H ιστορία του επονομαζόμενου «Jack the writer» είναι μάλλον μοναδική. Ένας δολοφόνος, που κατάφερε μέσα από το συγγραφικό έργο του στη φυλακή να αποτελέσει παράδειγμα προς μίμηση και να επιστρέψει στα εγκόσμια ως πολίτης υπεράνω πάσης υποψίας.
Ακόμα και διακεκριμένοι επιστήμονες παραπλανήθηκαν από τον Γιόχαν Τζακ Ουντερβέγκερ, που μετά την αποφυλάκιση του αφέθηκε να «στραγγαλίσει» ανενόχλητος τη φωτεινή πτυχή του χαρακτήρα του. Η σκοτεινή τέτοια έγινε συνώνυμο των πραγματικών στραγγαλισμών. Και μιας ιστορικής πλάνης, με «θύμα» τη Δικαιοσύνη.
Τα παιδικά τραύματα και η εκδήλωσή τους
Όπως στη συντριπτική πλειονότητα αυτών των περιπτώσεων, τα τραυματικά παιδικά χρόνια ήταν και σε αυτήν η αιτία του κακού. Ο Ουντερβέγκερ ήταν το εξώγαμο παιδί μιας Αυστριακής ιερόδουλης και ενός Αμερικανού στρατιώτη των συμμαχικών δυνάμεων, που είχαν τον έλεγχο της Αυστρίας για μια δεκαετία μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Γεννήθηκε στο Στάιερμαρκ της Αυστρίας το 1950 και δεν γνώρισε ποτέ τον πατέρα του. Όταν ήταν τριών ετών, η μητέρα του συνελήφθη και το νήπιο στάλθηκε στην Καρινθία, για να ανατραφεί από τον αλκοολικό παππού του και την επίσης ιερόδουλη θεία του. Η παιδική ψυχή του σημαδεύτηκε από τη δολοφονία της θείας του από έναν «πελάτη» και από το ξύλο που του έριχνε ο παππούς του.
Ο μικρός Γιόχαν μεγάλωσε μέσα στη βία, την απόρριψη, τα βρόμικα στέκια, το ποτό και την ανέχεια. Δεν ήταν καν έξι ετών όταν ξεκίνησε να πίνει αλκοόλ. Κατά την εφηβεία άρχισε η παράνομη δράση του, αρχικά ως κλέφτης και ακολούθως με την ιδιότητα που θα γινόταν παγκοσμίως διαβόητος.
Στα 16 του συνελήφθη πρώτη φορά για σεξουαλική επίθεση σε ιερόδουλη. Τα επόμενα εννέα χρόνια συγκέντρωσε 12 καταδικαστικές αποφάσεις και πέρασε ισάριθμους μήνες στη φυλακή, κυρίως για τον ίδιο λόγο. Μισούσε θανάσιμα τις πόρνες και θα το αποδείκνυε πρώτη φορά το 1974, με τη δολοφονία της 18χρονης Γερμανίδας Μάργκρετ Σέφερ. Ο Τζακ είχε στραγγαλίσει τη νεαρή γυναίκα με το ίδιο της το σουτιέν.
«Στο πρόσωπο της είδα τη μητέρα μου και από οργή για την εγκατάλειψη τη σκότωσα», είπε στο δικαστήριο.
Φυλακή και μετάλλαξη
Η ομολογία δεν συγκίνησε τους ενόρκους. Το 1976 ο 26χρονος τότε Ουντερβέγκερ καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη. Στη φυλακή όμως ο Μίστερ Χάιντ θα γινόταν Δρ. Τζέκιλ. Τα βιβλία έγιναν αχώριστος σύντροφός του. Η παιδεία που τόσο του είχε λείψει, θα έμοιαζε εκεί με ένα τρένο που επέστρεψε να τον παραλάβει ερεροχρονισμένα.
Το κακό αγόρι, απ’ τα βάθη του αυστριακού υπόκοσμου, εξελίχθηκε γρήγορα σε υπόδειγμα κρατούμενου. Κι όχι μόνο. Μπήκε στο κελί αναλφάβητος, αλλά δεν έμαθε μόνο να διαβάζει και να γράφει. Επιδόθηκε στη δημιουργία, συγγράφοντας συλλογές ποιημάτων, θεατρικά έργα, ακόμα και διηγήματα για παιδιά!
