Oι Έλληνες δίνοντας στους θεούς τους ανθρώπινα χαρακτηριστικά, συμπεριέλαβαν τις ιδιότητες, τα προτερήματα και τις αδυναμίες των ανθρώπων.
Κι έτσι θεώρησαν φυσικό να έχουν και την ανάγκη της τροφής. H τροφή των Θεων απαγορεύονταν στους κοινούς θνητούς.
Η ΑΜΒΡΟΣΙΑ ΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΘΕΩΝ
Η αμβροσία ήταν η τροφή των Θεών, όπως το νέκταρ υπήρξε το ποτό αυτών. Πριν βρεθεί η αμβροσία, οι Θεοί οσφραίνονταν μόνον την κνίσα των θυμάτων. Αρχικά, η τροφή αυτή εμφανίστηκε κατά την γέννηση του Διός, ρέουσα από το κέρας της Αμάλθειας. Κατά το έπος της Οδύσσειας, οι Πελείες έφεραν την αμβροσία στον πατέρα Δία˙μέσα στις Πλαγκτές όπου μία από αυτές πάντοτε χάνεται, αλλά ο Ζευς πλάθει άλλη προς αντικατάσταση αυτής:
«Και ουδέ πουλί ταίς προσπερνά, αλλ’ ουδέ η περιστέραις
οπού του Δία του πατρός την αμβροσία φέρων˙
ως και απ’ αυταίς κάθε φοράν η γλυστρή πέτρ’ αρπάζει˙
αλλά να κλεισ’ ο αριθμός στέλνει ο πατέρας άλλην»
(Οδυσ. Μ, 62 –65).
Κατά την ποιήτρια Μυρώ την Βυζαντία, ''την αμβροσία κόμισαν στον Δία, όταν ήταν παιδί στην Κρήτη, οι Πελειάδες, το δε νέκταρ αετοί και ο Ζευς, νικώντας τον πατέρα του, τον αετό εποίησε αθάνατο και τον πήρε στον ουρανό, εκείνους κατέστησε προπομπούς του θέρους και του χειμώνος.'' Κατα εναν άλλο μύθο, μνημονευόμενο από τον Πρόκλο, η Δήμητρα παρασκεύαζε την αμβροσία και το νέκταρ για τους αθανάτους.
Αρχικά η αμβροσία δήλωνε την αθανασία και την μεταχειρίζονταν αντ’ αυτής. Πίστευαν ότι όπως ο άνθρωπος ζει από την τροφή, έτσι και οι Θεοί διατηρούνταν αθάνατοι μέσω της αμβροσίας.Εν τούτοις, μέσω της αμβροσία και οι κοινοί θνητοί κατέστησαν αθάνατοι. Με αυτό τον τρόπο, η Αφροδίτη κατέστησε δια της αμβροσίας αθάνατη τη Βερενίκη:
«Ω Διωναία Κύπρι, συ μεν αθάνατον από θνητής,
κατ’ ανθρωπίνην παροιμίαν, εποίησας την Βερενίκην,
αποστάξασα αμβροσίαν εις τους κόλπους αυτής».
(Θεοκρ. XV, 106-108)
Επίσης, η Αθηνά, κατ’ εντολή του Διός, ρίχνει στο στήθος του Αχιλλέα το νέκταρ και την ευχάριστη αμβροσία για να τον απαλλάξει από την πείνα:
«... και τροφήν να πάρη αυτός (ο Αχιλλεύς) δεν θέλει
αλλά κατέβα την γλυκειά να στάξης αμβροσίαν
και νέκταρ μέσ’ τα στήθη του, να μην τον πνιξ’ η πείνα».
(Ιλ. Τ, 345-347)
Κι εδώ η αμβροσία συγχέεται με το νέκταρ υπό την υγρή μορφή.
Ο Πλάτων, στην αλληγορία των ενώσεων των ψυχών, προσθέτει το νέκταρ ως ποτό, μετά την αμβροσία: «ελθούσης δε αυτής ο ηνίοχος προς την φάτνην τους ίππους στήσας παρέβαλεν αμβροσίαν τε και επ’ αυτή νέκταρ επότισε».
Σπανίως η αμβροσία συναντάται ξεχωριστά από το νέκταρ, σε πολλές περιπτώσεις μεταξύ των δύο τούτων λέξεων σημειώνεται μόνο η διαφορά του κατ’ ιδίαν γενικού όρου. Στην Οδύσσεια πάντα μόνο η αμβροσία διακρίνεται ευκρινώς από το νέκταρ, στο γεύμα το οποίο η Καλυψώ παραθέτει στον Ερμή:
«Είπε η θεά, και τράπεζαν γεμάτην αμβροσίαν του θέτει,
και άμα κόκκινο νέκταρ του συγκερνάει
κ’ έτρωγ’ εκείνος κ’ έπινεν, ο μέγας αγροφόνος».
(Οδ. Ε, 92-94).
