Η Σπιναλόγκα του Πειραιά, το μικρό νησάκι του Αγίου Γεωργίου, βρίσκεται μια ανάσα από το Πέραμα και τη Σαλαμίνα. Πάνω του διακρίνονται μια σειρά από οικήματα, εμφανώς κάποια πολύ παλαιά, ακόμα και μισογκρεμισμένα, και άλλα σχετικά πιο καινούργια. Είναι ό,τι έχει απομείνει για να θυμίζει το κολαστήριο του Αργοσαρωνικού.
Οι ομοιότητες των δύο μικρών νησιών, της Σπιναλόγκα και του Αγίου Γεωργίου, είναι πολλές: μεγάλη ιστορία, κοντά στις ακτές, αλλά ταυτόχρονα απομονωμένα, ενώ και τα δύο λειτούργησαν ως χώροι απομόνωσης ασθενών ή ύποπτων για διάφορες μολυσματικές ασθένειες, με βάση τους δικαιολογημένους ή όχι φόβους των παλαιών εποχών.
Οι διαφορές τους, επίσης σημαντικές: από τη Σπιναλόγκα λίγοι κατάφερναν να φύγουν θεραπευμένοι από τη φοβερή ασθένεια της λέπρας, ενώ από τον Αγιο Γεώργιο όλοι έφευγαν έπειτα από ολιγοήμερη παραμονή, η οποία όμως για τους οικονομικά ασθενέστερους ήταν μια σκληρή δοκιμασία…
Το λοιμοκαθαρτήριο
Στον Αγιο Γεώργιο, το γραφικό νησάκι στον όρμο των Παλουκίων, το λοιμοκαθαρτήριο υπολογίζεται ότι άρχισε να λειτουργεί κανονικά το 1865 ή λίγο νωρίτερα. Η περιγραφή που έκανε τον Οκτώβριο του 1884 ο Γερμανός βυζαντινολόγος K. Krumbacher αποτυπώνει παραστατικά την κατάσταση:
«Κατά μήκος της ακτής είναι χτισμένος μεγάλος αριθμός σπιτιών για την καραντίνα. Πρόκειται για τετράγωνες κατασκευές από άγριες πελεκητές πέτρες, λίγο ασβεστωμένες και με κεραμοσκεπές. Κάθε σπίτι αποτελείται από δύο ευρύτερα δωμάτια εφοδιασμένα με μερικά κρεβάτια εκστρατείας και ένα νιπτήρα. Η στεγανότητα της οροφής δεν είναι καθόλου ικανοποιητική. (…) Σε ένα από τα σπιτάκια έχει εγκαταστήσει ο πανδοχέας του νησιού της καραντίνας την κουζίνα και μια τραπεζαρία, όπου συγκεντρωνόμαστε τις κοινές ώρες του φαγητού. (…) Μερικά βήματα κάτω από το οίκημα του επισιτισμού βρίσκεται το μικρό εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου. (…) Οι επιβάτες που είχαν προτιμήσει να περάσουν την καραντίνα πάνω στο πλοίο μάς επισκέπτονταν καμιά φορά και εύρισκον φυσικά την παραμονή στο πλοίο καλύτερη και πιο άνετη» (πηγή: Α. Βιρβίλης, «Το Λοιμοκαθαρτήριο του Αγ. Γεωργίου Σαλαμίνας», περιοδικό Φιλοτέλεια, Ιστορικό Αρχείο Δήμου Πειραιά).
Η πλάκα, που υπάρχει στο προαύλιο της εκκλησίας: «Χολέρας καθαρτήριον την σην νήσον προσήνεγκας τη Ελλάδι, Τροπαιοφόρε. (= Για χολέρας καθαρτήριο προσέφερες τη νήσο σου στην Ελλάδα, Τροπαιοφόρε). Ευγνωμονούντες προσάγομεν σοι την ανακαίνισιν της εκκλησίας, την αποβάθραν και τας οδούς. Μηνί Σεπτεμβρίω ΑΩΞΕ (=1865)».