Το έργο όμως που τον έκανε διάσημο σε όλη την Αυστρία ήταν το αυτοβιογραφικά χρωματισμένο μυθιστόρημα «Απαλλαγή ή Ταξίδι στη Φυλακή – Η έκθεση ενός ένοχου ανθρώπου». Σε αυτό παρουσίαζε τις στερήσεις και τις κακουχίες της παιδικής ηλικίας του, αναδεικνύοντας τις καταστροφικές συνέπειες (τους) στη ζωή του. Το βιβλίο έγινε best seller και αποτέλεσε τελικά το διαβατήριο για την αποφυλάκιση του.
Διανοούμενοι και ακτιβιστές στο πλευρό του
Ο Πέτερ Χούμερ, ιστορικός και ραδιοφωνικός παραγωγός, ήταν ένας από τους πολλούς διανοούμενους που εντυπωσιάστηκαν, υπογράφοντας αναφορές υπέρ της επανένταξης του Ουντερβέγκερ στην κοινωνία. «Ήταν αυθεντικό, μια πραγματική κραυγή. Μια εκπροσώπηση της μεγάλης ελπίδας των διανοούμενων ότι μπορούν να επιτευχθούν λύσεις μέσα από την λεκτική προβολή των προβλημάτων. Θέλαμε πολύ να τον πιστέψουμε», είπε ο Χούμερ.
Στα λογοτεχνικά στέκια της Βιέννης, το «σπάνιο ταλέντο» του νεόκοπου συγγραφέα ήταν για καιρό βασικό θέμα συζήτησης. Η ποιητική και λυρική ποιότητα της γραφής του πρόδιδε έναν άνθρωπο με σπουδαίες πνευματικές αρετές και ευαισθησίες. Η αίσθηση μεταμέλειας που πήγαζε μέσα απ’ το έργο του ήταν αδιαπραγμάτευτη.
Η αυτοβιογραφική νουβέλα του βραβεύτηκε σε λογοτεχνικό διαγωνισμό του 1984, κυρίως όμως έγινε το μέσο για να πειστούν οι Αρχές ότι η καλλιέργεια και η τέχνη είχαν επιφέρει τη «λύτρωση».
Το βιβλίο, το οποίο είχε μεγάλη απήχηση στη χώρα, ως εγχειρίδιο σωφρονισμού, εκδόθηκε το 1983 και από το 1985 ξεκίνησε μια εκστρατεία για την απελευθέρωση του δημιουργού του. Συγγραφείς, καλλιτέχνες, κοινωνιολόγοι, δημοσιογράφοι, ακτιβιστές και οι πολιτικοί – κυρίως σοσιαλιστές – ένωσαν τις φωνές τους για να δοθεί χάρη στον «μετανοημένο» δολοφόνο.
Μεταξύ αυτών και η Αυστριακή νικήτρια του Βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2004, Ελφρίντε Γέλινεκ, ο διάσημος Γερμανός, επίσης νομπελίστας, Γκίντερ Γκρας και ο εκδότης του λογοτεχνικού αυστριακού περιοδικού «Manuskripte», Άλφρεντ Κόλεριτς.
Ωστόσο ο τότε Πρόεδρος της Αυστρίας, Ρούντολφ Κίρχσλεγκερ, απέρριψε τις εκκλήσεις, επικαλούμενος το νόμο για υποχρεωτική 15ετή φυλάκιση σε περιπτώσεις ισόβιας ποινής.
Η νέα ζωή ως μέλος της ελίτ
Η καμπάνια συνεχίστηκε τα επόμενα χρόνια και ο ίδιος φρόντιζε μέσα από αμέτρητες συνεντεύξεις στον Τύπο, να παγιώσει το προφίλ του μετανοημένου κακοποιού. Ο Τζακ διαφημιζόταν ως το ζωντανό παράδειγμα του εγκληματία που είχε μεταμορφωθεί και ήταν έτοιμος να επιστρέψει στην κοινωνία ως η ενσάρκωση της έννοιας του σωφρονισμού. Κι έτσι, το Μάιο του 1990 απέκτησε ξανά την ελευθερία του, έχοντας εκτίσει 15 χρόνια στη φυλακή.