Παρακάτω, οι υπηρέτες της θεάς προσφέρουν στον φιλοξενούμενο Οδυσσέα την αμβροσία και το νέκταρ, αυτή την φορά ενωμένα:
«και αγνάντια κείνη εκάθισε εις τον θείον Οδυσσέα,
και νέκταρ της παράθεσαν η δούλαις και αμβροσία».
(Οδ. Ε, 198-199).
Και ο Ησίοδος λέει ότι οι θεοί τρώνε και το νέκταρ και την αμβροσία:
«Μα σαν εδώσανε σ’ αυτούς όσα χρειάζονταν όλα,
και νέκταρ και αμβροσία, αυτά που τρώνε μόνον οι θεοί,
τότε στα στήθη τράνεψεν η ρωμαλέα ψυχή τους».
Αυτός, ο ευσεβής ποιητής προσθέτει, ότι οι επί ψευδορκία ένοχοι θεοί δεν είναι πλέον δυνατόν να τραφούν με νέκταρ και αμβροσία:
«Όποιος λοιπόν χύνει νερό απ’ αυτό για να ορκιστή με ψέμα
από τους αθανάτους, πόχουν την κορυφή του χιονισμένου Ολύμπου,
ακέριο χρόνο κοίτεται χωρίς πνοή˙
δεν φέρνει μήτε μια φορά την αμβροσία στα χείλη του ή το νέκταρ,
για να τραφή, αλλά κοίτεται χωρίς αναπνοή, δίχως φωνή
σε μια στρωμασιά˙ μια φοβερή παράλυση τα μέλη του σκεπάζει».
(Ησ. Θεογ. 793-798).
Στον Πίνδαρο, ο Τάνταλος υπέκλεψε από τους ανθρώπους το νέκταρ και την αμβροσία, τα οποία τον είχαν καταστήσει αθάνατο:
«έχει δ’ απάλαμον βίον τούτον εμπεδόμοχθον (ο Τάνταλος),
μετά τριών τέταρτον πόνον, αθανάτων ότι κλέψαις
αλίκεσσι συμπόταις
νέκταρ αμβροσίαν τε
δώκεν, οίσιν άφθιτον».
(Πίνδ. ΙΙ. Ι, 61-65)
Οι Ώρες και η Γαία ενστάλαξαν σταγόνα προς σταγόνα πάνω στα χείλη του Αρισταίου το νέκταρ και την αμβροσία και του έδωσαν την αθανασία:
«εύθρονοις Ώραισι και Γαία
ανελών φίλας υπό ματέροις οίσει.
ται δ’ επιγουνίδιον κατθηκάμεναι βρέφος αυταίς,
νέκταρ εν χείλεσσι και αμβροσίαν στάξοισι, θήσονταί τε νιν αθάνατον
τοις δ’ Αρισταίον καλείν».
(Πίνδ. ΙΙ, ΙΧ, 60-65).
Η αμβροσία χρησιμοποιούνταν αντί αλοιφής, καθώς και ως καλλυντικό και αντισηπτικό μέσο. Οι Θεές αλείφονταν με αμβροσία για να διατηρούν αμάραντα τα κάλλη τους, οι δε θνητές γυναίκες χάρη στη χρήση της αμβροσίας φαίνονταν ωραιότερες. Επίσης οι πληγές με την αμβροσία επουλώνονταν ταχέως, οι δε νεκροί που αλείφονταν με αυτή καθίστατο άσηπτοι.
Η Ήρα με αμβροσία καθαρίζει το δέρμα της:
«Και πρώτα όλο το σώμα της το χαριτοπλασμένο
με αμβροσίαν εύμορφα καθάρισε και αλείφθη
λάδι άφθαρτο γλυκότατο με μύρα ευωδιασμένο».
(Ιλ. Ξ, 170-172).
Επίσης, η Αθηνά, με αμβρόσιον κάλλος καθαρίζει την Πηνελόπη:
«κ’ αμβρόσιο χρίσμα ελάμπρυνε τ’ ωραίο πρόσωπό της,
μ’ αυτό που η καλοστέφανη αλείφεται Αφροδίτη».
(Οδυσ. Σ., 192-193).
Καθώς αναφέρει ο Βιργίλιος (Aen. 12, 149), η αμβροσία χρησιμοποιείται από τους θεούς ως αλοιφή για την θεραπεία των πληγών.
Το σώμα του Σαρπηδόνα αλείφεται με αμβροσία για να προφυλαχθεί από την σήψη.
«...... και αφού τον χρίσης με αμβροσία, άφθαρτα ενδύματα ένδυσέ τον».
(Ιλ. Π. 670).
Επίσης εμφανίζεται και ως τρόπος ταριχεύσεως. Στην Ιλιάδα αναφέρεται πως η Θέτις ενστάλαξε νέκταρ και αμβροσία από τη μύτη, στο πτώμα του Πατρόκλου ως αντισηπτικά:
«και στα ρουθούνια του νεκρού ρόδινο στάζει νέκταρ
και αμβροσία άφθαρτον το σώμα να κρατήσηι».
