόβαση του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Στόχος των screaming eagles, όπως τους έλεγαν, ήταν να πέσουν πίσω από τις γραμμές των ναζί στη Γαλλία, να προκαλέσουν δολιοφθορές και να παραλύσουν το σύστημα επικοινωνιών και ανεφοδιασμού των Γερμανών. Την ίδια στιγμή χιλιάδες αποβατικά σκάφη θα ξεχύνονταν σε έναν αγώνα θανάτου στις ακτές της Νορμανδίας, τη Γιούτα, την Όμαχα, την Γκολντ, την Τζούνο και τη Σουόρντ.
«Τζόζεφ, πού ταξιδεύεις; Έλεγξες την πραμάτεια σου;» είπε γελώντας ο επιλοχίας Σμιθ και έσπρωξε με τις αρβύλες του τον λοχία Τζόζεφ Μπέιρλ, που καθόταν μπροστά στην κουβέρτα του. Εκείνος σήκωσε το μαυρισμένο από το φούμο πρόσωπό του, του χαμογέλασε και μέσα στο σκοτάδι ο επιλοχίας θα έπαιρνε όρκο ότι είδε τα δόντια του Μπέιρλ να λάμπουν. «Ελπίζω να πέρασες από το ΚΨΜ για τη διαθήκη σου, όπως όλοι» του είπε και πήγε στον επόμενο.
Σε λίγη ώρα η αγωνία των αλεξιπτωτιστών πήρε τέλος. Η διαταγή του στρατηγού Μπράντλεϊ της 1ης Στρατιάς, όπου υπαγόταν η 101η, ήταν σαφής: «Ο καιρός ευνοεί. Η παλίρροια στις ακτές της Νορμανδίας το πρωινό που ξημερώνει θα είναι ομοιόμορφη. Θα ζήσετε τη μεγαλύτερη μέρα του πολέμου. Είστε οι ελίτ των δυνάμεων των ΗΠΑ. Δώστε ένα γερό μάθημα στους ναζί».
Εναέριος χώρος Γαλλίας, λίγες ώρες πριν από την D-Day
Μέσα στο αεροσκάφος Douglas c-47s, το οποίο οι φαντάροι αποκαλούσαν «Ντακότα» ή «Ουράνιο τρένο», ο λοχαγός του 5ου λόχου έκανε την τελευταία ενημέρωση στον αέρα. Οι φαντάροι άκουγαν με δυσκολία από τον θόρυβο και τον βόμβο. Δίπλα τους σχεδόν με τα φτερά να ακουμπάνε μεταξύ τους, πετούσαν σε σχηματισμό «V» δεκάδες παρόμοια αεροπλάνα γεμάτα αλεξιπτωτιστές. Ο Τζόζεφ Μπέιρλ κατάλαβε δυο πράγματα. Πρώτον, ότι θα έπεφταν πίσω από την ακτή Γιούτα, σε εδάφη που έβριθαν από γερμανικές δυνάμεις, και, δεύτερον, ότι το σύνθημα αναγνώρισης ήταν «Κεραυνός» και το παρασύνθημα «Αστραπή».
Όταν το ρολόι έδειχνε μιάμιση ώρα μετά τα μεσάνυχτα, τα αεροσκάφη βρισκόντουσαν επάνω στον σκοτεινό ουρανό της Νορμανδίας. Σε λίγα δευτερόλεπτα τα αντιαεροπορικά των Γερμανών άρχισαν να κροταλίζουν λυσσασμένα. Τα τροχειοδεικτικά και οι τεράστιοι προβολείς έκαναν τη νύχτα μέρα. Τα βαριά μεταγωγικά ήταν εύκολοι στόχοι τόσο κοντά που ήταν το ένα με το άλλο. Χτυπημένα σαν μύγες, άφηναν πίσω τους ένα κορδόνι φωτιάς και καπνού καθώς έπεφταν.
