Ο Edmund Kemper θεωρείται σημείο αναφοράς σε όλες τις ψυχολογικές μελέτες γύρω από τους serial killers. Δεν είναι τυχαίο, ότι το FBI, μετά τη σύλληψη του, πραγματοποίησε πολλές συναντήσεις μαζί του, για μπορέσει να αποκομίσει πληροφορίες, γύρω από τους μανιακούς δολοφόνους.
Σε μικρή ηλικία οι γονείς του χωρίζουν. Η μητέρα του είναι αλκοολική, ιδιαίτερα σκληρή μαζί του, λόγω της ομοιότητάς του με τον πρώην σύζυγό της. Τον υποχρεώνει να κοιμάται στο υπόγειο, τον ταπείνωνε σε κάθε ευκαιρία, ενώ του απαγόρευε να έχει σχέσεις με το αντίθετο φύλο.
Το σκάει από το σπίτι, πηγαίνει να ζήσει με τον πατέρα του, όμως αυτός τον διώχνει. Μη έχοντας άλλη λύση, μένει προσωρινά με τον παππού και τη γιαγιά. Ο Edmund Kemper, κρύβει το συσσωρευμένο θυμό του για τους γονείς του. Απομονώνεται, δεν έχει καμία σχέση με συνομήλικους του, μοναδική του συντροφιά οι αστυνομικές σειρές, στη τηλεόραση.
Αρχίζει και σκοτώνει αδέσποτα ζώα, για να δει πως είναι ο θάνατος, που έβλεπε στη τηλεόραση. Μια ημέρα, μετά από ένα τηλεφώνημα με τη μητέρα του, πυροβολεί εξ επαφής τη γιαγιά του. Αφήνει το πτώμα στη κουζίνα, για να το δει ο παππούς του, και αφού παθαίνει καρδιακό επεισόδιο, τον πυροβολεί στο στήθος.
Το δικαστήριο αποφασίζει τον εγκλεισμό του σε ψυχιατρείο, και όχι σε φυλακή. Είναι μόλις 15 ετών. Μέσα σε 6 χρόνια, έχει καταφέρει να πείσει τους γιατρούς, ότι είναι ακίνδυνος και ότι πρέπει να επιστρέψει στη κανονική ζωή.
Επιστρέφει στο πατρικό του. Οι σχέσεις με τη μητέρα του γίνονται ολοένα και πιο προβληματικές. Καθημερινοί καυγάδες και υποτιμητικά σχόλια για τον ανδρισμό του.
Ο Edmund Kemper δείχνει ήρεμος, όμως στο κήπο του σπιτιού του, ακριβώς κάτω από το παράθυρο της μητέρας του, είχε θάψει 6 πτώματα νεαρών κοριτσιών, που φοιτούσαν στο πανεπιστήμιο που εργαζόταν η μητέρα του. Ο τρόπος που λειτουργούσε ήταν μεθοδικός. Καθημερινά περνούσε με το αμάξι του από το πανεπιστήμιο, και μετέφερε νεαρά κορίτσια. Ήταν πάντα ευγενικός και έτσι κέρδισε την εμπιστοσύνη όλων.
Όλο αυτό το καιρό όμως ετοίμαζε τη δράση του. Έφτιαξε τις πόρτες του αυτοκινήτου ώστε να μην ανοίγουν από μέσα, τοποθέτησε προστατευτικά στα καθίσματα, και εφοδιάστηκε με όπλο, με σιγαστήρα, και κυνηγητικό μαχαίρι.
Πρώτα του θύματα δύο 18χρονες. Οι Μαίρη Αν Πες και η Ανίτα Λουτσέσα. Προσπάθησε να τις βιάσει, αλλά δεν τα κατάφερε. Αφού τις έσφαξε και έκοψε το κεφάλι τους, στη συνέχεια έκανε έρωτα με τα ακέφαλα πτώματα.
Άλλες 4 κοπέλες έπεσαν θύματά του. Ώσπου ένα απόγευμα μετά από ένα καυγά με τη μητέρα του, της σπάει το κρανίο με ένα σφυρί. Της κόβει το κεφάλι και την ταπεινώνει προχωρώντας σε άσεμνες ερωτικές πράξεις προς το κεφάλι της. Καλεί τη γειτόνισσα για βοήθεια, της κόβει το λαιμό και τη βιάζει.
Στήνει τη σκηνή του εγκλήματος έτσι ώστε να φαίνεται ότι η μία σκότωσε την άλλη. Φεύγει από το σπίτι, η αστυνομία πείθεται από το σενάριο του. 4 ημέρες μετά τηλεφωνεί και ομολογεί τα πάντα, με όλες τις λεπτομέρειες. Απλά επειδή βαρέθηκε να περιμένει να τον συλλάβουν.
Καταδικάστηκε σε ισόβια, ενώ συμμετέχει σε ερευνητικά προγράμματα ψυχολόγων γύρω από άτομα με παραβατική δραστηρίοτητα. Σε ερώτηση "ποια θα έπρεπε να είναι η τιμωρία σου;", απάντησε "θάνατος με βασανιστήρια, αλλιώς δεν έχει νόημα". Σε ερώτηση αν θα το ξαναέκανε, απάντησε "αμέσως μόλις βγω".