Οι Βίκινγκ ήταν εθνοτική ομάδα, τμήμα των Βορείων Λαών της Ευρώπης. Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα εμφανίσθηκαν ως εξερευνητές, πειρατές, έμποροι, μισθοφόροι (ή και τα τέσσερα μαζί) σε μεγάλο κομμάτι της Ευρώπης.
Κοιτίδα τους ήταν η Σκανδιναβία και τέσσερα σημερινά έθνη έλκουν την καταγωγή τους από αυτούς: Νορβηγοί, Σουηδοί, Δανοί, Ισλανδοί. Η παρουσία τους υπήρξε καταλυτική για την ιστορία έξι ακόμη σημερινών κρατών: Μ. Βρετανία, Γαλλία, Φινλανδία, Ρωσία, Λευκορωσία, Ουκρανία.
Συνήθως οι αναφορές στους Βίκινγκ παραπέμπουν στην περίοδο της μέγιστης εξάπλωσής τους, η οποία αποκαλείται Χρυσή Εποχή και συμβατικά καλύπτει το διάστημα μεταξύ 793 (λεηλασία της Μονής Λίντισφαρν στη ΒΑ Αγγλία) και 1066 (συντριβή των Νορβηγών του Χάραλντ Γ' στο Στάμφορντ Μπριτζ).
Χάρις στην ικανότητά τους στη ναυσιπλοΐα και τον πόλεμο, στους τρεις αυτούς αιώνες εξαπλώθηκαν σε μία τεράστια έκταση που ξεκινά από τη Ρωσία, περνά από τη σκανδιναβική χερσόνησο και διασχίζει οριζόντια ολόκληρο το Βόρειο Ατλαντικό, από την Αγγλία και τα νησιωτικά συμπλέγματα στα βόρεια της Σκωτίας μέχρι την Ισλανδία, τη Γροιλανδία και τέλος τη Βίνλαντ στο σημερινό ανατολικό Καναδά. Επίσης εμφανίσθηκαν στο Βυζάντιο, τη Βόρεια Αφρική, την Ιταλία, την Ισπανία και τη Γαλλία, με κάποια από τις ιδιότητες που αναφέρθηκαν παραπάνω.
Στα υποκεφάλαια που ακολουθούν, περιγράφεται η διαδρομή των βασικών Βίκινγκ εθνικών διαφοροποιήσεων. Η ιστορική έρευνα αντιμετωπίζει ένα σημαντικό πρόβλημα: την έλλειψη ιδίων γραπτών πηγών. Με εξαίρεση τους Βαράγγους, οι Βίκινγκ της Χρυσής Εποχής ήταν αναλφάβητοι, με αποτέλεσμα οι κυριότερες αναφορές να βρίσκονται ξένες πηγές (βυζαντινοί συγγραφείς, καθολικοί μοναχοί και ιεραπόστολοι), ή σε μεταγενέστερες καταγραφές της προφορικής τους παράδοσης, όπως οι ισλανδικές σάγκες (12oς-14ος αι) και το ρωσικό Πρώτο Χρονικό (12oς αι).