Ωστόσο, η ιστορία του νησιού, που η επιφάνειά του είναι μόλις 0,200 τ.χλμ. και που ενώθηκε, στα τέλη της δεκαετίας του 1960, με επιχωμάτωση με τη Σαλαμίνα, χάνεται στα βάθη των χρόνων.
Το γεγονός είναι ότι η ερμηνεία ορισμένων γραπτών πηγών οδηγούσε στην εκτίμηση ότι βρισκόταν εκεί ο αρχαίος τάφος της Κίρκης. Αυτό οδήγησε στο νησί τον μεγάλο αρχαιολόγο Ερρίκο Σλήμαν, που έφυγε άπρακτος, αν και πιθανολογείται ότι πάνω στο ταφικό αυτό μνημείο, στην ανατολική άκρη του νησιού, ανοικοδομήθηκε η αρχική παλαιοχριστιανική εκκλησία.
Η νεότερη εκκλησία, που υπάρχει μέχρι σήμερα, χρονολογείται με βάση τον ρυθμό της επί Φραγκοκρατίας (πηγή: Π. Βελτανισιάν «Μικρή συμβολή στην ιστορία της νήσου του Αγίου Γεωργίου», από το περιοδικό «Επικοινωνία» - τ. 3 Ιούλιος 2001).
Η πρώτη μεγάλη ανακαίνιση της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου και η διαμόρφωση του χώρου γίνονται τον Σεπτέμβριο του 1865 (ΑΩΞΕ), όταν ιδρύεται, με Βασιλικό Διάταγμα (ΦΕΚ 38/9 Αυγούστου 1865) υγειονομικό φυλάκιο. Ωστόσο, η ανάγκη για τη δημιουργία ενός λοιμοκαθαρτηρίου είχε ανακύψει, από πολύ νωρίτερα, στον Πειραιά.
Αρχικά ως προσωρινό λοιμοκαθαρτήριο χρησιμοποιούνταν ένα πλοίο ονόματι «Εύχαρις». Στη συνέχεια θα δημιουργηθεί ένα άλλο στις αποθήκες διαμετακόμισης, εκεί που βρίσκεται σήμερα ο επιβατικός σταθμός του ΟΛΠ.
Ο πρώτος δήμαρχος της πόλης, Κυριάκος Α. Σερφιώτης (1835-1841), σε έγγραφό του με ημερομηνία Ιουλίου 1836 και αριθμό πρωτοκόλλου 429 γράφει, μεταξύ άλλων, προς τη Διοίκηση Αττικής (πηγή: Ιστορικό Αρχείο Δήμου Πειραιά, Φάκελος 1836 Α, υποφ. 4, τεκμ. 2):
«Επειδή παρατηρείται ότι το ήδη ευρισκόμενον στον λιμένα της πρωτευούσης λοιμοκαθαρτήριον είναι πάντα ατακτοποίητον και επειδή εις τούτο το πλοίο δεν δύναται να κρατηθή η αξιοπρέπεια της υπηρεσίας και προφύλαξις της υγείας του πολίτου ένεκα των εκ διαφόρων μερών της Τουρκίας προερχόμενων πλοίων όπερ επικρατεί η νόσος πανώλης φέροντας και διάφορους επιβάτας, οι οποίοι και θα μείνουν μέρες στο λοιμοκαθαρτήριο (…) και συνίσταται η ίδρυσις λοιμοκαθαρτηρίου εις την περιοχήν διαμετακομίσεως».
