Ο άνθρωπος που μετέτρεψε τον όρο «μπουζουξής» σε τιμητική προσφώνηση δεν χρειάζεται συστάσεις, μιας και τα αξέχαστα τραγούδια του παραμένουν διαχρονικά στα στόματα όλων μας.
Ένας «Βλάχος» (όπως τον έλεγαν) από τα Τρίκαλα έμελλε να αποδειχθεί ο κρυμμένος άσος του λαϊκού μας πολιτισμού σκαρώνοντας εκατοντάδες τρίλεπτα λεπτοδουλεμένα κοσμήματα μέσα από το ανεπανάληπτο εργαστήρι της ψυχής του.
Λέγεται συχνά ότι ο Τσιτσάνης ήταν αυτός που έκανε το ρεμπέτικο τραγούδι λαϊκό και το λαϊκό πανελλήνιο, βγάζοντας το μπουζούκι από το σκοτάδι των τεκέδων και των χαμαιτυπείων. Παίρνοντας τη σκυτάλη από τον άρχοντα του ρεμπέτικου Μάρκο Βαμβακάρη, ο πρωτομάστορας του λαϊκού προσάρμοσε τον στίχο στη μεταξική λογοκρισία και έκανε το τραγούδι των χασικλήδων τη σπαρακτική κραυγή του Έλληνα.
Ο Τσιτσάνης τραγούδησε τους πόθους και τους καημούς του Έλληνα όσο λίγοι: καταπράυνε τη φτωχολογιά και την εργατιά, μίλησε για την προσφυγιά και τον νόστο, υπαινίχθηκε τα μεγάλα κοινωνικοπολιτικά γεγονότα της εποχής του (όπως τον εμφύλιο πόλεμο), αν και πολύ περισσότερο τραγούδησε τον έρωτα και τα χίλια πρόσωπά του, άλλοτε μάγκικα και σταράτα και άλλοτε παραπονιάρικα, πληγωμένα και νοσταλγικά.
Ο άνθρωπος που άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του όχι μόνο στη μουσική παράδοση του τόπου μας αλλά και σε ολάκερο τον νεοελληνικό πολιτισμό ήταν ένας ολιγομίλητος νεαρός από την επαρχία που κατέβηκε στην προπολεμική Αθήνα για να σπουδάσει νομικά, παίζοντας μπουζούκι και λίγο βιολί. Ποιος θα περίμενε ότι το αγόρι από τα Τρίκαλα θα μετατρεπόταν σε λίγα μόλις χρόνια σε μια από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες του λαϊκού τραγουδιού, ανανεωτής σωστός της μουσικής μας και συνθέτης, στιχουργός, τραγουδιστής αλλά και δεξιοτέχνης του μπουζουκιού;
Ίσως ευθύνεται το γεγονός ότι τα τραγούδια του έχουν κάτι από τα διαχρονικά υλικά με τα οποία πλάθεται η Ιστορία: πόνο, νόστο, ξενιτιά, καημό και έρωτα…
Πρώτα χρόνια
Ο Βασίλης Τσιτσάνης γεννιέται στις 18 Ιανουαρίου 1915 στα Τρίκαλα ως ένα από τα πέντε παιδιά που επιβίωσαν μιας οικογένειας ηπειρώτικης καταγωγής. Ο τσαρουχάς μετσοβίτης πατέρας του γρατσουνούσε στο μαντολίνο τα κλέφτικα παραδοσιακά τραγούδια της πατρίδας του και οι ήχοι αυτοί χαράχτηκαν στην ψυχή του μικρού Βασίλη, όπως και οι βυζαντινές ψαλμωδίες που άκουγε κάθε Κυριακή ανελλιπώς στην εκκλησιά.
Τα παιδικά χρόνια είναι δύσκολα, γεμάτα πείνα και φτώχεια, και μέσα σε όλα χάνεται και ο πατέρας όταν ο Βασίλης είναι μόλις 11 ετών, κάτι που τον αναγκάζει να πιάσει το μαντολίνο, που είχε εντωμεταξύ μετατραπεί σε μπουζούκι, και να φέρνει γύρα τα πανηγύρια και τα παζάρια για να βγάζει το χαρτζιλίκι του. Το μπουζούκι είναι όμως κοινωνικά απαξιωμένο, κι έτσι μαθαίνει να παίζει βιολί για να βγάζει τα προς το ζην.
