Επειδή στις τριήρεις έπρεπε να υπάρχει πολυάριθμο πλήρωμα, η εξεύρεση του από μια γεωγραφική περιοχή δεν ήταν πάντα εύκολη, ιδιαίτερα, όταν επίκειτο εμπλοκή σε σύντομο χρονικό διάστημα ή κάτω από συνθήκες αιφνιδιασμού. Έτσι, για παράδειγμα κατά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, δεν επαρκούσαν να ναυτολογηθούν μόνο Αθηναίοι πολίτες.
Κατά τον Ηρόδοτο ναυτολογήθηκαν Πλαταιείς, αν και δεν είχαν καμία ναυτική πείρα, καθώς και Χαλκιδείς, οι οποίοι επάνδρωσαν 20 Αθηναϊκά σκάφη. Όλες οι πόλεις σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, ναυτολογούσαν όχι μόνο μισθοφόρους αλλά και δούλους. Όμως οι δούλοι δεν ναυτολογούνταν υπό κανονικές συνθήκες. Μόνο σε περιόδους εκστρατειών ή ελλείψεως προσωπικού, ναυτολογούνταν δούλοι και είχαν την ίδια αντιμετώπιση με τους υπόλοιπους.
Αν και στα πλοία των Αθηνών οι ναύτες ήταν ελεύθεροι πολίτες και όχι δούλοι, ενίοτε, σε περιπτώσεις κρίσιμες για την πόλη ναυτολογούνταν μέτοικοι, οι οποίοι αμείβονταν κανονικά για τις υπηρεσίες τους όπως τα υπόλοιπα πληρώματα. Όφειλαν όμως να έχουν κάποιες ναυτικές γνώσεις ή θαλάσσια εμπειρία.
Κατά τη διαδικασία ναυτολόγησης του αρχαίου Έλληνα ναυτικού η κολυμβητική ικανότητα των υποψηφίων ήταν όπως και σήμερα βασική προϋπόθεση για την επιλογή πληρώματος. Την κολύμβηση εξάλλου θεωρούσαν ως πολύ καλή γυμναστική άσκηση και για τη σωματική διάπλαση. Αναφέρεται ότι ο πυγμάχος από την Νάξο της Σικελίας, Τίσσανδρος, κολυμπούσε γύρω από τα ακρωτήρια του νησιού και ξανοιγόταν στην θάλασσα. Κατ’αυτόν τον τρόπο γύμναζε όχι μόνο τα χέρια, αλλά και το υπόλοιπο σώμα.
Μισθός και μισθοδοσία είναι λέξεις αρχαίες Ελληνικές. Στην Αθήνα επί Περικλέους το πλήρωμα μισθοδοτείτο για τις υπηρεσίες του από το κράτος, ανάλογα με τον βαθμό που είχε ο ναυτικός. Μισθό έπαιρνε και ο δόκιμος ναυτικός.
Εάν στον μισθό συμπεριλαμβάνονταν και τα έξοδα διατροφής τότε εκαλείτο «πλήρης».
Σε περίπτωση αδυναμίας καταβολής τακτικής μισθοδοσίας, τα πληρώματα αντιδρούσαν με λιποταξίες ή ακόμη και με στάσεις εργασίας:
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα πληρώματα των αθηναϊκών ιερών πλοίων, Παράλου και Σαλαμινίας. Επειδή προορίζονταν να χρησιμοποιηθούν σε ειδικές αποστολές, τα πληρώματα έπρεπε να είναι μόνιμα και όχι να αναζητούντο την τελευταία στιγμή.
Ο Δημοσθένης στους Φιλιππικούς αναφέρει ότι το πλήρωμα της Παράλου (οι οποίοι καλούνταν και Πάραλοι) ήταν πάντα σε ετοιμότητα προς απόπλου. Σημειώνεται ότι ο μισθός τους, ο οποίος είχε ορισθεί στους τέσσερις οβολούς ημερησίως, καταβάλλονταν κανονικά.
Εκτός από τον μισθό τους, τα πληρώματα λάμβαναν επίσης και οι «επιφορές» δηλαδή επιπρόσθετος μισθός, που σήμερα θα λέγαμε ότι ήταν ένα μπόνους.
Οι επιφορές δίδονταν συνήθως από τους κυβερνήτες, ναυάρχους ή τριηράρχους, προκειμένου να ευχαριστήσουν τα πληρώματα τους και να εξασφαλίσουν, την πιστή τους συνεργασία. Τα χρήματα αυτά συνήθως τα έβρισκαν από τις δικές τους περιουσίες ή από λάφυρα που προσκόμιζαν από τις ναυμαχίες.
Για το ποσό της μισθοδοσίας, οι πληροφορίες ποικίλουν χρονολογικά.
Από τον Θουκυδίδη αντλούμε την πληροφορίας ότι κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο το δημόσιο ταμείο έδιδε στον ναύτη ημερήσιο μισθό μια δραχμή. Από τον Ξενοφώντα μαθαίνουμε ότι ο μισθός των Αθηναίων ναυτών ανέρχονταν στους 3 οβολούς (6 οβολούς=1 δραχμή), ενώ με την χορήγηση των Περσών, ο στόλος των Πελοποννησίων έδιδε 4 οβολούς για κάθε ναύτη από την ναυμαχία στο Νότιο και μετέπειτα.
Εάν υφίστατο αδυναμία καταβολής της τακτικής μισθοδοσίας τότε τα πληρώματα διασκορπίζονταν, αντιδρούσαν με στάσεις ή και με λιποταξία.
Πέραν του «τυπικού» μισθολογίου υπήρχε και το «αναλόγου προσόντων», φαινόμενο διαχρονικό που είναι ορατό ειδικότερα στο σύγχρονο Εμπορικό Ναυτικό. Αν το μέλος του πληρώματος είχε εξαιρετικές ικανότητες τότε η «ζήτησή» του στην αγορά εργασίας ήταν μεγάλη και αυτό ανέβαζε το κόστος του Τριηράρχου που επιθυμούσε να επανδρώνει την τριήρη του με τα καλύτερα πληρώματα.