«Ποτέ δεν θα βρούμε έναν φυλακισμένο τόσο καλά προετοιμασμένο για ελευθερία», κατέληγε τότε το ανακοινωθέν των Αρχών. «Αυτή η ζωή τελείωσε. Από σήμερα με περιμένει μια καινούρια…», έλεγε ο ίδιος.
Με την απελευθέρωσή του, ο Ουντερβέκερ έγινε εξέχον, σεβάσμιο μέλος της υψηλής κοινωνίας. Η αυτοβιογραφία του διδάχθηκε στα σχολεία και οι ιστορίες του για παιδιά έγιναν ραδιοφωνικές αφηγήσεις. Ο ίδιος φιλοξένησε τηλεοπτικά προγράμματα, τα οποία καταπιάνονταν με την εγκληματική αποκατάσταση και εργάστηκε ως δημοσιογράφος του δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού ORF.
Εκεί, ανέλαβε μεταξύ άλλων πόστο ερευνητή και συμβούλου σχετικά με μια υπόθεση εξαφάνισης ιερόδουλων. Ο δολοφόνος ήταν γνωστός ως «Ο Ταχυμεταφορέας» και ο Ουντερβέγκερ όχι μόνο συμμετείχε σε τηλεοπτικές εκπομπές για το θέμα, αλλά διεξήγαγε συνεντεύξεις στο δρόμο για τις ανάγκες της εκπομπής.
Ο Τζακ απολάμβανε πια τη ζωή ενός celebrity. Ντυμένος με λευκά κοστούμια και μεταξωτές γραβάτες, διάβαζε το έργο του σε ενθουσιώδη ακροατήρια. Ήταν περιζήτητος στα κοκτέιλ πάρτι της ελίτ και στα κρεβάτια καλλίγραμμων συνοδών, έχοντας ρόλο guest star στους κύκλους της ανώτερης τάξης. Έφτασε να διαφημίζει ρούχα επώνυμων σχεδιαστών και να οδηγεί μία «Ford Mustang», με ειδικά αδειοδοτούμενη πινακίδα «Jack 1».
Οι πωλήσεις των βιβλίων του πήγαιναν περίφημα και το εισόδημα του κατέγραφε διαδοχικά limit up.
Το απόλυτο κοντράστ
Αυτή όμως ήταν μόνο η «μία ζωή» του ανθρώπου που θα έμενε στην ιστορία ως «Jack the writer». Προφανέστατα εμπνευσμένο απ’ το «Jack the Ripper». Αμφότεροι μισούσαν τις πόρνες. Η διαφορά ήταν ότι ο ένας τις ξεκοίλιαζε και ο άλλος τις στραγγάλιζε. Όπως αποδείχτηκε, ο Ουντερβέκερ δεν απαλλάχθηκε ποτέ από αυτή την αρρωστημένη μανία.
Είχε μοιραία υποτάξει στη φυλακή την ψυχική διαταραχή του ή υποκριθεί με τόση μαεστρία προκειμένου να ανακτήσει την ελευθερία του; Το ερώτημα θα μείνει αναπάντητο.
Κατά τη διάρκεια του πρώτου χρόνου ελευθερίας του, οι δολοφονίες ιερόδουλων έλαβαν διαστάσεις φαινομένου. Εφτά κρούσματα στην Αυστρία και ένα στην Πράγα. Όλες οι γυναίκες ήταν σεξουαλικά κακοποιημένες. Πέντε από τα πτώματα βρέθηκαν πεταμένα σε δάση, κοντά στη Βιέννη και στο Γκρατς.