Με το κλεισμένο στο σπίτι μπουζούκι θα ξεκινήσει όμως τις πρώτες του συνθέσεις ήδη από την ηλικία των 15 ετών! Ταυτοχρόνως, παιδί ακόμα παίζει μουσική στην οικογενειακή ταβέρνα «Τσιτσάνης» στα Τρίκαλα και γράφει τα πρώτα του άσματα («Σε φίνο ακρογιάλι», «Ματσαράγκα», «Καλαμπακιώτισσα» κ.ά.), φτιάχνοντας ένα μικρό ονοματάκι στους γλεντζέδες της περιοχής…
Κάθοδος στην Αθήνα
Το φθινόπωρο του 1935, εκμεταλλευόμενος το μισό εισιτήριο στα τρένα για την υποδοχή του βασιλιά, ο Τσιτσάνης στοιβάζεται στο κουπέ και κατεβαίνει στην Αθήνα. Τη γενέτειρά του την εγκαταλείπει με όνειρα να σπουδάσει νομική. Πρώτη δουλειά, να περάσει από τις γνωστές ταβέρνες και τους μουσικούς καφενέδες της Αθήνας ψάχνοντας δουλειά, καθώς δεν έχει μία και πρέπει παράλληλα να ζήσει. Σε μια τέτοια ταβέρνα θα ξαναβρεί τον τραγουδιστή δημοτικών Δημήτρη Περδικόπουλο, πλάι στον οποίο είχε θητεύσει ένα καλοκαίρι στη Θεσσαλία, ο οποίος θα μεσολαβήσει για να κάνει μερικές εμφανίσεις ο άπειρος Τσιτσάνης, οι οποίες του εξασφαλίζουν τον τρόπο να ζει.
Μέσω των γνωριμιών που κάνει, γίνεται κάποια στιγμή δεκτός στη δισκογραφική Odeon, όπου θα ηχογραφήσει το 1937 το πρώτο του ζεϊμπέκικο «Σ’ έναν τεκέ μπουκάρανε», αν και το κύριο σώμα των προπολεμικών του δίσκων θα πραγματοποιηθεί στα επόμενα χρόνια.
Το σπουδαιότερο τραγούδι της εποχής είναι η «Αρχόντισσα», που θα μπει σε κάθε στόμα, και θα ακολουθήσουν σταθμοί στη μουσική του διαδρομή, όπως τα «Να γιατί γυρνώ», «Γι’ αυτά τα μαύρα μάτια σου» και πολλά ακόμα, που θα ερμηνεύσουν οι φωνές του Στράτου Παγιουμτζή, του Στελλάκη Περπινιάδη, του Στέλιου Κερομύτη αλλά και του Μάρκου Βαμβακάρη!
Το «καθαρότερο» σε στίχους τραγούδι του Τσιτσάνη απευθύνεται στις πλατιές μάζες και δεν είναι περιχαρακωμένο στους τεκέδες και τον περιορισμένο κύκλο τους, γνωρίζει επομένως μεγάλη απήχηση.
Οι εποχές είναι ωστόσο περίεργες, καθώς η λογοκρισία της δικτατορίας του Μεταξά απαγορεύει τόσο τα ρεμπέτικα τραγούδια όσο και τις ανατολίτικες μελωδίες, ενώ η περίοδος προστάζει εμβατήρια. Ο Τσιτσάνης αναγκάζεται να σκαρφιστεί ένα νέο είδος λαϊκού τραγουδιού, το οποίο απεμπολεί τα χασικλίδικα στοιχεία του και χάνει το αλήτικο του χαρακτήρα του. Το πείραμα όπως ξέρουμε πετυχαίνει και με το παραπάνω και το μπόλιασμα του ρεμπέτικου με δυτικά πια στοιχεία θα αποδώσει προοδευτικά αυτό που ξέρουμε ως λαϊκό...