Η Ντακότα του Μπέιρλ δεν στάθηκε τυχερή. Στο σκοτεινό κύτος του αεροπλάνου, το κόκκινο φωτάκι έγινε πράσινο και οι αλεξιπτωτιστές άρχισαν να πηδούν. Λίγο πριν πηδήσει ο λοχίας, το σκάφος τρυπήθηκε από αντιαεροπορικά και άρχισε να στροβιλίζεται και να πέφτει.
Ο Μπέιρλ κατάφερε να πηδήξει από ύψος 120 μέτρων, να ανοίξει το αλεξίπτωτο και να σωθεί. Όταν τα πόδια του πάτησαν στη γη και βρήκε τις ανάσες του, έκρυψε το αλεξίπτωτό του, έβγαλε την πυξίδα, τον φακό και τον χάρτη, καλύφθηκε με το αδιάβροχο που είχε στον σάκο του για να μην εντοπιστεί το φως και διαπίστωσε ότι είχε πέσει κοντά στο Saint Côme du Mont. Ένα κόκκινο σημάδι επάνω στο χαρτί τού τράβηξε την προσοχή. Εκεί υπήρχε ένας σταθμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.
Ο λοχίας είχε χάσει την υπόλοιπη ομάδα του. Προχωρούσε στα σκοτάδια σαν σκιά. Κρυβόταν όποτε άκουγε θόρυβο ή ομιλίες. Ύστερα από τέσσερις ώρες κατάφερε να εντοπίσει τον σταθμό. Δεν το σκέφτηκε και πολύ. Σαν φάντασμα τον προσέγγισε και τοποθέτησε τα εκρηκτικά που είχε στον σάκο του. Οι Γερμανοί φρουροί δεν αντιλήφθηκαν το παραμικρό. Όταν απομακρύνθηκε, μια δυνατή έκρηξη, που η λάμψη της έφτανε μέχρι τον ουρανό, σχεδόν τον έριξε στο έδαφος. Τα είχε καταφέρει.
Δυο ζευγάρια αρβύλες ήταν το πρώτο που είδε όταν σήκωσε το κεφάλι του από το χώμα. Το βλέμμα του ανέβηκε αργά και είδε τους Γερμανούς με σκληρά πρόσωπα να τον σημαδεύουν. Παράτησε το όπλο κάτω και σήκωσε τα χέρια. «Τα κατάφερα, φρίτσηδες» σκέφτηκε. «Τώρα δεν με νοιάζει τίποτε». Δεύτερη σκέψη δεν πρόλαβε να κάνει. Ο υποκόπανος από το όπλο του ενός Γερμανού προσγειώθηκε στο πρόσωπό του και όλα σκοτείνιασαν. Δεν πρόλαβε να δει την D-Day που ξημέρωνε.
Τέλη Ιανουαρίου 1945, στρατόπεδο αιχμαλώτων Stalag III-C (POW), περιοχή Alt Drewitz, Δυτική Πολωνία
Οι Γερμανοί δεν συμπεριφέρθηκαν στον Τζόζεφ όπως θα έπρεπε να συμπεριφερθούν σε έναν αιχμάλωτο πολέμου. Από την ημέρα της σύλληψής του στη Γαλλία τον είχαν μεταφέρει ανατολικά σε επτά διαφορετικά στρατόπεδα. Εκείνος είχε ήδη προσπαθήσει, δίχως επιτυχία, δυο φορές να δραπετεύσει. Γνώριζαν ότι είχε ανατινάξει έναν σταθμό ηλεκτρικής ενέργειας. Τον βασάνισαν άγρια και τον χτύπησαν σε κάθε σημείο του κορμιού του. Η διαταγή για τον λοχία που έστειλε η Γκεστάπο στον στρατοπεδάρχη του Stalag III ήταν μια: Δεν τον αναγνώριζαν σαν στρατιώτη, αλλά σαν κατάσκοπο. Η ποινή ήταν θάνατος.
