Όπως όλα δείχνουν δεν θα είναι συνεπής σήμερα ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Αγγελής στο προγραμματισμένο ραντεβού του με το συνάδελφό του Δημήτρη Δασούλα. Το ραντεβού αποσκοπούσε στο να παρέχει ο κ. Αγγελής εξηγήσεις για τα όσα αναφέρει στις δύο εμπιστευτικές αναφορές του προς την Εισαγγελέα του Ανωτάτου Ποινικού Δικαστηρίου για την υπόθεση της Novartis.
Το μήνυμα ότι δεν πρόκειται να προσέλθει στο σημερινό ραντεβού του ο κ. Αγγελής το έδωσε χθες με έγγραφη αναφορά του με την οποία καλούσε τόσο την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ξένη Δημητρίου όσο και τον αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημήτρη Δασούλα να αυτοεξαιρεθούν –απέχουν λόγω ευθιξίας από την σε βάρος του ποινική έρευνα για τα όσα έχει αναφέρει στις αναφορές του για την υπόθεση της Novartis και σε αντίθετη περίπτωση (που δεν απέχουν δηλαδή) ζητεί την εξαίρεσή τους.
Όπως είναι γνωστό ο κ. Αγγελής παραιτήθηκε από επόπτης των εισαγγελέων κατά της Διαφθοράς τον περασμένο Ιανουάριο καταγγέλλοντας στοχευμένη έρευνα κατά πολιτικών πρόσωπων στην υπόθεση Novartis.
Αναλυτικότερα, χθες ο κ. Αγγελής κατέθεσε αίτηση-δήλωση προς την κυρία Δημητρίου και τον κ. Δασούλα, με την οποία διατυπώνει «εύλογα νομικά και μη ερωτήματα» ως προς όλη τη δικονομική διαδικασία που τηρήθηκε μέχρι τώρα στη διαδικασία κλήτευσή του και παράλληλα αμφισβητεί την αντικειμενικότητα της έρευνας, αλλά αμφισβητεί και την εμπιστοσύνη προς τα πρόσωπα των δύο συναδέλφων του.
Στην αίτηση-δήλωσή του ο κ. Αγγελής θέτει σωρεία ερωτημάτων και νομικών ζητημάτων που έχουν τελεστεί, κάτι που καθιστά την κλήτευσή του μη νόμιμη και καλεί τους δύο συναδέλφους του να επαναλάβουν την όλη διαδικασία με νόμιμο δικονομικά τρόπο.
Κατ΄ αρχάς, ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου ερωτά τον κ. Δασούλα γιατί του απέκρυψε το γεγονός ότι, θα εξεταστεί και για τις αιτιάσεις, που περιλαμβάνονται σε αναφορά εναντίον του, από την Ελένη Τουλουπάκη, κάτι που πέρα από την ακυρότητά την οποία προκαλεί, η δικονομική αυτή πρακτική, αποτελεί εφαρμογή της «παλιάς – δοκιμασμένης πρακτικής της μαρτυριοποίησης του μελλοντικού κατηγορουμένου».
Και θέτει το ερώτημα «ποιον εξυπηρετεί η «δικονομική εξίσωση» του επόπτη και του εποπτευόμενου;».
Ο κ. Αγγελής δεν παραλείπει να θέσει ένα ακόμη ερώτημα: «Μήπως η «όψιμη ευαισθησία» για διερεύνηση των καταγγελιών μου και δη από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου «στο σύνολό τους, με διπλή έρευνα», αποβλέπει στην απόσειση των ευθυνών, που βαρύνουν κάποιους (όχι πάντως εμένα τον καταγγέλλοντα); ».
