Φυτά και δέντρα απειλούν τα ιστορικά τείχη της Κωνσταντινούπολης, γνωστά και ως «θεοφύλακτα» που στέκουν στην Πόλη για περισσότερα από 1500 χρόνια.
Σύμφωνα με Τούρκο καθηγητή Γεωπονίας στο πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης οι δυνατές ρίζες ορισμένων φυτών και δέντρων διαβρώνουν τις πέτρες της οχύρωσης που χρονολογείται από την εποχή του Βυζαντίου και μπορούν να προκαλέσουν ακόμη και την κατάρρευσή τους.
Μιλώντας στο τουρκικό πρακτορείο DHA, ο καθηγητής Χουσείν Ντιρίκ, εξηγεί πως τα μνημεία επηρεάζονται σημαντικά από τη βλάστηση της περιοχής. Οπως λέει, συκιές, ιτιές, ακακίες και τσουκνίδες είναι μερικά μόνο από τα φυτά και τα δέντρα που διαβρώνουν επικίνδυνα τα τείχη της Κωνσταντινούπολης.
Ο Ντιρίκ που ειδικεύεται στην καταστροφή που προκαλεί η χλωρίδα σε ιστορικά μνημεία προειδοποιεί πως αν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα οι συνέπειες μπορεί να είναι ανυπολόγιστες. «Τα φυτά αυτά διαθέτουν μικρούς σπόρους που εξαπλώνονται πολύ γρήγορα. Μπορεί να είναι όμορφα, αλλά αν καταφέρουν να αναπτυχθούν σε ιστορικά κτίρια, μεγαλώνουν πολύ γρήγορα.
Σε μικρό χρονικό διάστημα προκαλούν σημαντική ζημιά σε τέτοιες κατασκευές, σπάζοντας και δημιουργώντας ρωγμές σε πέτρες και σκυρόδεμα με τις ρίζες τους» αναφέρει ο καθηγητής του πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης.
Ο Ντιρίκ προτείνει τη συστηματική αποψίλωση των χώρων αυτών από τα φυτά. Οπως λέει, η ετήσια αποψίλωση στα τείχη είναι αρκετή για να διασφαλίσει πως δεν θα διαβρωθεί το μνημείο. Ο καθηγητής σχολιάζει πως μπορεί να είναι αδύνατο να προστατευθούν τα μνημεία από την κλιματική αλλαγή, όμως ο κίνδυνος των «διεισδυτικών φυτών» μπορεί να αντιμετωπισθεί.
Τα «θεοφύλακτα» τείχη της Κωνσταντινούπολης
Με τον όρο Τείχη της Κωνσταντινούπολης, αναφερόμαστε στα οχυρωματικά έργα που ολοκλήρωσε ο Θεοδόσιος στην Πόλη το 447μ.Χ. Τα τείχη συνηθίζεται να αποκαλούνται με το όνομά του, ως θεοδοσιανά τείχη.
Η διπλή σειρά τειχών αποτέλεσε σημαντικό πλεονέκτημα της Αυτοκρατορίας και έναν από τους λόγους που η Πόλη άντεξε στις πολιορκίες ανά τους αιώνες, ενώ θεωρείται ακόμη και σήμερα ένα θαύμα της μηχανικής και οχυρωματικό έργο που όμοιό του δεν απαντήθηκε ξανά στον κόσμο. Αυτός είναι και ο λόγος που πήραν το προσωνύμιο «θεοφύλακτα», αφού θεωρούνταν κυριολεκτικά απόρθητα. Παραβιάστηκαν μόνο μία φορά, κατά την πολιορκία των Οθωμανών το 1453 που οδήγησε και στην Αλωση της Κωνσταντινούπολης.
Από την εποχή που ο ιδρυτής της πόλης του Βυζαντίου, από όπου πήρε και το όνομά της, ο Βύζας, έφτασε στη περιοχή το 667 π.Χ., διέκρινε τη στρατηγική σημασία της τοποθεσίας, καθώς και την ευκολία που παρείχε στην άμυνα, καθώς περικυκλωνόταν από τη θάλασσα σε τρεις πλευρές. Εχτισε λοιπόν τα πρώτα τείχη στην ξηρά και προς την πλευρά της Θράκης.
Τα τείχη του Βυζαντίου ήταν σαφώς μικρότερα των οχυρωματικών που ακολούθησαν για την Κωνσταντινούπολη. Τα τείχη επεκτάθηκαν πρώτα από τον Ρωμαίο Σεπτίμιο Σεβήρο, στη συνέχεια από τον Μέγα Κωνσταντίνο και πήραν την τελική τους μορφή επί αυτοκράτορα Θεοδοσίου.
Μπροστά από τα τείχη, όπως διαμορφώθηκαν μετά την παρέμβαση του αυτοκράτορα Θεοδόσιου, υπήρχε αμυντική τάφρος βάθους 10μ. και πλάτους 21 μ., η οποία απείχε 15 μέτρα από το εξωτερικό τείχος. Το έξω ή μικρό τείχος ύψους 8 μέτρων, ακολουθούνταν από εσωτερικό περίβολο πριν το μέγα ή κυρίως τείχος που με τη σειρά του είχε ύψος 13 μέτρα και πάχος 5 μέτρα. Ανά περίπου πενήντα μέτρα και στις δύο σειρές τειχών ορθώνονταν πύργοι, 96 σε κάθε τείχος.
Στο τείχος υπήρχαν 10 πύλες εισόδου, μια πολιτική και μια στρατιωτική εναλλάξ και μια πύλη για τον αυτοκράτορα, η περίφημη Χρυσή Πύλη. Υπήρχαν βέβαια και μικρότερες πύλες, είσοδοι στην Κωνσταντινούπολη, γνωστές και ως πυλίδες, που χρησίμευαν για τη μετακίνηση των στρατιωτών στα τείχη, αλλά και για την είσοδο επισκεπτών που ήθελαν να αποφύγουν τα... αδιάκριτα βλέμματα.
Μία από τις αυτές λέγεται πως ήταν και η Κερκόπορτα, το σημείο από όπου βρήκε τρόπο ο Μωάμεθ ο πορθητής να εισβάλει στην Κωνσταντινούπολη το 1453 και να την καταλάβει.