Ο λοχίας Μπέιρλ της 101ης αερομεταφερόμενης, με ΑΣΜ 16085985, θα εκτελούνταν πίσω από τα μαγειρεία του στρατοπέδου μαζί με δυο κρατούμενους το ξημέρωμα της 23ης Ιανουαρίου. Πριν χαράξει η τελευταία μέρα της ζωής του, πήρε τη μεγάλη απόφαση. Μαζί με τους άλλους δυο μελλοθάνατους, όταν έπεσε το σκοτάδι, πήδηξαν τα σύρματα και χάθηκαν στο δάσος. Ήταν η τρίτη απόπειρα απόδρασης.
Ύστερα από οκτώ λεπτά μέσα στο χιονισμένο δάσος από σημύδες, οι τρεις άνδρες που έτρεχαν σαν τρελοί άκουσαν τη σειρήνα του στρατοπέδου. Οι Γερμανοί διαπίστωσαν την απόδραση και είχαν ξεχυθεί στο δάσος. Σκυλιά γαύγιζαν, μηχανές έτρεχαν στο σκληρό παγωμένο χώμα και στρατιώτες ούρλιαζαν και πυροβολούσαν οποιονδήποτε όγκο στο χιόνι ή τα δέντρα τους φαινόταν ύποπτος.
Μόλις οι τρεις άνδρες πέρασαν ένα μικρό ποτάμι, αποφάσισαν να χωριστούν. Σκόρπισαν για να σωθούν. Οι δυο δεν στάθηκαν τόσο τυχεροί. Οι γερμανικές περίπολοι τους εντόπισαν και τους εκτέλεσαν την ίδια στιγμή. Ο τρίτος ευχαρίστησε τον θεό που, όταν ήταν μικρός, στο Muskegon του Μίτσιγκαν, ασχολήθηκε με τον αθλητισμό και τον στίβο. Το 1942, μάλιστα, που αποφοίτησε από το γυμνάσιο πήρε αθλητική υποτροφία για το πανεπιστήμιο Notre Dame du Lac στο South Bend της Ιντιάνα. Ο λοχίας Μπέιρλ έτρεχε ασταμάτητα επί τέσσερα μερόνυχτα, μέχρι που οι διώκτες του έχασαν τα ίχνη του.
Την πέμπτη ημέρα, αδύναμος και χλομός, έτρεμε μέσα στο κρύο. Χώθηκε σε μια κουφάλα ενός μεγάλου δέντρου και αποκοιμήθηκε. Πριν τον πάρει ο ύπνος αναρωτήθηκε εάν βρισκόταν ανατολικά ή δυτικά. Δεν γνώριζε πού είχε φτάσει τρέχοντας, αλλά δεν τον ένοιαζε κιόλας.
Εξέχουσα του Κουρσκ περιοχή Προχορόφκα, 22 Αυγούστου 1943
Όλα έδειχναν ότι η μεγαλύτερη αρματομαχία του κόσμου, η μεγαλύτερη συγκέντρωση χάλυβα και ατσαλιού στην Ιστορία της ανθρωπότητας, έφτανε στο τέλος της. Οι Σοβιετικοί είχαν τσακίσει τους ναζί. Από εδώ και μετά θα άρχιζε ένα ατελείωτο κυνηγητό που θα τελείωνε στην καγκελαρία του κτήνους, στην καρδιά του Βερολίνου.
Μέσα στο σοβιετικό άρμα μάχης T-34 το τετραμελές πλήρωμά του έμοιαζε να το διασκεδάζει. Τα πρόσωπά τους ήταν κατάμαυρα από τους καπνούς και τα γράσα. «Αυτό είναι το τρίτο, έτσι δεν είναι, Όλεγκ; Εάν βγει κάποιος ρίξτε του. Αφήστε τους να καούν μέσα στις λαμαρίνες». Η απαλή γυναικεία φωνή που ακούστηκε στην ενδοσυνεννόηση έκανε τον πυροβολητή να απαντήσει με ένα «Ούρααα».