Όμως, τα ερωτήματα του κ. Αγγελή είναι αμείλικτα:
Πόση ψυχραιμία και πόση εμπιστοσύνη μπορώ να δείξω για την αντικειμενικότητα της έρευνας όταν:
α) η Ξένη Δημητρίου «έχει άμεση εμπλοκή στην όλη υπόθεση (δεν διέταξε έρευνα επί σχεδόν πεντάμηνο για αδικήματα που αποδεικνύονται ακόμα και «εξ εγγράφων», όπως η μη περαίωση υποθέσεων διαφθοράς από το 2013, η μη καταχώριση κρίσιμων εγγράφων στο πρωτόκολλο, η παύση της νόμιμης δικαστικής συνδρομής κ.λπ.)»,
β) Ο Δημήτρης Δασούλας, σύμφωνα με τα ΜΜΕ, ενδεχομένως να έχει διορίσει συγγενικό του πρόσωπο σε Δημόσια υπηρεσία (γεγονός που δεν αποκλείεται να είναι αληθές, αφού ούτε το διαψεύσατε, ούτε και δηλώσατε αποχή για λόγους ευθιξίας), που εποπτεύεται κατά πάσα πιθανότητα «από τον ωσεί προϊστάμενο της Εισαγγελίας διαφθοράς» κ. Ρασπούτιν;
γ) Όταν η κυρία Δημητρίου και ο κ. Δασούλας, με τις δικονομικές τους «ενέργειες «εξισώνεται» εμένα τον επόπτη της διαφθοράς με την από εμένα εποπτευομένη; Που αποβλέπει άραγε αυτή η «δικονομική εξίσωση»;
δ) Πόση εμπιστοσύνη μπορώ να δείξω στην κυρία Δημητρίου, όταν έχει δώσει ρητή εντολή στους γραμματείς του τμήματος σιοικητικού της Εισαγγελίας Αρείου Πάγου, να μην δέχονται από εμένα έγγραφα σχετικά με την ερευνώμενη υπόθεση.
Κατόπιν αυτών, ο κ. Αγγελής υπογραμμίζει ότι «ευλόγως μου δημιουργούνται ερωτήματα σχετικά με την αντικειμενικότητα τόσο της έρευνας, όσο και της δικής Σας αμεροληψίας, εν όψει του γεγονότος ότι, ο καθένας από Εσάς αμέσως (η πρώτη) ή εμμέσως (ο δεύτερος) {Σ.σ.: κυρία Δημητρίου και κ. Δασούλας} προσδοκά έννομο συμφέρον, από την εξέλιξη της σχετικής ποινικής έρευνας. Την οποία έρευνα σημειωτέον ο δεύτερος (κ. Δασούλας) θα διεξάγει, ενώ η πρώτη (κυρία Δημητρίου) παρήγγειλε και θα κρίνει τα αποδεικτικά στοιχεία που θα συλλέξει ο δεύτερος».
Ευελπιστώ- συνεχίζει ο κ. Αγγελής- «ότι, εν όψει των παραπάνω αιτιάσεών μου, θα επιδείξετε την δέουσα υπηρεσιακή ευαισθησία και θα απέχετε για λόγους ευπρέπειας αμφότεροι αυτοβούλως από κάθε ενασχόλησή Σας με την παρούσα ποινική έρευνα, σε αυτό το χρονικό σημείο».
Μάλιστα, «σε περίπτωση δε που κρίνετε ότι δεν συντρέχει λόγος αποχής Σας, παρακαλώ να θεωρήσετε το έγγραφό μου αυτό ως αίτησή εξαίρεσής Σας» προσθέτει ο κ. Αγγελής.
Παρ΄ όλα αυτά, ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ζητεί από τους συναδέλφους του να του «επιδοθεί νέα νομότυπη κλήση και με υπογραφή γραμματέως (άρθρο 213 ΚΠΔ) και με πιο συγκεκριμένο περιεχόμενο».
Ανάκληση αρχειοθέτησης μηνύσεων
Προηγουμένως, ο κ. Αγγελής είχε ανακαλέσει την αρχειοθέτηση των μηνύσεων των Αντώνη Σαμαρά, Δημήτρη Αβραμόπουλου και Ευάγγελου Βενιζέλου, τις οποίες ο ίδιος είχε αρχειοθετήσει επικαλούμενο ότι υπάρχουν νέα στοιχεία τα οποία συνηγορούν στην άποψη ότι πρέπει να ερευνηθούν από εισαγγελέα Εφετών.
Οι μηνύσεις στρέφονταν κατά των εισαγγελέων κατά της Διαφθοράς, των προστατευομένων μαρτύρων και πολιτικών προσώπων (για τα πολιτικά πρόσωπα ασχολείται η Βουλή και μόνον).
Ο κ. Αγγελής επικαλείται σειρά 18 λόγων, ενώ αποκαλύπτει και έγγραφο της επιθεωρήτριας Δημόσιας Διοίκησης Μαρίας Παπασπυρου σύμφωνα με το οποίο η εισαγγελέας Ελένη Τουλουπάκη «προέβη στην άσκηση πιέσεων στους επιθεωρητές, μέλη του μεικτού κλιμακίου ελέγχου για την άμεση υποβολή πορίσματος. Ακόμη, η κυρία Τουλουπάκη προέβη στην εκτόξευση συγκεκαλυμμένων ή ευθέως εκπεφρασμένων απειλών στο πρόσωπο της συντονίστριας του Μεικτού Κλιμακίου Ελέγχου».
