Αρκετοί είναι αυτοί που γνωρίζουν το ποίημα του Άγγελου Σικιελιανού «Μαγδαληνή», το οποίο κλείνει με τους στίχους: «Μαγδαληνή, Μαγδαληνή, του πόθου μέγα αστέρι· σέ μοναστήρι ανέβασες κ’ εμένανε πιστό, γιά νά φιλήσω λείψανο τό ατίμητό Σου χέρι· κ ήταν ακόμα, ώς πίθωσα τά χείλια μου, ζεστό!» (Πάσχα των Ελλήνων, «Μαγδαληνή», Λυρικός Βίος, ό.π., τ. Δ ́, σ. 136-138).
Λίγοι όμως είναι αυτοί που γνωρίζουν από πού εμπνεύστηκε τους στίχους αυτούς ο μεγάλος ποιητής, Άγγελος Σικελιανός.
Η ιστορία είναι πίσω από το ποίημα έχει ως εξής:
Τον Νοέμβριο τού 1914, ο νεαρός Άγγελος Σικιελιανός επισκέπτεται το Άγιον Όρος. Ήταν τότε μόλις 30 ετών και βρισκόταν σε μία περίοδο έντονης αναζήτησης. Μαζί του είχε τον Νίκο Καζαντζάκη.
Σαράντα μέρες περιπλανήθηκαν ως προσκυνητές στα μονοπάτια του Άθωνα και επισκέφθηκαν τα μοναστήρια και τις σκήτες του, αφήνοντας και οι δύο και γραπτές τις έντονες εντυπώσεις από την πνευματική αυτήν περιπλάνηση.
Σε αυτό το ταξίδι «πάλαιψαν» με τον Θεό, αλλά τουλάχιστον στην περίπτωση του Καζαντζάκη, φαίνεται ότι στο τέλος νίκησε το εγώ του. Δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τον εαυτό του και προτίμησε την αυτοθέωση από την αληθινή θέωση. Ανακήρυξε τον εαυτό του Θεό, αντί να φτάσει στον Θεό.
Ανάμεσα στα μοναστήρια που επισκέφθηκαν τότε ήταν και η Σιμωνόπετρα.
Ανέβηκαν από το μονοπάτι του Αρσανά.
Όταν έφτασαν στο μοναστήρι, ο Σικελιανός «θα συναντηθεί» με την Αγία Μαγδαληνή.
Η συνάντησή του χαράχθηκε πολύ βαθιά μέσα του.
Όταν ασπάστηκε το άφθαρτο χέρι της, που φυλάσσεται στην μονή, θα το αισθανθεί θερμό.
Πρόκειται για φαινόμενο που παρατηρούν συχνά άνθρωποι που προσκυνούν το λείψανο της αγίας.
Η κατάπληξη του Σικελιανού ήταν τόσο μεγάλη, που θα ασπαστεί το χέρι της αγίας τρεις φορές!
Στη συνέχεια θα αποτυπώσει την θαυμαστή αυτή εμπειρία, που τον συγκλόνισε, σε στίχους:
«κ ήταν ακόμα, ώς πίθωσα τά χείλια μου, ζεστό!»
Και την 1η Σεπτεμβρίου του 1915 θα γράψει στο ημερολόγιό του, αναπολώντας αυτήν την στιγμή:
Στής Σιμωνόπετρας
«Το έβγα μας στον αρσανά. Θάλασσα·
ο αφρός φαίνεται άξαφνα ζεστός, σα να καίει μια αγαλλίαση ζωής.
Και θυμούμαι άξαφνα το ζεστό χέρι της Μαγδαληνής, στη Σιμωνόπετρα.
Ο ανήφορος στη Σιμωνόπετρα.
Η δάφνη δεξιά ζερβά βλαστομανάει απίστευτα·
Δίπλα τρέχει λαγκαδιά που τα ξερόδεντρα τυλίγουν άφθονα οι κισσοί.
Το κύμα ακούεται κάτου, κι πάνου το νερό.
Δάσος δαφνών βαΐα.
Απάνου καλεί ένα σήμαντρο χαρούμενο, τρεμάμενο
σα γεράκι που ζυγιάζεται στο γκρεμό και φέρνει κύκλους.
Μη τον ξεχνάς αυτόν τον δρόμο· τη θεία θέρμη της Μαγδαληνής.
Όλο το σώμα νικητήριο μέσ᾿ π᾿ τα άγια».
Μέσα από την θέρμη του χεριού της αγίας ο άγιος βίωσε την αγάπη της για τον Χριστό, που νίκησε και αυτό τον θάνατο»