Η ιστορία του Θεόφιλου Σεχίδη, που τον Αύγουστο του 1996 συγκλόνισε το πανελλήνιο ξεκληρίζοντας το σόι του, δεν ήταν η πρώτη τέτοιου μεγέθους παράνοιας στην Ελλάδα.
Τους «σκότωσα για να μην με σκοτώσουν πρώτοι αυτοί», κατέθεσε για το θάνατο και τεμαχισμό των γονιών του, της αδερφής, του θείου και της γιαγιάς του ο ψυχοπαθής δολοφόνος της Θάσου, που αν είχε κάποια… έμπνευση για τη δράση του αυτή ήταν πιθανότατα μία γυναίκα στις αρχές της δεκαετίας του ’60 στο Νεοχώρι της μεσσηνιακής Μάνης.
Η Αικατερίνη Δημητρέα ήταν ο ορισμός αυτού που οι Αγγλοσάξονες αποκαλούν «deadly woman» και θα μπορούσε κάλλιστα να γίνει ένα από τα πιο χαρακτηριστικά επεισόδια της ομώνυμης επιτυχημένης σειράς ντοκιμαντέρ.
Επρόκειτο για μια χωρισμένη γυναίκα, που έπασχε από ημιπληγία στο αριστερό πόδι και χέρι και μεγάλωνε μόνη της την κόρη της. Προσπαθούσε να τα βγάλει πέρα με μοναδικό ειδόδημα τις 200 δρχ. μηνιαίως που έπαιρνε από την πρόνοια.
Τον Μάιο του 1962, σε ηλικία 42 ετών, αποφάσισε να κάνει αυτό που στο σαλεμένο κεφάλι της ήταν η «επανάσταση» της απέναντι στην καταπίεση των συγγενών της.
Στην κατάθεση της συνοψιζόταν η σοκαριστική μανία καταδίωξης που όπλισε το χέρι και του Σεχίδη. «Η μητέρα μου με βασάνιζε διαρκώς και ο αδερφός μου με απόπαιρνε και με έδερνε. Ήμουν φτωχή και με εγκατέλειψε ο σύζυγος μου κι έπρεπε να ζήσω το μικρό μου κοριτσάκι, αλλά όλοι μου φερόντουσαν εχθρικά. Μου έλεγαν να φύγω από το σπίτι, για αυτό τους εκδικήθηκα. Με μισούσαν όλοι, ήθελαν το κακό μου…»
Ο τρόπος με τον οποίο επιδίωξε και πέτυχε να… εκδικηθεί την οικογένειά της η Δημητρέα ήταν η δηλητηρίαση. Στις 27 Μαΐου του ’62 «φαρμάκωσε» την 80χρονη μητέρα της, ρίχνοντας παραθείο στα μακαρόνια που της σέρβιρε. Η Στεφούλα Λουκαρέα, ξεψύχησε σχεδόν στο πάτωμα του σπιτιού με αφόρητους πόνους στην κοιλιά και ύστερα από κρίση με σπασμούς.
Η ηλικιωμένη γυναίκα είχε χρόνια προβλήματα καρδιάς και ο θάνατός της αποδόθηκε με διαδικασίες άρπα – κόλλα από τους γιατρούς σε εμβολή καρδιάς.
Σχεδόν δύο μήνες αργότερα, στις 19 Ιουλίου, η Δημητρέα «χτύπησε» ξανά. Με χρήση του ίδιου μέσου, δηλητηρίασε τη 40χρονη ξαδέλφη της Ποτούλα, ρίχνοντας της το παραθείο στον καφέ της.
Η πρόχειρη (ούτε καν στοιχειώδης) ιατροδικαστική εξέταση έδειξε ότι ο θάνατος της γυναίκας προήλθε από κάταγμα στο κεφάλι εξαιτίας της απότομης πτώσης της στο πάτωμα. Ούτε καν διερευνήθηκαν τα αίτια αυτής, που φυσικά είχε προέλθει από τους σπασμούς.
Έτσι η δολοφόνος δεν κίνησε ούτε αυτή τη φορά υποψίες, συνεχίζοντας ανενόχλητη το παρανοϊκό σχέδιο της. Επόμενο θύμα της ήταν ο αδελφός της Κωνσταντίνος, για το θάνατό του οποίου χρειάστηκαν δύο απόπειρες.
Όταν έφυγε από το σπίτι της αδελφής του, ο 45χρονος άνδρας έπεσε στη μέση του δρόμου σφαδάζοντας από τους πόνους. Μετά την παροχή των πρώτων βοηθειών επέζησε και όταν στο νοσοκομείο εξετάστηκε από τους γιατρούς, διαγνώστηκε με κρίση χολής. Σε αυτή την αιτία αποδόθηκε και ο θάνατός του λίγες ημέρες αργότερα: ανακοπή καρδιάς από κρίση χολής.
Η Δημητρέα είχε καταλάβει ότι στην πρώτη απόπειρα δεν τον «κέρασε» την απαραίτητη ποσότητα παραθείου. Στη δεύτερη έριξε τόσο στα αυγά που του μαγείρεψε ώστε να τον «ξεκάνει» σχεδόν ακαριαία.
«Έριξα παραθείο στα μακαρόνια της μάνας μου για να γίνουν πιο… νόστιμα. Στα αυγά του αδελφού μου έβαλα δηλητήριο για να δει πόσο… καλή μαγείρισσα είμαι», θα δήλωνε με ανυπέρβλητο κυνισμό μετά τη σύλληψή της.