Μία από αυτές ήταν η Τσέχα Μπλάνκα Μπόκοβα, που είχε εντοπιστεί στραγγαλισμένη με το σουτιέν της. Ο Ουντερβέκερ βρισκόταν εκείνη τη μέρα στην Πράγα, ερευνώντας δημοσιογραφικά τη ζωή στη «Red-light district» της πόλης. Ήταν η πρώτη «παγωμάρα» σε κοινή γνώμη και Αρχές. Δεν ήθελαν όμως (ακόμα) να πιστέψουν…
Το 1991 ενα περιοδικό προσέλαβε τον Ουντερβέκερ για ένα ρεπορτάζ στο Λος Άντζελες. Θα έπρεπε να γράψει άρθρα για το έγκλημα και την πορνεία στην περιοχή, συμπεριλαμβάνοντας στην έρευνα του και την τοπική αστυνομία. Επίκεντρο στα άρθρα του, που δημοσιεύτηκαν στον αυστριακό Τύπο, ήταν οι ιερόδουλες του Χόλιγουντ. Το προσωπικό ενδιαφέρον του για το θέμα όμως ήταν πολύ πιο ισχυρό. Και ουδόλως κοινωνιολογικό…
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στις ΗΠΑ, βρέθηκαν δολοφονημένες τρεις ιερόδουλες. Όλες είχαν ξυλοκοπηθεί βάναυσα, κακοποιηθεί σεξουαλικά με κλαδιά δέντρων και στραγγαλιστεί με τα σουτιέν τους…
Ήταν πλέον προφανές. Όταν ο Τζακ επέστρεψε στην Αυστρία, ήταν πια καταζητούμενος. Πρόλαβε να διαφύγει, σύντομα όμως εκδόθηκε ένταλμα σύλληψής του από την Interpol. Τα εννιά από τα 11 εγκλήματα ήταν πανομοιότυπα, ενώ η ιατροδικαστική έρευνα είχε συμπεράνει ότι κατά 99,9% μια τρίχα που βρέθηκε στο αυτοκίνητο του άνηκε σε μία από τις δολοφονημένες γυναίκες, καθώς και ότι τα ρούχα ενός από τα θύματα περιείχαν νήματα από ένα δικό του κασκόλ.
Η επιστροφή στη φυλακή και το τραγικό τέλος
Ο Ουντερβέκερ συνελήφθη τελικά στο Μαϊάμι, όπου νόμιζε ότι θα ήταν ασφαλής, τον Φεβρουάριο του ’92. Αμέσως κάλεσε εκπροσώπους των αυστριακών media, δηλώνοντας «αθώος», ενώ το ίδιο έκανε κατά τη διάρκεια της δίκης του, από δικαστήριο του Γκρατς. Δεν υπήρξε κανένας μάρτυρας που να ομολόγησε την ενοχή του, κρίθηκε όμως ένοχος για τους 9/11 φόνους και τον Ιούνιο του 1994 καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη.
Με το άκουσμα της ποινής, ο Ουντερβέκερ δήλωσε ότι θα εφεσιβάλλει την απόφαση και βάσει των αυστριακών νόμων αυτός είναι ο λόγος που σε νομικό επίπεδο θεωρείται ακόμη «αθώος».
Η τελευταία λέξη του όμως δεν ήταν αυτή. Την είχε προλογίσει σε ποιήματα και επιστολές σε φίλους, ως «την τελική ελευθερία» που θα έφερνε «μια επιθυμητή ειρήνη». Το ίδιο βράδυ της καταδίκης του, ο Τζακ βρέθηκε απαγχονισμένος στο κελί του. Είχε χρησιμοποιήσει τα κορδόνια των παπουτσιών του και κάποια ελαστικά μέρη από τα ρούχα του για να κάνει αυτό που ήξερε καλύτερα απ’ οτιδήποτε άλλο: να δώσει τέλος σε μια ζωή διά στραγγαλισμού.
«Εκείνη την εποχή, πίστευα πραγματικά ότι ήταν ένας σωφρονισμένος άνθρωπος. Πλέον όμως αισθάνομαι εξαπατημένος και ότι φέρω μερίδιο ευθύνης για ό,τι έγινε», δήλωσε μετά το τέλος του θρίλερ ο Πέτερ Χούμερ.
Η ιστορία του στοιχειώνει έως και σήμερα την αυστριακή κοινωνία. Ο Τζακ Ουντερβέκερ είχε καταφέρει να εξαπατήσει τους πάντες. Ίσως βέβαια αυτό να ήταν η πιο εύκολη από τις επιδιώξεις του. Καθότι προηγουμένως είχε ξεμπερδέψει με το πολύ πιο δύσκολο: να εξαπατήσει τον ίδιο του τον εαυτό.