Όταν ο αυτοκράτορας Χιροχίτο ανακοίνωσε την παράδοση της Ιαπωνίας στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου εκατομμύρια Ιαπώνων ανακουφίστηκαν καθώς είχαν ήδη υποστεί πολλά δεινά κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών. Δεν ήταν ωστόσο όλοι πρόθυμοι να παραδώσουν τα όπλα.
Οι Ιάπωνες στρατιώτες είχαν κατηχηθεί στο να πολεμούν μέχρι το θάνατο, να αρνούνται την παράδοση και να προτιμούν τη θυσία από τη σύλληψη. Παρά την συνθηκολόγηση της Ιαπωνίας στις 15 Αυγούστου 1945, πολλοί στρατιώτες συνέχισαν να αγωνίζονται από σεβασμό στον κώδικα τιμής ενώ κάποιοι άλλοι δεν πληροφορήθηκαν έγκαιρα το τέλος του πολέμου.
Ο υπολοχαγός Hiroo Onoda, ήταν 22 ετών όταν στάλθηκε στο νησί Lubang των Φιλιππινών, τον Δεκέμβριο του 1944, ως αξιωματικός πληροφοριών. Η αποστολή του Onoda ήταν να να σαμποτάρει τις προσπάθειες του εχθρού, ενώ είχε λάβει ειδικές εντολές σύμφωνα με τις οποίες δεν έπρεπε να παραδοθεί υπό οποιεσδήποτε συνθήκες.
Τον Φεβρουάριο του 1945, οι συμμαχικές δυνάμεις προσγειώθηκαν στο νησί, και ο Onoda με άλλους τρεις στρατιώτες υπαναχώρησαν στη ζούγκλα για να συνεχίσουν να αγωνίζονται ως αντάρτες. Επέζησαν τρώγοντας μπανάνες και καρύδες, ενώ περιστασιακά έκλεβαν αγελάδες από τα γύρω χωριά. Δεν ήταν λίγες οι φορές που αντάλλαξαν πυρά με την τοπική αστυνομία.
Μια μέρα, όχι πολύ καιρό μετά το τέλος του πολέμου, η ομάδα ανακάλυψε φυλλάδια που είχαν ριφθεί από αεροπλάνα ανακοινώνοντας ότι ο πόλεμος είχε τελειώσει, και προέτρεπαν όλους τους αντάρτες να παραδοθούν. Ο Hiroo Onoda και η ομάδα του θεώρησαν τα φυλλάδια ως ένα τέχνασμα για αποκαλυφθούν και απέρριψαν το περιεχόμενό τους.
Το 1950, μετά από πέντε χρόνια κρυφτού στη ζούγκλα, ένας από τους συντρόφους του Onoda, ο Yuichi Akatsu, αποφάσισε ότι είχε υπομείνει αρκετά και έφυγε για να παραδοθεί στις δυνάμεις των Φιλιππινών. Μετά την παράδοση του Akatsu, μια ομάδα έρευνας οργανώθηκε για τους υπόλοιπους της ομάδας, αλλά αυτοί αποτραβήχτηκαν ακόμη περισσότερο μέσα στη ζούγκλα. Για να τους προτρέψουν σε παράδοση, γράμματα και φωτογραφίες των οικογενειών τους ρίφθηκαν από αέρος, συμπεριλαμβανομένου κι ενός σημειώματος από τον ίδιο τον Akatsu, αλλά οι τρεις στρατιώτες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι αυτά ήταν όλα ένα τέχνασμα.
Το 1954, ένας άλλος σύντροφος του Onoda, ο δεκανέας Shimada, πυροβολήθηκε και σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια αψιμαχίας με μια ομάδα που έψαχνε για τους άνδρες. Για τα επόμενα δεκαεννέα χρόνια, ο Onoda και μοναδικός εναπομείναντας συνεργάτης του, ο Kozuka, συνέχισαν να ζουν μαζί στην πυκνή ζούγκλα.
Το 1972, στο πλαίσιο επιχειρήσεων του στρατού κατά ντόπιων ανταρτών, ο Kozuka πυροβολήθηκε και σκοτώθηκε, με αποτέλεσμα ο Onoda να μείνει εντελώς μόνος. Από αυτό το σημείο ο Onoda, άρχισε να γίνεται θρύλος τόσο στις Φιλιππίνες όσο και στην Ιαπωνία.
Το 1974, ένας Ιάπωνας, ο Norio Suzuki, που εμπνεύστηκε από την ιστορία, αναζήτησε και τελικά κατάφερε να εντοπίσει τον Onoda.
Ο Onoda και ο Suzuki έγιναν φίλοι, αλλά ο Onoda ακόμα αρνούνταν να παραδοθεί, λέγοντας ότι δεν θα παραδοθεί, εκτός αν υποχρεωθεί από διαταγή ανώτερου αξιωματικού. Ο Suzuki επέστρεψε στην Ιαπωνία, και με τη βοήθεια της κυβέρνησης εντόπισε τον παλιό διοικητή του Onoda, ταγματάρχη Yoshimi Taniguchi, ο οποίος ήταν πλέον ένας ηλικιωμένος άνδρας που εργαζόταν σε βιβλιοπωλείο.
Μαζί ταξίδεψαν στις Φιλιππίνες και έπεισαν τελικά τον Onoda να παραδοθεί, σχεδόν 29 χρόνια μετά το τέλος του πολέμου.
Ο Hiroo Onoda επέστρεψε στην Ιαπωνία το Μάρτιο του 1974, αλλά δυσκολευόμενος να προσαρμοστεί στη ζωή στην πατρίδα του, μετανάστευσε στη Βραζιλία το 1975 για να γίνει αγρότης. Επέστρεψε στην Ιαπωνία το 1984 και άνοιξε εκπαιδευτικές κατασκηνώσεις για παιδιά. Πέθανε στις 16 Ιανουαρίου 2014.