Η Αλεξάντρα Σαμουσένκο ήταν η αρχηγός πληρώματος ενός θρυλικού τανκ που μόλις είχε καταστρέψει το τρίτο γερμανικό θηρίο, Tiger 1, στη μάχη. Η Σαμουσένκο ήταν μόλις 20 χρόνων και όμως αποτελούσε τον φόβο και τον τρόμο των Γερμανών αρματιστών. Πανέξυπνη στη μάχη, πολεμούσε με θάρρος και συχνά πυκνά οι ελιγμοί της ξέφευγαν από τα στρατιωτικά εγχειρίδια, μπέρδευαν τον εχθρό και τον διέλυαν. Οι Γερμανοί ήθελαν να αιχμαλωτίσουν αυτή τη γυναίκα που οι φήμες έλεγαν πως έπινε, κάπνιζε και έβριζε σαν άνδρας, αλλά ήταν μια εκπληκτικά όμορφη γυναίκα. Ήταν η μοναδική γυναίκα αρχηγός πληρώματος σε άρμα μάχης στον Κόκκινο Στρατό. Για τις ικανότητές της στη μάχη παρασημοφορήθηκε και έγινε μέλος της 1ης Φρουράς Αρμάτων Μάχης. Όλοι την ήθελαν δίπλα τους και όχι απέναντί τους. Μετά το Κουρσκ έλαβε και το παράσημο του «Ερυθρού Αστέρα».
Οι ζητωκραυγές του πληρώματός της, μέσα στα αυτιά της Αλεξάνδρας, την έκαναν να ταξιδέψει κάποιους μήνες πριν στην Κρουτίτσα. Στο μέρος όπου είχε παντρευτεί και ζούσε με την οικογένειά της. Εκείνο το μεσημέρι που οι Γερμανοί έπιασαν τον άνδρα της και τον μικρό τους Κόλια. Τους έβαλαν να ξαπλώσουν στην πλατεία του χωριού μαζί με άλλους. Και ένα - ένα τα τανκς πέρασαν από πάνω τους. Οι γυναίκες έπρεπε να είχαν τα μάτια τους ανοιχτά και να βλέπουν. Όποια τα έκλεινε ή λιποθυμούσε την πυροβολούσαν στο κεφάλι. Λίγοι ήξεραν την ιστορία της και ακόμη λιγότεροι γνώριζαν πως εκείνο το μεσημέρι ορκίστηκε στο νεκρό της παιδί ότι θα έμπαινε στο Βερολίνο με το δικό της τανκ...
29η Ιανουαρίου 1945, ξημερώματα, περιοχή Zbaszynek, Πολωνία
Ο βαρύς ύπνος του δραπέτη διακόπηκε από ένα συνεχές ταρακούνημα. «Με έπιασαν» σκέφτηκε και άνοιξε τα μάτια έτοιμος να δει μια κάννη να τον σημαδεύει στο πρόσωπο. Δεν είδε τίποτε. Μόνο χιόνι. Ήταν εξαντλημένος και το ταρακούνημα, που γινόταν εντονότερο, του τρύπαγε το κεφάλι. Του πήρε κάποια δευτερόλεπτα να συνειδητοποιήσει ότι δεν γινόταν κάποιος σεισμός, αλλά πλησίαζαν άρματα μάχης.
Τώρα άκουγε καθαρά και τις ερπύστριες επάνω στον παγωμένο χωμάτινο δρόμο που βρισκόταν δίπλα του. Ζάρωσε περισσότερο στην κουφάλα του δέντρου για να μην τον δουν. Δεν γνώριζε πού βρισκόταν. Ίσως να είναι Γερμανοί, ίσως και όχι. Βάστηξε την αναπνοή του και προσπάθησε να ηρεμήσει τους παλμούς της καρδιάς του. Έβγαλε δειλά το κεφάλι του και το θέαμα που είδε θα το θυμόταν για όλη του τη ζωή. Δεκάδες τανκς, το ένα πίσω από το άλλο σε μια ατελείωτη σειρά, περνούσαν από μπρος του. Στα πλαϊνά τους είχαν ζωγραφισμένο ένα μεγάλο κόκκινο αστέρι.