(Ιλ. Τ, 38-39).
Πολλές φορές εξαίρεται και η εξαιρετική ευωδιά της αμβροσίας. Η Ειδοθέα θέτει μπροστά στη μύτη του Μενελάου την αμβροσία για την απομάκρυνση της κακής οσμής της φώκιας:
«............................... μας έπνιγε η βαρειά
των θαλασσόθρεπτων φωκών οσμή φαρμακωμένη˙
και ποιός βαστά να κοιμηθή με τέρας του πελάγου,
αλλά μας έσωσε αυτή με ανάσασι μεγάλη˙
εις τα ρουθούνια καθενός μας έθεσε αμβροσία
μυρόβολη, και την οσμήν αφάνισε του κύτους».
(Οδ. Δ, 441-446).
Από κάποιους συγγραφείς γίνεται λόγος για την πηγή της αμβροσίας μέσα στον κήπο των Εσπερίδων (Σαπ. Απ. 51. – Ευρ. Ιππ. 748). Προφανώς εννοείται εκεί μέσα ο αυτός ο τόπος όπου κατά την Οδύσσεια οι Πελείες φέρνουν την αμβροσία στον Δία, υποχρεούμενες να διέλθουν πετώντας μέσα από τις Πλαγκτές:
«Το να έχη πέτραις κρεμασταίς, και προς αυταίς βροντάει,
μέγα το κύμα της γλαυκής ‘στην όψιν Αμφιτρίτης˙
κείναις πλαγκταίς οι μάκαρες θεοί ταις ονομάζουν.
και ουδέν πουλί ταις προσπερνά, αλλ’ ουδ’ η περιστέραις,
όπου του Δία του Πατρός την αμβροσία φέρουν».
(Οδ. Μ, 59-63).
Τα νεογέννητα τέκνα των Θεών έπρεπε με νέκταρ και αμβροσία να τραφούν. Ακόμη και τα άλογα των Θεών με αμβροσία, ως ποώδους τροφής, τρέφονταν, αυτό δηλώνει ότι και αυτά συμμετείχαν στην αθανασία.
«τ’ άλογ’ αυτού σταμάτησεν η Ήρα η λευκοχέρα˙
τα ξόδεψε και ολόγυρα ,με καταχνιά τα ζώνει,
και αμβρόσιο φύλλο εβλάστησε να βόσκουν ο Σιμόεις».(27 - 28)
(Ιλ. Ε, 775-777).
Πολλοί συνέδεσαν το πολυσήμαντο της λέξεως αμβροσία με την ποικίλη χρήση του μελιού. Πράγματι δε, φαίνεται ότι το μέλι κρύβεται υπό την έννοια της αμβροσίας
(Ύμνος στον Ερμή 562: «θεών ηδεία εδωδή». – Απόλ. Ροδ. 4, 1131).
Για τον Δία, ως παιδί, υπάρχουν ως εκ τούτου δύο παραδόσεις˙ κατά την μεν έθρεψαν αυτόν οι Πελείες με αμβροσία και νέκταρ, κατά την άλλη δε μέλισσες μέσω του μελιού. Κατά τον γερμανό μυθολόγο Roscher, η αμβροσία ήταν μυθική παράσταση του μελιού, το οποίο έπεφτε από τον ουρανό πάνω στα φυτά ως δροσιά (αερόμελι, δροσόμελι) και συνεπώς θεωρούνταν ως τροφή ουρανία ή θεία. Τρωγόταν είτε ως φυσικό μέλι είτε μεταποιημένο σε ποτό (υδρόμελι, μελίκρατο). Σε αυτό συμφωνούν οι εκφράσεις της αμβροσίας και του νέκταρος προς τα του μελιού. Χρησιμοποιήθηκαν με μεταφορική σημασία πάνω στην ηδύτητα και χάρη του λόγου ή των ποιημάτων (Ιλ. Α, 249. - Ησίοδ. Θεογ. 83. – Πίνδ. Νέμ. 3, 74 κλπ).
Ο Ίβυκος μάλιστα χαρακτηρίζει την αμβροσία ως έχουσα εννεαπλάσια γλυκύτητα από το μέλι. Σχετικώς διαβάζουμε στον Αθήναιο. (ΙΙ, 39 b):
«Ίβυκος δε φησι, την αμβροσίαν του μέλιτος κατ’ επίτασιν εναπλασίαν έχειν γλυκύτητα, το μέλι λέγων ένατον είναι μέρος της αμβροσίας κατά την ηδονήν».
Τέλος, αμβροσία καλούνταν στις θρησκευτικές τελετές ο κυκεών από νερό, λάδι και διάφορους καρπούς, όπως μνημονεύεται από τον Αθήναιο (ΧΙ, 473):
«Η δ’ αμβροσία ύδωρ ακραιφνές, έλαιον, παγκαρπία».