Ο δούκας της Αυστρίας
Περίπου έναν χρόνο αργότερα, πληροφορούμαστε ότι η επικείμενη άφιξη στον Πειραιά του αρχιδούκα της Αυστρίας γίνεται αφορμή να διαμορφωθεί ένας χώρος για λοιμοκαθαρτήριο και μάλιστα με ρητή εντολή να διακοσμηθεί με τις οδηγίες του θαλαμοποιού του τότε βασιλιά Οθωνα…
Συγκεκριμένα, στις 12 Αυγούστου 1837, η «Επί των Εσωτερικών Γραμματεία της Επικρατείας» με έγγραφό της προς τον δημοτικό αρχιτέκτονα κ. Λοράντζο (πηγή: Ιστορικό Αρχείο Δήμου Πειραιά, Φάκελος 1837/29, τεκ. 5) ζητούσε «να σχηματισθούν εις το ισόγειον της εν Πειραιεί μικράς αποθήκης της διαμετακομίσεως, θάλαμοι τινες εις τους οποίους θα κάνη την κάθαρσίν του ο περιφερόμενος αρχιδούξ της Αυστρίας. Το έργον πρέπει να τελειώση το πολύ πριν το τέλος του ενεστώτος μηνός και θέλει εκτελεσθή με ημερομισθίους οικοδόμους ή με εργολαβίαν κατά τεμάχιον υπό την διεύθυνσίν σας (…)».
Ακόμα, ζητούσαν από τον αρχιτέκτονα του δήμου να συνεννοηθεί «μετά του βασιλικού θαλαμοποιού (όνομα δυσανάγνωστο) προς την εσωτερικήν διάταξιν και διακόσμησιν της οικοδομής».
Το έργο ολοκληρώνεται και στις 29 Νοεμβρίου 1837 εκδίδεται δηλοποίηση, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ 45/31-12-1837), στην οποία αναφέρεται ότι το λοιμοκαθαρτήριο Πειραιώς που έχει κατασκευαστεί «και δύνανται να εκκαθαρισθώσιν εν αυτώ άνθρωποι χωρίς κίνδυνον» ξεκινάει να λειτουργεί.
Τον Ιούνιο του 1839 ο τότε δήμαρχος Πειραιά, Κυριάκος Σερφιώτης, ξεκινάει αλληλογραφία με διάφορες υπηρεσίες (πηγή: Ιστορικό Αρχείο Δήμου Πειραιά) και αφού αρχικά διαπιστώνει ότι στις υπάρχουσες εγκαταστάσεις «δεν γίνεται πραγματική εκκαθάριση» (έγγραφο 26/6/1839, αρ. 484) προτείνει (28/6/1839, αρ. 534) να ανεγερθεί λοιμοκαθαρτήριο στην Ψυττάλεια.
Στην Ψυττάλεια δεν λειτούργησε λοιμοκαθαρτήριο. Ομως, θεωρείται πολύ πιθανό να χρησιμοποιήθηκε μαζί με τον κόλπο της Σαλαμίνας ως τόπος αγκυροβολίας πλοίων που έμπαιναν σε καραντίνα.
Αυτή η εκδοχή ενισχύεται από το γεγονός ότι με Βασιλικό Διάταγμα του 1847 κατασκευάζεται στο Αμπελάκι οίκημα για τη διαμονή υπαλλήλων που εξυπηρετούν τα προσορμισμένα πλοία ώστε να μη μετακινούνται καθημερινά υπάλληλοι του Υγειονομείου Πειραιά.
Τελικά, η αύξηση της ακτοπλοϊκής κίνησης του Πειραιά οδηγεί το 1865 -ίσως και μερικά χρόνια νωρίτερα- στη δημιουργία οργανωμένου λοιμοκαθαρτηρίου στο νησάκι του Αγίου Γεωργίου.
Ομως, όλα δείχνουν ότι η λειτουργία του είχε πολλά προβλήματα, κυρίως λόγω της αισχροκερδούς συμπεριφοράς ορισμένων ατόμων και μάλιστα -όπως καταγγέλθηκε το 1911 από τον Λε Κορμπιζιέ- με την «κάλυψη» βουλευτή της εποχής.
