Η επιμονή του εραστή της να δώσει τέλος στον παράνομο δεσμό τους την ώθησε να σχεδιάσει την πιο επώδυνη εκδίκηση και να εκτελέσει ένα από τα πιο φρικιαστικά εγκλήματα. Στραγγάλισε με τα ίδια της τα χέρια το τρίτο από τα τέσσερα παιδιά του, την ημέρα μάλιστα που το κοριτσάκι είχε την ονομαστική του εορτή.
Αφού σκέπασε το άψυχο κορμάκι του παιδιού, σε μία λακκούβα με κλαδιά, πλύθηκε καλά και στη συνέχεια ειδοποίησε την αστυνομία για να τη συλλάβει. Ο αξιωματικός υπηρεσίας που την είδε και μίλησε μαζί της, είπε ότι ήταν ψυχρή, αδιάφορη και δεν έδειχνε καθόλου μετανιωμένη για το φοβερό έγκλημα που μόλις είχε διαπράξει.
Στην προανάκριση ομολόγησε με κυνικότητα τα πάντα, περιγράφοντος τη θανάτωση του παιδιού και όσα είχαν προηγηθεί. Στο δικαστήριο όμως επειδή κινδύνευε με την εσχάτη των ποινών και να στηθεί στο εκτελεστικό απόσπασμα άλλαξε στάση και προσπάθησε να υπερασπιστεί με κάθε τρόπο τον εαυτό της. Κατάφερε να πείσει τους ενόρκους και τελικά καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη.
Η δολοφόνος ήταν μία 24χρονη μοδίστρα, που έμενε στην Πάτρα.Η δολοφονία έγινε σε αλσύλλιο επί της οδού Καρόλου, κοντά στο νηπιαγωγείο του άτυχου κοριτσιού.
Ο πατέρας της μικρής έμαθε ότι σε πρώην εραστή της είχε ρίξει βιτριόλι και της ανακοίνωσε το χωρισμό τους μία μέρα πριν το τραγικό περιστατικό. Εκείνη έξαλλη του απάντησε, σύμφωνα με όσα κατέθεσε στην αστυνομία ο Βασίλης, «Πρόσεξε καλά! Αύριο στο σπίτι σου, αντί για γιορτή, θα έχεις κηδεία»
Η μοιραία γνωριμία
Ένα χρόνο πριν τη δολοφονία η δράστιδα είχε γνωριστεί με τον 33χρονο πατέρα του παιδιού, που εργαζόταν σε μαρμαράδικο, μέσω ενός κοινού γνωστού τους, σε κέντρο διασκέδασης της Πάτρας. Από την ημέρα εκείνη βρίσκονταν συχνά και τον γνώρισε στους δικούς της, στο χωριό της. Τον παρουσίασε ως ανύπαντρο και είπε στον πατέρα της ότι αγαπιόντουσαν και ότι θα παντρεύονταν, αποκρύπτοντας ότι ήταν ήδη παντρεμένος και ότι είχε και τέσσερα παιδιά.
Η στιγμή της στυγερής δολοφονίας
Σύμφωνα με το σχέδιο της η γυναίκα ξεκίνησε μετά τις 11.00 το πρωί για το σχολείο του κοριτσιού, στη διασταύρωση των οδών Κορίνθου και Καρόλου. Εκεί βρήκε τη μεγαλύτερη αδελφή του παιδιού, εννέα χρονών, και της είπε ότι έψαχνε την Καιτούλα για να την κεράσει, λόγω της ονομαστικής της εορτής. Το ανυποψίαστο κορίτσι την ακολούθησε και κατευθύνθηκαν προς το αλσύλλιο, μέσω της οδού Καρόλου. Σταμάτησαν κοντά σε έναν λάκκο και και είπε στο παιδί: «Καιτούλα τώρα θα εκδικηθώ τον πατέρα δυο».
Άρπαξε το κοριτσάκι από τους ώμους, το γύρισε προς το μέρος της και άρχισε να σφίγγει το λαιμό του. Το άκακο παιδάκι φώναξε «Όχι άλλο θείτσα» αλλά εκείνη συνέχιζε ώσπου είδε στα μάτια του παιδιού τη γυαλάδα του θανάτου. Έριξε το παιδί στο λάκκο και το κάλυψε με κλαδιά. Στο δικαστήρια είπε ότι δε μπορούσε να σκοτώσει τον εραστή της γιατί τον αγαπούσε. «Έπνιξα το παιδί του γιατί του έμοιαζε και το αγαπούσε περισσότερο από τ’ άλλα. Ήξερα ότι με αυτό θα τον κάνω να πονέσω αφάνταστα»
Η δίκη και τα λόγια στους δημοσιογράφους
Η υπόθεση εκδικάστηκε στις 23 Φεβρουαρίου 1967 στο Κακουργιοδικείο της Πάτρας ενώ την πρώτη μέρα συγκεντρώθηκαν έξω από το δικαστήριο 800 άτομα. Στη δικαστική αίθουσα εμφανίστηκε διαφορετική. Έκλαιγε κατά διαστήματα και φαινόταν μετανιωμένη. Ο εισαγγελέας Λυμπέρης Παπανδρέου ήταν καταπέλτης. «Κι εσύ είσαι εγκληματίας της οικογένειας σου. Είσαι κατηγορούμενος από τον ηθικό κώδικα. Το ίδιο και η σύζυγος σου αλλά με κάποια ελαφρυντικά». Η «στραγγαλίστρια» καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη. Όταν την πλησίασαν οι δημοσιογράφοι είπε: «Χαίρω, γιατί θα βασανίζεται η οικογένεια του Βασίλη».