«Ρώσοι» ξεφώνησε άθελά του και πετάχτηκε στον δρόμο. Φορούσε ακόμη τη στολή των αλεξιπτωτιστών της 101ης, φθαρμένη και ματωμένη, αλλά σίγουρα δεν έμοιαζε με Γερμανό ναζί. Έβγαλε από την τσέπη του ένα μισοάδειο πακέτο τσιγάρα Lucky Strike, το σήκωσε ψηλά, άρχισε να κουνάει το χέρι του και ούρλιαξε στα πληρώματα με τις παράξενες κάσκες που τον κοίταζαν με απορία επάνω από τους πυργίσκους των αρμάτων μάχης: «Amerikansky tovarishch. Σταματήστε». Ο λοχίας δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του. Είχε σωθεί. Ένα Τ-43 σταμάτησε και από πίσω του ακινητοποιήθηκαν όλα τα υπόλοιπα. Ο αρχηγός του πληρώματος τον ρώτησε με μια λεπτή γυναικεία φωνή, σε σπαστά αγγλικά, ποιος είναι και πώς βρέθηκε εκεί. Ταυτόχρονα δεκάδες στρατιώτες τον περικύκλωσαν και τον κοίταζαν σαν να ήταν κάποιο παράξενο πουλί.
Εκείνο το πρωινό ο λοχίας της 101ης αερομεταφερόμενης θα γινόταν ο πρώτος και μοναδικός στρατιώτης των ΗΠΑ που θα πολεμούσε στο πλευρό του Κόκκινου Στρατού. Ύστερα από μια σύντομη «ανάκριση» για το πώς βρέθηκε εκεί και ποια είναι η ειδικότητά του, η αρχηγός του άρματος μάχης Τ-34 Αλεξάντρα Σαμουσένκο είπε στον Μπέιρλ ότι χρειάζονται έναν πυροβολητή - ασυρματιστή στο τανκ της. «Ανέβα, Γιάνκη, φεύγουμε για Βερολίνο. Θα αντικαταστήσεις τον Όλεγκ που σκοτώθηκε» του είπε. Εκείνος, δίχως να το σκεφτεί δεύτερη φορά, σκαρφάλωσε επάνω. Σε λίγη ώρα, καθώς η φάλαγγα ταξίδευε δυτικά, ο λοχίας έμαθε τα βασικά ενός σοβιετικού άρματος μάχης.
Η διοικητής Σαμουσένκο και η ίλη της δεν άργησαν να εμπλακούν σε μάχη με γερμανικές δυνάμεις. Η γυναίκα εκτίμησε ιδιαίτερα τις ικανότητες του Αμερικανού στα εκρηκτικά και τις κατεδαφίσεις. Μέρα με τη μέρα ο λοχίας της 101ης κέρδιζε την αποδοχή και τον σεβασμό των μπαρουτοκαπνισμένων Σοβιετικών αρματιστών. Ειδικά μετά την άρνησή του για ασφαλή επιστροφή δυτικά, στις αμερικανικές θέσεις. Προτίμησε να μείνει πλάι στους νέους του συντρόφους. Πολεμούσαν μαζί για αρκετές εβδομάδες.
Στις μικρές ανάπαυλες οι Ρώσοι τού μάθαιναν σοβιετικά εμβατήρια κι εκείνος τους μιλούσε για την Αμερική και τους τραγουδούσε μπλουζ.
