H Ελέανορ Ρούσβελτ είχε ένα μυστικό που δε μπόρεσε να κρατήσει κρυφό και τα αισθήματα της για μια άλλη γυναίκα αποκαλύφθηκαν!
«Δεν μπορώ να πάω για ύπνο χωρίς να σου γράψω. Αν και έχω τόσα πολλά να κάνω, η ζωή μου μοιάζει άδεια χωρίς εσένα», έγραφε η Ελέανορ Ρούσβελτ το 1933. Μόνο που αυτά τα γράμματα δεν ήταν για τον σύζυγό της, αλλά για μια γυναίκα.
Σαν σήμερα, 7 Νοεμβρίου του 1962, απεβίωσε στο διαμέρισμα της στο Μανχάταν, όπου την φρόντιζε η κόρη της Άννα γιατί έπασχε από μυελική δυσπλασία (ένα αναιμικό σύνδρομο που προσβάλλει το μυελό των οστών). Ήταν 78 χρονών και κουβαλούσε στις πλάτες της πολλές επιτυχίες, αγώνες, κατακτήσεις, αναγνώριση.
Αν υπάρχει μια λέξη που μπορεί να χωρέσει την προσωπικότητα της Ελέανορ Ρούσβελτ, και νομίζουμε θα συμφωνήσετε μαζί μας, είναι η λέξη «αγωνίστρια». Θεωρείται μία από τις πιο ηγετικές μορφές της γυναικείας χειραφέτησης και πρωτεργάτρια του φεμινιστικού κινήματος.
Πριν ακόμα γίνει Πρώτη Κυρία της Αμερικής μετά την εκλογή του συζύγου της Φράνκλιν Ρούσβελτ (ο οποίος ήταν πέμπτος ξάδερφος του πατέρα της) ως Πρόεδρος της Αμερικής, αγωνίστηκε με πάθος για τα δικαιώματα των γυναικών και τη θέση τους στην κοινωνία.
Καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των ιδεών που θα γινόντουσαν η κινητήριος δύναμη για τους μετέπειτα αγώνες της έπαιξε η σχολή Allenswood στην Αγγλία όπου έμεινε εσώκλειστη κατά τη διάρκεια της εφηβείας της για να λάβει εκπαίδευση. Εκεί, ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με φεμινιστικές ιδέες χάρη στη διευθύντρια της σχολής Marie Souvestre. Γνωστή για τις προοδευτικές της ιδέες με τις οποίες διαπαιδαγωγούσε τις μαθήτριες της, τη βοήθησε όχι μόνο να μάθει γαλλικά, αλλά να αποκτήσει αυτοπεποίθηση. Μάλιστα, η Ρουζβελτ κράτησε επικοινωνία μαζί της, δια της αλληλογραφίας μέχρι το 1905 που η Souvestre απεβίωσε.
Δεν ήταν όμως μόνο η φεμινιστική της δράση. Εξίσου ενεργός ήταν και ο ρόλος της σε κοινωνικές διεκδικήσεις όπως την εγκαθίδρυση της 48ωρης εβδομαδιαίας εργασίας, την καθιέρωση κατώτατου μισθού και την κατάργηση της παιδικής εργασίας.
Ο ακτιβισμός ήταν η ζωή της. Το 1921, τότε που η πολιομυελίτιδα είχε αφήσει μερικώς παράλυτο τον Ρούσβελτ, εκείνη ήταν που τον έπεισε τον σύζυγό της παραμείνει στην πολιτική σκηνή και, τελικά, να εκλεγεί πλανητάρχης το 1933. Ωστόσο ποτέ δεν συμπάθησε ποτέ το ρόλο της ως Πρώτη Κυρία της Αμερικής αφού πίστευε ότι θα της στερούσε τη δυνατότητα να αγωνίζεται. Χάρη σε αυτή όμως τη θέση γνώρισε την Λορίνα Χίκοκ, μια δημοσιογράφο που θα τη βοηθούσε να βρει μια ισορροπία και να φέρει στην επιφάνεια συναισθήματα που ποτέ δεν φανταζόταν ότι είχε.