Το έγγραφο αυτό με ημερομηνία 12 Δεκεμβρίου 2018, εστάλη λίγες μέρες μετά το γνωστό ταξίδι στη Βιέννη, όπου έγινε η συνάντηση των Ελλήνων εισαγγελέων Διαφθοράς με στελέχη του FBI (5/12) και επιβεβαιώνει κατά τον κ. Αγγελή τον ισχυρισμό του «ότι είχε ληφθεί απόφαση να ασκηθούν διώξεις μέχρι τις 20/12, κατά των πολιτικών κ.κ. Λοβέρδου, Γεωργιάδη, Σαλμά, χωρίς στοιχεία.
Ακόμα, μετά την πράξη ανάκλησης της αρχειοθέτησης ο κ. Αγγελής υπέβαλλε- όπως προκύπτει από τη δεύτερη αναφορά- αίτηση στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να αποφασίσει η ίδια εάν θεωρεί πως δεν ακολουθήθηκε η σωστή νομική οδός, για την ανάκληση της αρχειοθέτησης των μηνύσεων των πολιτικών προσώπων με βάση τα νέα στοιχεία. Στην πραγματικότητα ο κ. Αγγελής πετάει τη καυτή πατάτα στην κα Δημητρίου για να αποφασίσει εκείνη.
Το πλήρες κείμενο της αίτησης-δήλωσης του κ. Αγγελή έχει ως εξής:
ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΚΑ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ κα Ξένη ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ΚΑΙ
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΑΝΤΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Κ. ΔΗΜΗΤΡΙΟ ΔΑΣΟΥΛΑ
ΑΙΤΗΣΗ –ΔΗΛΩΣΗ
Ιωάννη ΑΓΓΕΛΗ, Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου,
Αξιότιμη κα Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και
Αξιότιμε κε Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου,
Με την με αριθμό ΕΠ-ΕΣ: 878/11-6-2019 κλήση μάρτυρα κατ΄ άρθρο 213 κπδ καλούμαι από τον δεύτερο από Εσάς, αύριο Παρασκευή 21-6-2019, προκειμένου να εξεταστώ ως μάρτυρας σε υπόθεση σχετικά με τις από 7-1-2019 και 21-2-2019 αναφορές μου, για τις οποίες διενεργείται ποινική προκαταρκτική εξέταση, σύμφωνα με το άρθρο 35 κπδ. Την ποινική προκαταρκτική εξέταση παρήγγειλε η πρώτη από Εσάς, σε ημέρα που δεν γνωρίζω (εικάζω όμως ότι απέχει πολύ από την ημέρα των αναφορών μου 7-1-2019 και 21-2-2019), αφού δεν μου γνωστοποιήθηκε, ως έδει (κατ΄ άρθρο 213 κπδ) το πλήρες περιεχόμενο της σχετικής παραγγελίας της πρώτης εξ υμών,
Από τα ΜΜΕ περιήλθε σε γνώση μου ότι (κατά λέξη) «διενεργείται διπλή ποινική προκαταρκτική εξέταση από τον αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημήτρη Δασούλα με αφορμή αναφορές και καταγγελίες για την υπόθεση αυτή, τόσο εκ μέρους του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Αγγελή, όσο και της επικεφαλής της εισαγγελέως Διαφθοράς Ελένης Τουλουπάκη. Την παραγγελία για διπλή ποινική προκαταρκτική έρευνα έδωσε η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Ξένη Δημητρίου».
Αν τα δημοσιεύματα των ΜΜΕ αληθεύουν τότε μου δημιουργούνται τα παρακάτω εύλογα νομικά και μη ερωτήματα, εν όψει μάλιστα του ότι τυγχάνω αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου, ήτοι συνάδελφος για τριάντα έξι (36) χρόνια και γνωρίζω «εκ των ένδον» τα του Εισαγγελικού τρόπου σκέψεως και ενεργείας, ακόμα και στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου. Γνωρίζω επίσης και τον τρόπο τηρήσεως και λειτουργίας του «εμπιστευτικού πρωτοκόλλου», που τηρείται στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου και στο οποίο η εποπτευομένη από εμένα, φέρεται ότι έχει καταθέσει «σε ανύποπτο χρόνο» (πάντα κατά τα δημοσιεύματα των ΜΜΕ) τις εναντίον μου αιτιάσεις.