Μαρτυρίες
Στις 11 Σεπτεμβρίου 1873, η εφημερίδα «Μέλλον» δημοσιεύει επιστολή αναγνώστη ο οποίος αναφέρει ότι «εις πάντα τα καλώς οργανωμένα λοιμοκαθαρτήρια γίνεται πρόνοια και διά την εν αυτοίς ταχυδρομική υπηρεσία χάριν της αλληλογραφίας των καθαριζομένων. Ενταύθα δε ούτε εις γραμματοκομιστής υπήρχεν» (πηγή: Α. Βιρβίλης, ό.π.). Παρακάτω ο ίδιος θα περιγράψει ότι για να στείλουν ένα γράμμα έδιναν «αδρά αμοιβή» σε λεμβούχους, οι οποίοι, ωστόσο, πολλές φορές παραμελούσαν τις επιστολές…
Ακόμα, περιγράφει ότι τα δωμάτια που τους διέθεσαν ήταν εντελώς άδεια, χωρίς έπιπλα, σκεύη, ούτε καν κρεβάτι. Μόνο προς το βράδυ έφεραν κάποια «άθλια» κλινοστρώματα και σκεύη, τα οποία ενοικιάζοντο. Τα κλινοστρώματα προς 3 δραχμές την ημέρα και αναλόγως τα άλλα σκεύη.
Αποκορύφωμα της κατάστασης ήταν η έλλειψη φαρμάκων, τα πανάκριβα τρόφιμα, που μπορούσαν να αγοράσουν μόνο εύποροι, ενώ οι πιο φτωχοί αναγκάζονταν να τρώνε στο «άθλιο παραμαγειρείο», μια ξύλινη κατασκευή, που μόνο για ανθρώπους δεν ήταν…
Ιδια παρέμεινε η κατάσταση και τα επόμενα χρόνια. Στην εφημερίδα «Αιών» στο φύλλο της 7ης Ιουλίου 1885 διαβάζουμε ότι «οικτράν παριστώσι ημίν την κατάστασιν του λοιμοκαθαρτηρίου του Αγίου Γεωργίου. Τα πάντα απολύτως ελλείπουσιν αυτόθεν, εκτός των τεσσάρων τοίχων», σημειώνοντας ότι για δύο ημέρες δεν έφτασε η ατμάκατος με την τροφοδοσία, με αποτέλεσμα ο γιατρός, οι φύλακες και η φρουρά να μείνουν χωρίς τροφή και νερό. Λίγες ημέρες αργότερα διαβάζουμε στην ίδια εφημερίδα ότι εστάλησαν στρώματα, φαγητό και υπήρξε μέριμνα για καθαρό νερό.
Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Αιών», από 13 Ιουνίου μέχρι 30 Σεπτεμβρίου 1884 «καθαρίστηκαν» στο λοιμοκαθαρτήριο Αγίου Γεωργίου 10 ιστιοφόρα, 25 ατμόπλοια, καθώς και 1.036 επιβάτες επί των πλοίων και 203 στο λοιμοκαθαρτήριο.
Ηταν έτοιμοι να το πουλήσουν
Στο σφυρί προετοιμάζονταν να βγάλουν, το 2013, την ιστορική νησίδα του Αγίου Γεωργίου στο πλαίσιο του αλήστου μνήμης προγράμματος πώλησης των… πάντων από την τότε κυβέρνηση. Ετσι, στις 19 Νοεμβρίου 2013 η Διυπουργική Επιτροπή Αναδιαρθρώσεων & Αποκρατικοποιήσεων έπαιρνε απόφαση, η οποία δημοσιεύτηκε στις 28/11 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β' 3025/2013) να παραχωρηθούν στο ΤΑΙΠΕΔ προς πώληση μια σειρά από ακίνητα. Ανάμεσα σ' αυτά αναφερόταν και το εξής:
Στο στενό Αγίου Γεωργίου Σαλαμίνας έκταση γης 1.498 τετραγωνικών μέτρων (1,4 στρέμματος).
Αυτό δεν ήταν άλλο από τη νησίδα Αγίου Γεωργίου. Τι και εάν έχει τόσο μεγάλη ιστορία, έχει κηρυχθεί Αρχαιολογικός Χώρος (ΦΕΚ Β' 302/ 1982), έχει περιέλθει στο Πολεμικό Ναυτικό και είναι χαρακτηρισμένο ως «Ναυτικό Οχυρό»; Η ταμπέλα «πωλείται» ήταν έτοιμη…
Ωστόσο, με την αλλαγή των αυτοδιοικητικών αρχών άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για τη διάσωση της ιστορικής νησίδας. Τόσο η Περιφέρεια Αττικής διά του αντιπεριφερειάρχη Νήσων Παναγιώτη Χατζηπέρου όσο και η Τοπική Αυτοδιοίκηση της Σαλαμίνας κινήθηκαν δραστήρια προς αυτήν την κατεύθυνση.