Η Χίκοκ είχε σταλεί από το ειδησεογραφικό πρακτορείο Associated Press ως διαπιστευμένη ρεπόρτερ για να καλύπτει τις ειδήσεις για τον Λευκό Οίκο. Ρούσβλετ και Χίκοκ άρχισαν να περνούν καθημερινά πολύ χρόνο οι δυο τους. Έτσι, μια σχέση που ξεκίνησε σε καθαρά επαγγελματικά πλαίσια σύντομα εξελίχθηκε σε μια βαθιά φιλία.
Στο βιβλίο, Eleanor and Hick, η βιογράφος Susan Quinn γράφει: «Η Έλεανορ δεν ένιωθε άνετα με τις δημόσιες περιπτύξεις, αλλά ήταν μερικές ημέρες, όπως σε ένα ταξίδι με το αυτοκίνητο που οι δύο γυναίκες κυκλοφορούσαν όλη μέρα μαζί, σαν ζευγάρι».
Ένα πράγμα που τις ένωσε ήταν οι παιδικές τους ηλικίες. Μπορεί να είχαν μεγαλώσει σε εντελώς διαφορετικά πλαίσια, η Χίκοκ φτωχά, η Ρούσβελτ μέσα στα λούσα, αλλά η σκέψη της παιδικής ηλικίας έφερνε και στις δύο αρνητικά συναισθήματα λύπης και δυστυχίας.
Όταν η Χίκοκ έφυγε για να επιστρέψει στη δουλειά της στη Νέα Υόρκη ξεκίνησε η μεταξύ τους ανταλλαγή αλληλογραφίας. Οι μακροσκελείς επιστολές τους ξεχείλιζαν από φράσεις όπως: «Κάνω τα πάντα για να σε κρατήσω κοντά μου», «Κανείς δεν σημαίνει ο,τι σημαίνεις εσύ για εμένα». Η δημοσιογράφος συνειδητοποίησε ότι της ήταν αδύνατο να καλύψει το θέμα της, δηλαδή τον Λευκό Οίκο, με αντικειμενικότητα και έτσι παραιτήθηκε από ρεπόρτερ. Η Ελέανορ τής βρήκε αμέσως άλλη δουλειά στο γραφείο του Χάρι Χόπκινς, υπεύθυνο μιας Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας που είχε οριστεί για την καταπολέμηση των συμπτωμάτων της Οικονομικής ύφεσης που είχε ξεκίνησε το 1929 και έπληττε πιο έντονα από ποτέ τη χώρα. Έτσι, η Χίκοκ πέρασε τα επόμενα δύο χρόνια ταξιδεύοντας συνεχώς και μαρτυρώντας τις συνθήκες συγκλονιστικής δυστυχίας και οικονομικής δυσπραγίας σε ολόκληρη τη χώρα.
Η επιδείνωση της υγείας της εξαιτίας του διαβήτη ανάγκασε την Χίκοκ να παραιτηθεί από τη δουλειά της το 1936. Μετακόμισε στην Ουάσινγκτον για να εργαστεί στη Δημοκρατική Εθνική Επιτροπή και για τα επόμενα πέντε χρόνια έζησε στο Λευκό Οίκο, κατόπιν πρόσκλησης της Ελέανορ. Παρόλο που είχε φτάσει σε ένα σημείο που η όραση της είχε σχεδόν εκφυλιστεί, συνέχισε να γράφει και να συνεργάζεται με την, επί 4 τετραετίες Πρώτη Κυρία για την οργάνωση γυναικών Ladies of Courage.
Επιπλέον, έγραψε αρκετές βιογραφίες για τα παιδιά και την ιστορία της ζωής της φίλης της με τον τίτλο Reluctant First Lady (Απρόθυμη Πρώτη Κυρία).
Η ακριβής φύση της σχέσης των δύο γυναικών οι οποίες συνδέθηκαν στενά μέχρι 1938 παραμένει άγνωστη και ένα από τα ερωτήματα που ακόμα απασχολούν τους σύγχρονους ιστορικούς σχετικά με τη ζωή μιας από τις πιο πύρινες μαχήτριες της πολιτικής και κοινωνικής ιστορίας.
Πηγή: bovary