Τα εύλογα ερωτήματα που μου δημιουργούνται είναι:
1)Γιατί μου απέκρυψε ο δεύτερος από Εσάς (στην ΕΠ-ΕΣ: 878/11-6-2019 κλήση) το γεγονός ότι, θα εξεταστώ και για αιτιάσεις, που περιλαμβάνονται σε αναφορά εναντίον μου, της από εμένα εποπτευομένης (άρθρο 45 Β ΠΔ , άρθρο 2 παρ. 2 ν. 4022/2011 και άρθρο 17 Α παρ. 2Ν 2523 /1997);
2)το γεγονός ότι η κλήση μάρτυρα που μου επιδόθηκε δεν υπογράφεται και από την γραμματέα, όπως απαιτεί το άρθρο 213 κπδ, μήπως πέρα από την ακυρότητά που προκαλεί και επομένως δεν με υποχρεώνει να προσέλθω για κατάθεση, δημιουργεί και εύλογες υποψίες για ψευδή βεβαίωση, εν όψει του ότι, μου αποκρύψατε το γεγονός ότι θα εξεταστώ ως μάρτυρας και σε αιτιάσεις εναντίον μου; Μήπως η δικονομική αυτή πρακτική, αποτελεί εφαρμογή της «παλιάς – δοκιμασμένης πρακτικής της μαρτυριοποίησης του μελλοντικού κατηγορουμένου» ;
3)με ποια νομική λογική η πρώτη από Εσάς συνένωσε τις καταγγελίες του επόπτη της Εισαγγελίας διαφθοράς, με την υπερασπιστική γραμμή της από εμένα εποπτευομένης και για παρανομίες καταγγελλομένης; Ποιον εξυπηρετεί η «δικονομική εξίσωση» του επόπτη και του εποπτευόμενου; Και γιατί δεν αποστείλατε την κατ΄ άρθρο 35 κπδ παραγγελία Σας στην Εισαγγελία πρωτοδικών, για να διενεργηθεί από συνάδελφο, που δεν έχει άμεση ή έμμεση εμπλοκή στην υπόθεση;
4) Μήπως η «όψιμη ευαισθησία» για διερεύνηση των καταγγελιών μου και δη από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου «στο σύνολό τους, με διπλή έρευνα», αποβλέπει στην απόσειση των ευθυνών, που βαρύνουν κάποιους (όχι πάντως εμένα τον καταγγέλλοντα);
5)με ποια νομική λογική καλούμαι από τον δεύτερο από Εσάς, εγώ ο καταγγέλλων εκ του νόμου (άρθρο 37 κπδ) παρανομίες που διαπίστωσα ως επόπτης και οι οποίες δεν έχουν εξεταστεί εγκαίρως «ως έδει» να εξεταστώ πρώτος ως μάρτυρας και στη συνέχεια να προσέλθει η υπ΄ εμέ εποπτευομένη – ελεγχομένη για να αντικρούσει τις καταγγελίες μου; Που αποβλέπει η «γνωστή αυτή δικονομική πρακτική»; Πως συνδυάζεται με τα αναγραφόμενα στην από 21-2-2019 αναφορά μου, όπου ρητώς και «ξεκάθαρα» είχα γνωστοποιήσει στους «πάνω από εμένα» ότι (κατά λέξη) «… η έρευνα μπορεί να ορθοποδήσει» μόνον εάν αντικατασταθεί, έστω και σ΄ αυτό το δικονομικό στάδιο έρευνας, η κα Τουλουπάκη και οι ασχολούμενοι με την συγκεκριμένη έρευνα επίκουροι Εισαγγελείς, οι οποίοι επίσης κρίνονται (τουλάχιστον για το χρονικό διάστημα που υπήρξα επόπτης, ως ανεπαρκείς, κατά την έννοια του Ν. 1756/1988) …. »,
6)Πόση ψυχραιμία και πόση εμπιστοσύνη μπορώ να δείξω (κατά την προτροπή της πρώτης από Εσάς) για την αντικειμενικότητα της έρευνας όταν:
α)η πρώτη από Εσάς έχει άμεση εμπλοκή στην όλη υπόθεση (δεν διέταξε έρευνα επί σχεδόν πεντάμηνο για αδικήματα που αποδεικνύονται ακόμα και «εξ εγγράφων», όπως η μη περαίωση υποθέσεων διαφθοράς από το 2013, η μη καταχώριση κρίσιμων εγγράφων στο πρωτόκολλο, η παύση της νόμιμης δικαστικής συνδρομής κλπ),
β)ο δεύτερος από Εσάς , σύμφωνα με τα ΜΜΕ, ενδεχομένως να έχει διορίσει συγγενικό του πρόσωπο σε Δημόσια υπηρεσία (γεγονός που δεν αποκλείεται να είναι αληθές, αφού ούτε το διαψεύσατε, ούτε και δηλώσατε αποχή για λόγους ευθιξίας), που εποπτεύεται κατά πάσα πιθανότητα «από τον ωσεί προϊστάμενο της Εισαγγελίας διαφθοράς» κ. Ρασπούτιν;