Πραγματικά, τον Οκτώβρη του 2015 υπήρξαν τα πρώτα θετικά σημάδια ότι το ΤΑΙΠΕΔ εξαιρεί από την πώληση τη νησίδα του Αγίου Γεωργίου, και ο κ. Χατζηπέρος γνωστοποίησε τις προθέσεις του, αρχικά προς το Πολεμικό Ναυτικό, για διεκδίκηση τμήματος της νησίδας, με στόχο:
Να δημιουργηθεί Θεματικό Πάρκο για τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας. Σε αυτό το πρόγραμμα αναμένεται, σύμφωνα με πληροφορίες, να αξιοποιηθούν και υπάρχοντα κτίσματα στη «Σπιναλόγκα» του Πειραιά.
Ο Συγγρός στο νησί
Τα δημοσιεύματα στον Τύπο της εποχής ήταν πολλά και αποκαλυπτικά. Αξιοσημείωτη είναι και η μαρτυρία του πλούσιου τραπεζίτη Ανδρέα Συγγρού στα Απομνημονεύματά του, όπου αναφέρεται στην παραμονή του στο νησί από τις 31 Δεκεμβρίου 1871 μέχρι τις 10 Ιανουαρίου 1872, ερχόμενος από την Κωνσταντινούπολη (πηγή: Α. Βιρβίλης, ό.π.).
Πριν φτάσει ο Συγγρός, έγραψε σε έναν φίλο του στην Αθήνα ώστε κατά την ενδεκαήμερη κάθαρση να μην ταλαιπωρηθεί.
«Ούτος ενήργησε και τω παρεχωρήθησαν εις την ερημόνησον Αγιος Γεώργιος παρά την Σαλαμίνα, ωρισμένην διά καθάρσεις, δύο ισόγεια δωμάτια (ο Θεός να τα κάμη δωμάτια), τα οποία ενοικίασα και μετέφερε εκεί έπιπλα πρώτης ανάγκης, οίον κλίνας, τραπέζας, καθίσματα, μαγειρικά σκεύη κ.λπ., ακόμη και τάπητας. (…) Αμέσως ανεχώρησα διά Πειραιά παραλαβών μετ’ εμού τον μάγειρόν μου, τον θαλαμηπόλον μου και τον αμαξηλάτην μου μετά τεσσάρων ίππων και τριών αμαξών. Ανθρωποι και ζώα έπρεπεν, εννοείται, να υποστώμεν την κάθαρσιν».
Και μπορεί ο Συγγρός με την άνεση του χρήματος να είχε όλες αυτές τις ανέσεις, να έβγαινε για κυνήγι στο νησί και να δεχόταν και επισκέψεις. Ωστόσο, δεν ήταν για όλους ίδια η κατάσταση.
Η μαρτυρία του Λε Κορμπιζιέ - Εμποροι ψυχών
Ωστόσο, τα προβλήματα και η εκμετάλλευση των επιβατών φαίνεται ότι δεν είχαν τέλος. Η εφημερίδα «Ακρόπολις» σε δημοσίευμά της στις 17 Ιουλίου 1903 γράφει για «πρωτοφανές σκάνδαλον εν λοιμοκαθαρτηρίω» και αποκαλύπτει ότι «το λοιμοκαθαρτήριο του Αγίου Γεωργίου υδρεύεται από τα ατμόπλοια που εκτελούν εκεί κάθαρσιν. Τούτο συνέβη επανειλημμένως προ τινών ημερών».
Λίγες μέρες νωρίτερα, στις 12 Ιουλίου 1903, έγραφε σε πρωτοσέλιδο δημοσίευμα ότι «οι επιβάται ονομάζουν τερατώδεις τας τιμάς με τα οποίας έχουν διατιμήσει τα τρόφιμά των οι εκεί τροφοδόται οι οποίοι εννοούν να εκμεταλλευτούν την περίστασιν για να κάμουν εντός ολίγου μια περιουσίαν».
