Στις 4 Οκτωβρίου του 1955 πεθαίνει ο αρχιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος, ο πατέρας της νίκης κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο στα Αλβανικά βουνά και εμβληματική μορφή της ελληνικής δεξιάς.
Ο Α. Παπάγος μεγάλωσε στην Αθήνα σε εύπορη οικογένεια που διατηρούσε στενές σχέσεις με τη βασιλική οικογένεια. Φοίτησε σε στρατιωτικές σχολές των Βρυξελλών και του Υπρ και κατετάγη στον ελληνικό στρατό ως Ανθυπίλαρχος το 1906. Την περίοδο 1910 - 1912 τοποθετήθηκε υπασπιστής του Ελευθερίου Βενιζέλου και εν συνεχεία έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις των Βαλκανικών Πολέμων ως Υπίλαρχος και Διαγγελέας του Αρχιστράτηγου διαδόχου Κωνσταντίνου. Μετά τους βαλκανικούς πολέμους υπηρέτησε σε διάφορες επιτελικές θέσεις για να παραιτηθεί από το στράτευμα το 1917 με την επιστροφή του Ελευθερίου Βενιζέλου στην εξουσία, οπότε και εξορίστηκε. Επανήλθε μετά την εξορία του Βενιζέλου υπηρετώντας στη Μεραρχία Ιππικού για να αποστρατευθεί, πάλι, μετά το Κίνημα Λεοναρδόπουλου - Γαργαλίδη. Επέστρεψε, οριστικά, το 1926 ως συνταγματάρχης για να προηχθή το 1930 σε Υποστράτηγο και το 1935 σε Αντιστράτηγο αναλαμβάνοντας εν τω μεταξύ Διοικητής της ταξιαρχίας Ιππικού Λάρισας, Υπαρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού, Επιθεωρητής Ιππικού του Γ.Ε.Σ. και δοικητής των Α΄ και Γ΄ Σωμάτων Στρατού.
Μετά το κίνημα του 1935 ο Παπάγος μαζί με τον υποναύαρχο Δ. Οικονόμου (αρχηγού ΓΕΝ) και τον υποστράτηγο αεροπορίας Γ. Ρέππα (αρχηγού ΓΕΑ) επέδωσαν έντονο διάβημα στον πρωθυπουργό Παναγή Τσαλδάρη για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος σχετικά με το πολιτειακό εξαναγκάζοντας έτσι σε παραίτηση την κυβέρνηση Τσαλδάρη. Στην κυβέρνηση Κονδύλη, που σχηματίστηκε αμέσως μετά, ο Παπάγος ανέλαβε το χαρτοφυλάκιο των στρατιωτικών διατηρώντας το και στην επόμενη κυβέρνηση Δεμερτζή. Με την άνοδο του Μεταξά στην πρωθυπουργία ο Αλέξανδρος Παπάγος τοποθετήθηκε αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού συμβάλλοντας σημαντικά στην οργάνωση της αμυντικής γραμμής του ελληνικού κράτους για τον επερχόμενο πόλεμο. Κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο διετέλεσε Αρχιστράτηγος του ελληνικού στρατού. Κατά τη γερμανική κατοχή παρέμεινε στην Αθήνα συμμετέχοντας σε αντιστασιακές οργανώσεις αξιωματικών (ήταν επικεφαλής της "Στρατιωτικής Ιεραρχίας") και χωρίς να διατηρήσει σχέσεις με το κατοχικό καθεστώς. Το 1943 συνελήφθη και οδηγήθηκε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γερμανία.
Με την επιστροφή του στην Ελλάδα ανέλαβε χρέη αυλάρχη του Βασιλιά Παύλου και στις 19 Ιανουαρίου του 1949 επανήλθε για τελευταία φορά στο στράτευμα αναλαμβάνοντας τη Γενική Αρχηγία των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, με στόχο την οριστική επικράτηση του εθνικού στρατού έναντι του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Για τη δράση του αυτή τιμήθηκε με τον τίτλο του Στρατάρχη, τίτλος που απονεμήθηκε για πρώτη φορά σε Έλληνα στρατιωτικό. Η επιτυχής έκβαση του στρατιωτικού εγχειρήματος προσέδωσε στο πρόσωπό του κύρος που σε συνδυασμό με τη ρήξη των σχέσεων του με το παλάτι τον ώθησε, το Μάϊο του 1951, να δηλώσει αιφνιδιαστικά την κάθοδό του στην πολιτική σκηνή και την ίδρυση του νέου πολιτικού κόμματος του Ελληνικού Συναγερμού. Στις εκλογές του 1951 συγκέντρωσε 36,53% καταλαμβάνοντας την πρώτη θέση χωρίς, όμως, να κατορθώσει να σχηματίσει κυβέρνηση. Στις εκλογές του 1952 συγκέντρωσε 49,22% και σχημάτισε την ομώνυμη κυβέρνηση, η οποία διήρκεσε μέχρι το 1955, οπότε και απεβίωσε.