Τα χρόνια της Θεσσαλονίκης
Είμαστε στα 1938 και η ώρα για τη στράτευση έχει φτάσει: ο Τσιτσάνης βρίσκεται να υπηρετεί στο Τάγμα Τηλεγραφητών στη Θεσσαλονίκη. Καλός στρατιώτης δεν θα γίνει ωστόσο ποτέ, καθώς το πλήθος των παραστρατημάτων του εξοργίζει τους αξιωματικούς του, πόσο μάλλον μέσα στη στρατοκρατούμενη κοινωνία της εποχής. Κι έτσι περνά μέρες και νύχτες στο πειθαρχείο, όπου και γράφει πολλά ακόμα ωραιότατα τραγούδια.
Στη Θεσσαλονίκη θα γνωρίσει και τη μελλοντική σύζυγό του Ζωή Σαμαρά, την οποία θα παντρευτεί το 1942 και θα αποκτήσουν αργότερα δύο παιδιά, τη Βικτωρία και τον Κώστα.
Η Κατοχή θα βρει τον Τσιτσάνη στη Θεσσαλονίκη, όπου έπειτα από γυροβολιά σε διάφορα μαγαζιά θα ανοίξει τελικά ένα δικό του κουτούκι, το περίφημο «Ουζερί Τσιτσάνης». Αυτή είναι μια γόνιμη εποχή για τον συνθέτη, που θα γράψει μερικές από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του: «Αχάριστη», «Μπαξέ τσιφλίκι», «Τα πέριξ», «Νύχτες μαγικές», «Ζητιάνος της αγάπης», «Ντερμπεντέρισσα» και φυσικά τη «Συννεφιασμένη Κυριακή». Εντωμεταξύ, ο πόλεμος τελειώνει και οι δισκογραφικές λειτουργούν και πάλι, επιτρέποντάς του να ηχογραφήσει τις μελωδίες που σκάρωσε στο παλκοσένικο…
Επιστροφή στην Αθήνα
Το 1946 ο Τσιτσάνης θα επιστρέψει στην Αθήνα, με τον εμφύλιο πόλεμο να μετατρέπεται γι’ αυτόν σε πηγή έμπνευσης. Η δεκαετία 1945-1955 θα είναι η πιο γόνιμη της καριέρας του, αν και πρέπει να σκεφτεί δημιουργικά: τα τραγούδια του λογοκρίνονται και ο Τσιτσάνης παραδέρνει σε έναν κυκεώνα τεχνασμάτων για να καταφέρει να κυκλοφορήσει μερικά από αυτά, ενώ άλλα δεν θα εκδοθούν ποτέ ή παρά πολύ αργότερα.
Παρά τις αντιξοότητες βέβαια, ώριμος συνθετικά και μεστός στη μελωδία του καθώς είναι τώρα, μετατρέπεται σε ανανεωτή του ελληνικού πενταγράμμου, με τη δημιουργικότητά του να αλλάζει άρδην το ρεμπέτικο: το μουσικό είδος «αρχοντορεμπέτικο» γεννιέται, ακούγεται πλέον ελεύθερα στην κοινωνία και ο Τσιτσάνης γνωρίζει την πλήρη αποδοχή και την πλατιά καταξίωση!
Η δεκαετία του 1950 είναι δική του: μεσουρανεί στο δισκογραφικό στερέωμα αλλά και τη συνείδηση του κόσμου, την ίδια ώρα που ανακαλύπτει νέες φωνές και ταλέντα: οι Μαρίκα Νίνου, Σωτηρία Μπέλλου, Πρόδρομος Τσαουσάκης, μεταξύ άλλων, χρωστάνε στον τρικαλινό συνθέτη τα πρώτα τους σημαντικά βήματα.
Όσο για τις επιτυχίες του, είναι πολλές και ηχηρές: «Είμαστε αλάνια», «Πήρα τη στράτα κι έρχομαι», «Χωρίσαμε ένα δειλινό», «Τρελός τσιγγάνος», «Πέφτουν της βροχής οι στάλες», «Όμορφη Θεσσαλονίκη», «Αντιλαλούνε τα βουνά», «Κάνε λιγάκι υπομονή», «Φάμπρικες», «Πέφτεις σε λάθη», «Καβουράκια», «Κάθε βράδυ λυπημένη», «Ξημερώνει και βραδιάζει» και πολλά πολλά ακόμη.
