Μόλις τρεις στις δέκα μικρές ή πιολύ μικρές επιχειρήσεις έχουν πρόσβαση στην τραπεζικά χρημαδότησης, γεγονός που εντείνει τις προσπάθειες επιβιώσής τους σε ένα εξαιρετικά δύσκολο οικονομικό περιβάλλον.
Οπως προκύπτει από την έρευνα του ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ το πρόβλημα της ρευστότητας γα τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις γίνεται εμφανέστερο εφόσον ληφθεί υπόψη ότι μόνο το 30% από αυτές αντλεί τη ρευστότητά του μέσω τραπεζικού δανεισμού. Σύμφωνα με έρευνα που εκπονήθηκε από το ΙΜΕ το 2008 το ποσοστό αυτό για την προ κρίσης περίοδο ήταν 48%. Αυτό σημαίνει ότι οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις που εξασφαλίζουν ρευστότητα μέσω του τραπεζικού δανεισμού μειώθηκαν κατά 50% περίπου.
Η αποτίμηση του β’ εξαμήνου 2016 ακολουθεί με συνέπεια τα πορίσματα της αντίστοιχης έρευνας του προηγούμενου εξαμήνου, ένδειξη καθήλωσης της αγοράς σε πολύ χαμηλά επίπεδα ισορροπίας. Το χάσμα μεταξύ της συντριπτικής πλειοψηφίας των μικρών επιχειρήσεων και αυτοαπασχολούμενων και ενός μικρού σταθερού ποσοστού (που κυμαίνεται στο 7-8%) που φαίνεται να ενισχύεται μέσα την κρίση, διευρύνεται. Ο λόγος θετικών – αρνητικών αποτιμήσεων τείνει στο 1:9, ενώ 1 στις 4 επιχειρήσεις δηλώνουν σταθεροποίηση της οικονομικής τους κατάστασης.
Τα διαρθρωτικά προβλήματα των μικρών επιχειρήσεων που αφορούν τη χρηματοδότηση και τη μειωμένη κατανάλωση αντικατοπτρίζονται έκδηλα στους δείκτες κύκλου εργασιών, ρευστότητας και ζήτησης. Ειδικότερα, ο δείκτης ρευστότητας διατηρεί σταθερά υψηλά επίπεδα αρνητικών αποτιμήσεων, και σε συνδυασμό με το χαμηλό 7,7% που δηλώνει αύξηση επενδύσεων το προηγούμενο εξάμηνο, ουσιαστικά σκιαγραφεί το θεμελιώδες πρόβλημα έλλειψης κεφαλαίων που έχουν οι επιχειρήσεις.
Συγκεκριμένα, στους επί μέρους δείκτες σημειώνεται κάμψη:
στον κύκλο εργασιών για το 59,8% των επιχειρήσεων (οι αυτοαπασχολούμενοι και οι επιχειρήσεις του εμπορίου παρουσιάζουν τις υψηλότερες απώλειες (69,3% και 62,5% αντίστοιχα)
στη ζήτηση για το 62,4%
στη ρευστότητα το 70,1%
στις παραγγελίες το 65,9%
στις επενδύσεις: αύξηση καταγράφει το 7,7%, μείωση το 34,7% και στασιμότητα το 51,1%.
Αναφορικά με το επίπεδο τιμών αγαθών/ υπηρεσιών της επιχείρησης, το 8,7% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι αύξησε τις τιμές, το 46,4% τις μείωσε, ενώ για το 44,6% δεν υπήρξε καμιά μεταβολή.
Ως προς το δείκτη κερδοφορίας, το 43,7% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι είχε κέρδη στο 2016, ενώ το 43,4% σημείωσε ζημίες. Αν λάβουμε υπόψη ότι το 24,3% καταγράφει κέρδη κάτω των 10,000€, τότε αντιλαμβανόμαστε ότι μόνο το 15-17% των επιχειρήσεων διατηρεί ένα ισχυρό προφίλ βιωσιμότητας και κερδοφορίας. Ο μέσος όρος μείωσης του κύκλου εργασιών κυμάνθηκε στο 17,8% (από 17,6% στην προηγούμενη έρευνα). Τη μεγαλύτερη συρρίκνωση καταγράφουν οι πολύ μικρές επιχειρήσεις και οι αυτοαπασχολούμενοι, ακόμη μια ένδειξη συγκέντρωσης μεριδίων στην αγορά.
Σωρευτικά στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις η συνολική μείωση από την έναρξη της κρίσης και μετά το 2010 υπερβαίνει το 80% (την τελευταία τριετία 2014-2016 η πτώση υπερβαίνει το 40%). Σύμφωνα με την πρόσφατη μελέτη της ΕΤΕ (2016H2), οι κεφαλαιακοί περιορισμοί οδήγησαν τις πολύ μικρές επιχειρήσεις σε μεγαλύτερες απώλειες σε τζίρο και σε απασχόληση. Άλλωστε, και οι προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Ελλάδα στην ετήσια ΓΣ των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων (Νοέμβριος 2016) ενισχύουν την υπόθεση για υποχώρηση της συνεισφοράς των μικρών επιχειρήσεων στην προστιθέμενη αξία και την απασχόληση μέσα στα έτη 2016-2017.