Κι όμως, αυτό έμοιαζε με… πταίσμα μπροστά στο επόμενο δολοφονικό «χτύπημα» της και στα επόμενα που επιμελώς είχε προετοιμάσει.
Τα μακάβρια νέα είχαν διαδοθεί στην περιοχή, με τη μορφή μιας απόκοσμης κατάρας που είχε πέσει στην οικογένεια. Τρεις θάνατοι μέσα σε λιγότερο από τέσσερις μήνες. Ο τέταρτος όμως θα αποδείκνυε ότι η μοίρα που είχε ρίξει το ανάθεμά της στο σόι, είχε… ονοματεπώνυμο.
Η αδίστακτη δολοφόνος «προδόθηκε» όταν έβαλε στο στόχαστρό της τον 5χρονο ανιψιό της, Ηλία. Αφού έφαγε ένα λουκούμι που του έδωσε, το μικρό αγόρι άρχισε να αφρίζει και ξεψύψησε κατά τη διαδρομή προς το νοσοκομείο. Από τη στιγμή που το παιδί δεν αντιμετώπιζε κανένα πρόβλημα υγείας, ο θάνατός του προκάλεσε υποψίες.
Κατόπιν εισήγησης ενός τοπικού γιατρού, που δήλωσε τη δηλητηρίαση ως αιτία θανάτου, το άψυχο σώμα του αγοριού μεταφέρθηκε για εξετάσεις στο νοσοκομείο Καλαμάτας. Αυτές επιβεβαίωσαν την ύπαρξη παραθείου στον οργανισμό του και η Δημητρέα ήταν πια η βασική ύποπτη.
Αν υπήρχε μία πιθανότητα να γλιτώσει, την εκμηδένισε ο εντοπισμός παραθείου και στα υπόλοιπα θύματά της, μετά την απόφαση να γίνει εκταφή και ιατροδικαστική εξέταση.
Στις 10 Σεπτεμβρίου του 1962, τέσσερις ημέρες μετά τη δολοφονία του ανιψιού της, η Δημητρέα συνελλήφθη και ομολόγησε τα εγκλήματά της. Παραδέχτηκε επιπλέον ότι είχε προσπαθήσει να δηλητηριάσει άλλους δύο συγγενείς της: τη γυναίκα του άλλου αδερφού της και την 4χρονη κόρη τους (!), οι οποίες γλίτωσαν κατά τύχη, έχοντας αρνηθεί να φάνε αυτό που τους πρόσφερε.
Η μεταφορά της στην Καλαμάτα έγινε κάτω από αυστηρότατα μέτρα ασφαλείας προκειμένου να μην λιντσαριστεί από τους κατοίκους του χωριού.
Η φόνισσα αποκάλυψε επίσης ότι είχε κρύψει παραθείο και υδράργυρο σε ένα εκκλησάκι 500 μέτρα μακριά από το σπίτι της, σκοπεύοντας να σκοτώσει κι άλλους. Η πιο αδιανόητη ομολογία της όμως ήταν αυτή που έκανε σε δημοσιογράφους, λίγο πριν από τη δίκη της. «Σκόπευα στα 40 του αδερφού μου να ρίξω παραθείο στα κόλλυβα για να πεθάνει όλο το χωριό»!
Οι αρχές βέβαια μετέφρασαν αυτή τη δήλωση σαν προσπάθεια από μέρους της να δικαστεί ως ψυχικά διαταραγμένη. Άλλωστε από την αρχή δεν είχαν πειστεί από τους ισχυρισμούς της, θεωρώντας πολύ πιθανό το σενάριο να διέπραξε τους φόνους για κληρονομικούς λόγους. Στοιχείο που είχε ενισχυθεί και από τις μαρτυρίες κατοίκων του χωριού, σύμφωνα με τις οποίες η μητέρα της, με διαθήκη, κληρονομούσε το σπίτι της στον γιο της Κωνσταντίνο.
Παρά ταύτα, η Δημητρέα παραπέμφθηκε στους ψυχιάτρους για να υποβληθεί σε νευρολογικές εξετάσεις και πράγματι η διάγνωση ανέφερε ότι «η νοημοσύνη της ευρέθη ότι κείται στο μεταίχμιον του κατωτάτου ορίου του μέσου όρου της ανθρωπίνης διανοήσεως και της διανοητικής καθυστερήσεως».
Στο δικαστήριο πάντως, η όποια πνευματική διαταραχή ή αναπηρία, δεν αξιολογήθηκε ως ελαφρυντικό από τους ενόρκους. Η δίκη για την υπόθεση πραγματοποιήθηκε στις 7-8 Μαΐου 1963 στο Κακουργιοδικείο Ναυπλίου και η Δημητρέα κρίθηκε ως ένοχη δολοφονιών εκ προθέσεως και με σώας τα φρένας.
Ο Τύπος της εποχής την αποκαλούσε «Δράκαινα της Μάνης», ενώ ο εισαγγελέας έκανε λόγο για μια «ύαινα της κόλασης», που με «δέος είχα προετοιμαστεί να αντικρίσω».
Η θανατική ποινή ήταν σε ισχύ και η μοναδική Ελληνίδα serial killer καταδικάστηκε τετράκις εις θάνατον. Σχεδόν δύο χρόνια αργότερα, στις 5.30 το πρωί της 10ης Απριλίου 1965 η Δημητρέα στάθηκε μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα στο Γουδή, περνώντας στην εγκληματολογική ιστορία ως η «δηλητηριάστρια της Μάνης» και στη νομική ως η τελευταία γυναίκα που εκτελέστηκε στην Ελλάδα.
ΠΗΓΗ: