Η Δούκισσα Μαργαρίτα της Καρινθίας και του Τυρόλο έμεινε γνωστή ως η ασχημότερη γυναίκα της Ιστορίας. Γεννήθηκε το 1318 και ήταν η πρωτότοκη κόρη του Βασιλιά Ερρίκου της Βοημίας.
Δεν έχει εξακριβωθεί αν η Μαργαρίτα ήρθε, πράγματι, στον κόσμο τόσο τερατώδης στη μορφή, όπως μας την παριστάνουν οι διασωθείσες εικόνες, που φιλοτέχνησαν διάφοροι ζωγράφοι, αν και σε πολλές από αυτές είχε γίνει απόπειρα ωραιοποίησης.
Η ασχήμια της οφειλόταν μάλλον, κατά ένα μεγάλο μέρος, σ’ ένα τρομερό χτύπημα, που της είχε καταφέρει στο πρόσωπο κάποιος εξάδελφός της, όταν ήταν ακόμη τεσσάρων ή πέντε ετών. Η έχθρα, που κράτησε η Μαργαρίτα για την παραμόρφωση του προσώπου της, ήταν τόσο μεγάλη, που τριάντα ολόκληρα χρόνια μετά το συμβάν, φρόντισε να βρει τον τρόπο και να τιμωρήσει αμείλικτα τον εξάδελφό της. Τον αποκλήρωσε από τη διαδοχή του θρόνου, αυτόν και τα αδέρφια του.
Παρά την παροιμιώδη ασχήμια της, η Μαργαρίτα δεν άργησε να βρει σύζυγο κι αργότερα, το όνομά της συνδέθηκε με ερωτικές ιστορίες και φρενήρη όργια, εξίσου διαβόητα όσο και η κακοπλασία της.
Ήταν μόλις δώδεκα ετών, όταν ο πατέρας της την πάντρεψε με τον Ιωάννη Ερρίκο του Λουξεμβούργου, τον γιο του πραγματικού Βασιλέα της Βοημίας, Ιωάννη. Ο γάμος αυτός δεν ήταν αποτέλεσμα ειδυλλίου, αλλά υπαγορεύθηκε από τα συμφέροντα των πατέρων τους κι έτσι, δεν τελεσφόρησε, όπως ήταν αναμενόμενο.
Το παράδοξο ήταν ότι οι ιστορικές καταγραφές δε μαρτυρούν την αποστροφή του Ιωάννη Ερρίκου στη Μαργαρίτα, αλλά το αντίθετο. Η Δούκισσα δεν τον άντεχε καθόλου κι επειδή το ζεύγος ζούσε στη δική της χώρα, εκείνη ένιωθε κυρίαρχη κι επιζητούσε διαρκώς την ευκαιρία να δώσει ένα τέλος στον έγγαμο βίο τους.
Το απόγευμα της 1ης Νοεμβρίου του 1341, καθώς ο Ιωάννης Ερρίκος επέστρεφε από το κυνήγι, βρήκε τις πύλες του κάστρου του Τυρόλο ερμητικά κλειστές. Ένας από τους ευγενείς ακολούθους της συζύγου του τού ανακοίνωσε, μέσα από έναν φεγγίτη του πύργου, ότι οι Βοημοί ακόλουθοί του είχαν εκδιωχθεί, όλοι ανεξαιρέτως, από τη χώρα και ότι έπρεπε κι εκείνος να φύγει, αν ήθελε να σώσει τη ζωή του. Έτσι, μη μπορώντας να κάνει κάτι άλλο, έσπευσε να γίνει άφαντος, αφήνοντας τη Μαργαρίτα ελεύθερη, όπως ήταν άλλωστε και η καταφανής επιθυμία της.
Κατά την εποχή εκείνη, Βασιλιάς της Γερμανορωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν ο Λουδοβίκος Δ’ ο Βαυαρός, ο οποίος, από πολύ καιρό, εποφθαλμιούσε τα εδάφη της Μαργαρίτας. Μόλις, λοιπόν, ο Βασιλιάς πληροφορήθηκε ότι η κακάσχημη Δούκισσα είχε αποπέμψει τον σύζυγό της, άδραξε την ευκαιρία και της πρότεινε για αντικαταστάτη του τον δικό του γιο, έναν ωραιότατο και συμπαθέστατο νεαρό, τον Λουδοβίκο Ε’.