Τον Σεπτέμβρη του 1911 η μαρτυρία του Γαλλοελβετού αρχιτέκτονα Charles-Édouard Jeanneret-Gris, γνωστότερου ως Λε Κορμπιζιέ, είναι καταπέλτης:
«(…) Σε ένα μικρό μόλο όπου μας οδηγούν οι βαρκάρηδες στέκει ένας κύριος με άσπρο κασκέτο, δουλοπρεπής με τους πλούσιους, σκαιός και άξεστος με τους ταλαίπωρους: ένας υπάλληλος, ένας γραφειοκράτης! Συρματοπλέγματα χωρίζουν τα παραπήγματα… Η καραντίνα!
Βρωμερή καραντίνα σε ένα έρημο νησί στο μέγεθος μιας μεγάλης πλατείας. Καραντίνα ηλίθια, ενάντια σε όλους τους νόμους της λογικής: εστία χολέρας. Εδώ, υπάλληλοι, εκεί, λωποδύτες και ανέντιμοι. Ονειδος για την ελληνική κυβέρνηση που καθιέρωσε αυτόν τον θεσμό.
Μας κράτησαν εκεί τέσσερις μέρες βάζοντάς μας να πλαγιάζουμε με άγνωστους, μες στα ζωύφια και τις σαρανταποδαρούσες, κάτω από έναν πύρινο ουρανό, δίχως ένα δένδρο σε εκείνο το νησί του διαβόλου (…). Ενα εστιατόριο -με πομπώδη τίτλο- τόπος κατεργιάς, όπου εκείνοι που το πατρονάρουν -ένας βουλευτής καθώς φαίνεται- επιτρέπουν να πουλιέται το νερό σαράντα λεπτά το λίτρο, και σε υποχρεώνουν να τρως βρωμιές σε εξοργιστικές τιμές» (πηγή: Α. Βιρβίλης, ό.π.).
Από τον Δεκέμβριο του 1918 μέχρι τον Απρίλιο του 1919, με το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, έγινε εκ περιτροπής περιορισμός περίπου 6.500 ανδρών που είχαν αιχμαλωτιστεί από Γερμανούς και είχαν μεταφερθεί στο Γκόρλιτς της Γερμανίας.
Το 1924 ανακαινίστηκε πλήρως και δέχτηκε για κάθαρση, τόσο κατά την ανταλλαγή πληθυσμών με την Τουρκία βάσει της Συνθήκης της Λωζάννης όσο και κατά την υποδοχή απελευθερωθέντων αιχμαλώτων, πάνω από 100.000 άτομα.
Το 1939-40 ανεγέρθησαν νέα κτίρια και έγινε ανακαίνιση, ενώ κατά τη γερμανική κατοχή χρησιμοποιήθηκε ως Ναυαρχείο, αλλά με την αποχώρηση των Γερμανών λεηλατήθηκε.
Ενα διαφορετικό οίκημα. Είναι το πιο σύγχρονο απ’ όλα. Κατασκευάστηκε από τους Γερμανούς στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου καθώς χρησιμοποίησαν το νησί ως Ναυαρχείο. Το συγκεκριμένο κτΊριο, με οριοθετημένους, σε «σκαλοπάτια» τους κήπους, πιθανόν ήταν το Διοικητήριο. Δεξιά: Το εσωτερικό ενός από τα οικήματα της καραντίνας
Μετά την απελευθέρωση, το φθινόπωρο του 1947, έγινε η τελευταία κάθαρση: 620 επιβατών πλοίων και 42 ατόμων που έφτασαν αεροπορικώς από την Αίγυπτο όπου είχε ξεσπάσει επιδημία χολέρας.
Τα επόμενα χρόνια χρησιμοποιήθηκε ως ψυχιατρείο και το 1967 παραχωρήθηκε στο Πολεμικό Ναυτικό.