Το βράδυ που το τανκ της Σαμουσένκο εισέβαλε στην πύλη του στρατοπέδου Stalag III-C στο Alt Drewitz και απελευθέρωνε τους αιχμαλώτους πολέμου, ο Μπέιρλ έτυχε υποδοχή ήρωα από τους πρώην συγκρατουμένους του. Εκείνο το βράδυ οι δυο 22χρονοι νέοι ήρθαν περισσότερο κοντά από ποτέ. Ήπιαν βότκα, κάπνισαν, η Σαμοσένκο δηλαδή, και μίλησαν για τις οικογένειές τους. Η Σαμουσένκο άρεσε στον Μπέιρλ, αλλά κι εκείνη ένιωθε μια έλξη γι’ αυτόν τον παράξενο Αμερικανό.
«Μην πίνεις τόσο και μην καπνίζεις, σε παρακαλώ» της είπε πριν ξαπλώσουν δίπλα στο άρμα μάχης. Από τότε η Αλεξάνδρα δεν ήπιε ούτε κάπνισε.
Την επόμενη μέρα τα άρματα ξεκίνησαν τον μακρύ δρόμο τους για το Βερολίνο. Στο διάβα τους εξολόθρευαν όσες γερμανικές δυνάμεις συναντούσαν. Σε μια στάση, μέσα σε γερμανικό πλέον έδαφος, ο Μπέιρλ κατέβηκε από το άρμα για να πάει να ανακουφιστεί πίσω από κάτι θάμνους. Η Σαμουσένκο άκουσε από την κάσκα της μια έκρηξη. Βγήκε τρέχοντας και είδε το κορμί του λοχία των ΗΠΑ σχεδόν γυμνό από την έκρηξη. Ανέπνεε με δυσκολία. Έσκυψε, τον φίλησε τρυφερά στο στόμα και του ψιθύρισε: «Σε παρακαλώ, άντεξε. Αντίο, σύντροφέ μου». Στη συνέχεια με βουρκωμένα μάτια ενημέρωσε έναν νοσοκόμο, ανέβηκε στο τανκ και ξεκίνησε. Δεν θα τον ξανάβλεπε ποτέ στη ζωή της.
Ο λοχίας στάθηκε άλλη μια φορά τυχερός. Έζησε. Μεταφέρθηκε στα μετόπισθεν, σε ένα πρόχειρα στημένο στρατιωτικό νοσοκομείο. Η φήμη του είχε ξεπεράσει τα σύνορα. Ένας Γιάνκης πολεμούσε με τους Σοβιετικούς. Τον επισκέφτηκε μάλιστα και τον γέμισε δώρα και παράσημα ο ίδιος ο στρατάρχης Ζούκοφ, ο οποίος κατευθυνόταν για να συντονίσει την τελική μάχη στην καρδιά της γερμανικής πρωτεύουσας.
Επίλογος
Όταν τελείωσε ο πόλεμος, ο λοχίας επέστρεψε στην πατρίδα του και μέχρι τη σύνταξή του εργαζόταν σε ένα εργοστάσιο που έφτιαχνε μπάλες του μπόουλινγκ. Την εποχή του Ψυχρού Πολέμου και της μακαρθικής τρομοκρατίας ήταν από τους ύποπτους που το FBI παρακολουθούσε στενά. Πέθανε το 2004. Ο γιος του, Τζον Μπέιρλ, πολλά χρόνια μετά έγινε ο πρέσβης των ΗΠΑ στη Ρωσία.
Η Αλεξάνδρα Σαμουσένκο δεν κατάφερε να τηρήσει την υπόσχεσή της στο νεκρό παιδί της. Δεν είδε ποτέ της το Βερολίνο.
Σκοτώθηκε σε μια μάχη στην Ανατολική Πομερανία, σε ένα χωριό που ονομάζεται Zülzefirz, 70 χιλιόμετρα έξω από τη γερμανική πρωτεύουσα.
Είναι θαμμένη στο Lobez της Πολωνίας...
Με πληροφορίες από topontiki.gr