Ο αρραβώνας αυτός έφερε τη Μαργαρίτα και τον Αυτοκράτορα Λουδοβίκο αντιμέτωπους με τον Πάπα Κλήμη τον Στ’, που εκείνη τη χρονική περίοδο ήταν πανίσχυρος. Ο Πάπας, τη συνδρομή του οποίου είχε ζητήσει ο διωγμένος σύζυγος της Μαργαρίτας, Πρίγκιπας Ιωάννης Ερρίκος, δεν εννοούσε με κανέναν τρόπο να εγκρίνει τον γάμο τους.
Ο Αυτοκράτορας Λουδοβίκος δε διανοούνταν να αποδεχτεί ότι ήταν υποδεέστερος του Πάπα. Έτσι, συνοδευόμενος από τρεις Γερμανούς Επισκόπους και όλη την ακολουθία του, ξεκίνησε για το Τυρόλο, για να επισημοποιήσει τον γάμο του γιου του, αψηφώντας επιδεικτικά τους παπικούς αναθεματισμούς.
Στη διαδρομή, όμως, μια χιονοστιβάδα καταπλάκωσε τον έναν Επίσκοπο, σκοτώνοντάς τον μαζί με το άλογό του και μερικά άλλα άτομα της βασιλικής ακολουθίας. Απερίγραπτος τρόμος κατέλαβε τους έτερους κληρικούς, που εξέλαβαν το τραγικό εκείνο γεγονός ως θεϊκή τιμωρία για την ασεβή πράξη, που σκόπευαν να επιτελέσουν. Ο Αυτοκράτορας, όμως, τους απείλησε με το σπαθί του και τους ανάγκασε με τη βία να ευλογήσουν τον επικείμενο γάμο, παρά τις διαμαρτυρίες του λαού και της Εκκλησίας.
Ωστόσο, οι φόβοι του λαού δικαιώθηκαν απολύτως, αλλά εκ των υστέρων. Επί τρία χρόνια, σύννεφα ακρίδων κατέστρεφαν τα σιτηρά, απ’ άκρη σ’ άκρη, σ’ όλες τις γερμανικές επαρχίες, οδηγώντας τους ανθρώπους στη λιμοκτονία. Πλημμύρες εξαπολύθηκαν και κατέκλυσαν τα πάντα, ενώ ένας τρομερός σεισμός σκότωσε χιλιάδες ψυχές. Μετά τον σεισμό, ακολούθησε μια φοβερή επιδημία, αποδεκατίζοντας τους πολίτες και ως αποκορύφωμα όλων, μια φονική πυρκαγιά κατέστρεψε ολοσχερώς τις τρεις κυριότερες πόλεις του Τυρόλο. Για την πυρκαγιά αυτή κατηγορήθηκαν οι Εβραίοι κι έτσι, άρχισε ένας άγριος διωγμός εναντίον τους, από τον οποίο γλίτωσαν ελάχιστοι.
Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια. Η Μαργαρίτα, στο μεταξύ, είχε βαρεθεί και τον δεύτερο άντρα της. Επειδή είχε κάνει παιδί μαζί του, τον Μέινχαρντ τον Γ’, όταν ενηλικιώθηκε, απαλλάχτηκε και από τους δυο, μια και καλή, δηλητηριάζοντάς τους. Έτσι, έμεινε η απόλυτη κυρίαρχη στη χώρα της.
Η χαρά της για την ολική ηγεμονία της δεν βάστηξε πολύ. Δεκατρείς μέρες μόνο, γιατί στο τέλος οι ευγενείς και ο λαός εξεγέρθηκαν εναντίον της, την ανέτρεψαν και την ανάγκασαν να κλειστεί σε μοναστήρι, όπου και πέθανε.
Άπειροι θρύλοι έχουν διασωθεί για τις αδηφάγες, ερωτικές περιπέτειες της τερατόμορφης Δούκισσας. Λένε ότι είχε ιδιαίτερη προτίμηση στους όμορφους νεαρούς χωρικούς του Τυρόλο. Όταν τους βαριόταν, τους χάριζε από ένα μικρό κτήμα κι από έναν τίτλο τιμής. Οι εραστές της ήταν πραγματικά αναρίθμητοι.
Στην περίφημη πινακοθήκη του Ανακτόρου του Windsor υπάρχει η προσωπογραφία μιας πιθηκόμορφης γυναίκας, που ο καλλιτέχνης του φέρεται να το είχε εμπνευστεί από τη διαβόητη ασχήμια της Μαργαρίτας, την ασχήμια της μορφής της, αλλά κυρίως της ψυχή της.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΜΠΟΥΚΕΤΟ», στις 04/06/1933…