Καταξίωση
Το νέο είδος του λαϊκού τραγουδιού που ξεπηδά μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1950 γνωρίζει εκτεταμένη απήχηση στην κοινωνία και ο Τσιτσάνης είναι από τους πρωτεργάτες του. Η δεξιοτεχνία του στο μπουζούκι και η ιδιαίτερη μελωδική του έκφραση θα γίνουν σήμα-κατατεθέν της μουσικής του, χωρίς να εγκαταλείψει ποτέ τις «πειραματικές» ανησυχίες του: η επιδρομή των αραβικών και ινδικών μελωδιών θα βρουν έρεισμα στη μουσική του σύνθεση, χωρίς να νοθευτεί ωστόσο το μοναδικό προσωπικό του αισθητήριο.
Ο Τσιτσάνης είναι πλέον φίρμα και οι δημοφιλείς τραγουδιστές συνωστίζονται για ένα κομμάτι του: Καζαντζίδης, Μπιθικώτσης, Γαβαλάς, Αγγελόπουλος, Γκρέυ, Πόλυ Πάνου, Χαρούλα Λαμπράκη, Κόκοτας συνεργάζονται μαζί του και μετρούν επιτυχίες και πάλι επιτυχίες.
Είναι η δημιουργική εποχή του «Ίσως αύριο», «Τα λιμάνια», «Τα ξένα χέρια», «Μείνε αγάπη μου κοντά μου», «Κορίτσι μου όλα για σένα», «Απόψε στις ακρογιαλιές», «Κάποιο αλάνι», «Της γερακίνας γιος», «Δηλητήριο στη φλέβα» και δεκάδες ακόμα αξέχαστες επιτυχίες του ελληνικού πενταγράμμου. Όλοι αναγνωρίζουν τόσο τον μελωδικό πλούτο όσο και τη δεξιοτεχνία του Τσιτσάνη στην απόδοση της μουσικής του, κάτι που αποκαλύπτει την ιδιαίτερη σπουδή και την απίστευτη ευχέρεια στη μουσική έκφρασή του.
Ο Τσιτσάνης εγκλιματίζεται στις αλλαγές και τις ξενόφερτες επιρροές, προσαρμοζόμενος στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα, διατηρώντας ωστόσο αναλλοίωτο το προσωπικό λαϊκό του ύφος…
Ο Τσιτσάνης εκτός συνόρων
Ήταν το 1980 και με πρωτοβουλία της UNESCO που ηχογραφήθηκε ο διπλός επετειακός δίσκος με τίτλο «Χάραμα», από το ξακουστό κέντρο διασκέδασης όπου εμφανιζόταν ο Τσιτσάνης τα 14 τελευταία χρόνια της σπουδαίας καριέρας του. Ο δίσκος θα κυκλοφορήσει και στη Γαλλία το 1985, κατακτώντας το βραβείο της Μουσικής Ακαδημίας Charles Gross!
Στο μεταξύ βέβαια ο κορυφαίος δημιουργός δεν είναι πλέον στη ζωή: στις 18 Ιανουαρίου 1984, ακριβώς την ημέρα των γενεθλίων του, αφήνει την τελευταία του πνοή σε νοσοκομείο του Λονδίνου, έπειτα από επιπλοκές σε εγχείριση στους πνεύμονες. Μέχρι και έναν μήνα πριν, ο Τσιτσάνης εμφανιζόταν κανονικά στο «Χάραμα» και εργαζόταν πυρετωδώς πάνω στα καινούρια του τραγούδια...
Αν και στην πραγματικότητα η «εποχή Τσιτσάνη» είχε παρέλθει ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, όταν η Ελλάδα που εκπροσωπούσε, της φτώχειας, της εξαθλίωσης και της ξενιτιάς, αλλά και της ελπίδας και των μεγάλων κοινωνικο-πολιτικών αφηγήσεων, ήταν πια παρελθόν.
Παρά ταύτα, ο ογκόλιθος Τσιτσάνης δεν θα ξεπερνιόταν ποτέ και η μεγάλη του λαϊκή παρακαταθήκη θα συνέβαλε κι αυτή με τη σειρά της στη γέννηση του νεοελληνικού πολιτισμού…