γ)όταν αμφότεροι (από ότι πληροφορούμε από τον τύπο) προκαλέσατε την πειθαρχική έρευνα εναντίον μου θεωρώντας με υπαίτιο για την εν μέρει δημοσίευση στον τύπο των αναφορών μου, χωρίς να επιδείξετε και την ίδια «ευαισθησία» για την μη έρευνα των από εμένα καταγγελλομένων από την 7-1-2019;
δ)όταν αμφότεροι με τις δικονομικές Σας ενέργειες «εξισώνεται» εμένα τον επόπτη της διαφθοράς με την από εμένα εποπτευομένη; Που αποβλέπει άραγε αυτή η «δικονομική εξίσωση»;
7)Πόση εμπιστοσύνη μπορώ να δείξω στην πρώτη από Εσάς, όταν έχει δώσει ρητή εντολή στους γραμματείς του τμήματος Διοικητικού της Εισαγγελίας Αρείου Πάγου, να μην δέχονται από εμένα έγγραφα σχετικά με την ερευνώμενη υπόθεση, όταν την 19-6-2019 ανακάλεσα την με αριθμό 25/4-5-2018 Διάταξή μου, για όσους λόγους αναφέρω σε αυτή;
Ύστερα από τα παραπάνω ευλόγως μου δημιουργούνται ερωτήματα σχετικά με την αντικειμενικότητα τόσο της έρευνας, όσο και της δικής Σας αμεροληψίας, εν όψει του γεγονότος ότι, ο καθένας από Εσάς αμέσως (η πρώτη) ή εμμέσως (ο δεύτερος) προσδοκά έννομο συμφέρον, από την εξέλιξη της σχετικής ποινικής έρευνας. Την οποία έρευνα σημειωτέον ο δεύτερος θα διεξάγει, ενώ η πρώτη παρήγγειλε και θα κρίνει τα αποδεικτικά στοιχεία που θα συλλέξει ο δεύτερος.
Ευελπιστώ ότι, εν όψει των παραπάνω αιτιάσεών μου, θα επιδείξετε την δέουσα υπηρεσιακή ευαισθησία και θα απέχετε για λόγους ευπρέπειας αμφότεροι αυτοβούλως από κάθε ενασχόλησή Σας με την παρούσα ποινική έρευνα, σε αυτό το χρονικό σημείο, εν όψει των παραπάνω αιτιάσεών μου.
Σε περίπτωση πάντως και προκειμένου να μην υπάρχει σε εμένα η υποψία για έλλειψη αντικειμενικής και ανεπηρέαστης κρίσης, σχετικά με την διερεύνηση της συγκεκριμένης υπόθεσης, παρακαλώ:
Α)να μου επιδοθεί νέα νομότυπη κλήση και με υπογραφή γραμματέως (άρθρο 213 κπδ) και με πιο συγκεκριμένο περιεχόμενο, σε σχέση με τις ενσωματωμένες στην υπό έρευνα υπόθεση αιτιάσεις της από εμένα εποπτευομένης,
Β)να μου έχετε γνωρίσει πριν από την νέα ημερομηνία κατάθεσής μου, εάν έχει διαβιβαστεί η κατ΄ άρθρο 29 παρ. 4 παραγγελία μου προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, μετά την ανάκληση της με αριθμό 25/4-5-2018 Διάταξή μου, ή αν έγινε δεκτή η αναφορά που υπέβαλα στην πρώτη από Εσάς σήμερα 20-6-2019, να ανακαλέσει αυτεπαγγέλτως η ίδια την εν λόγω Διάταξη μου, εν όψει των νέων στοιχείων που έχουν προκύψει μετά την αρχειοθέτηση της,
Γ)Σε περίπτωση δε που κρίνετε ότι δεν συντρέχει λόγος αποχής Σας, παρακαλώ να θεωρήσετε το έγγραφό μου αυτό ως αίτησή εξαίρεσής Σας (άρθρο 15 κπδ), αφού με την συνένωση των καταγγελιών μου ως επόπτη, με την εναντίον μου αναφορά της από εμένα εποπτευομένης και καταγγελλομένης, ουσιαστικώς με έχετε καταστήσει ως ύποπτο (άρθρο 31 κπδ), γεγονός που θεμελιώνει το δικαίωμα μου να υποβάλλω αίτηση εξαίρεσης.
Αθήνα 20-6-2019
Μετά τιμής
ο αιτών – δηλών
Ιωάννης ΑΓΓΕΛΗΣ
Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου