Οι βράχοι των Μετεώρων, το μεγαλούργημα αυτό της φύσης, η πέτρινη πολιτεία που αποτελείται από 800 και πλέον βράχους, είναι ένα από τα πιο θαυμαστά μνημεία της ανθρωπότητας, αλλά και ένα από τα σπουδαιότερα μνημεία της Ορθόδοξης εκκλησίας.
Στο μεγαλύτερο μοναστικό συγκρότημα στην Ελλάδα μετά το Άγιο Όρος, σε ένα από τα τέσσερα μοναστήρια που ίδρυσε το 1367 ο πρώτος της σκήτης των Σταγών ιερομόναχος Νείλος και κάτω ακριβώς από τη σκήτη του Αγίου Πνεύματος, η αναρρίχηση συνυπάρχει με την πίστη και η παράδοση ζωντανεύει κάθε χρόνο την ημέρα που τιμάται η μνήμη του Αγίου Γεωργίου του Μανδηλά.
Πιστοί, αναρριχητές, άνθρωποι από όλη την Ελλάδα αλλά και περαστικοί που βρίσκονται εκεί παρακινούμενοι από την περιέργειά τους, δίνουν το «παρών» σε ένα έθιμο που είναι συνυφασμένο με την ζωή του τόπου. Ένα έθιμο που κρατάει τις ρίζες του από τον καιρό της τουρκοκρατίας, όπου σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση ένας Τούρκος αξιωματούχος που έκοβε ξύλα κάτω από το μοναστήρι του Αγίου τραυματίστηκε από το τσεκούρι, αμέσως η γυναίκα του έδεσε με τη μαντήλα της την πληγή, παρακάλεσε τον άγιο και η αιμορραγία σταμάτησε.
Μετά τις 7 το πρωί και πριν ακόμη από την έναρξη της λειτουργίας στο ομώνυμο εκκλησάκι που έχει δημιουργηθεί στις ρίζες του βράχου, οι πρώτοι αναρριχητές αναλαμβάνουν να στερεώσουν το σκοινί στον πάσσαλο. Ο Χρήστος, ο Βαγγέλης, o Τέλης, ο Γιώργος και τα υπόλοιπα παιδιά είναι εκεί, πιστοί στο ραντεβού τους, έτοιμοι πάντα να αναλάβουν με ευλάβεια τη μεταφορά των μαντηλιών, τάματα των πιστών στη σκήτη του Αγίου.
Μαντήλια κίτρινα, κόκκινα, πράσινα, άλλα μεγάλα και άλλα μικρά κρέμονται από τη μέση των αναρριχητών μέχρι να αντικαταστήσουν τα περσινά. Πότε ένας-ένας και πότε δύο μαζί ξεκινάνε την ανάβαση. Οι παλαιότεροι από αυτούς είναι πραγματικά εντυπωσιακοί, όχι μόνο λόγω των χορευτικών κινήσεών τους πάνω στον βράχο αλλά για την υπομονή, την πίστη, την αφοσίωσή τους και κυρίως για τη γαλήνη που εκπέμπει το πρόσωπό τους. Μια γαλήνη που μαρτυρά ίσως την αγάπη για τον τόπο τους, το πάθος τους για την αναρρίχηση, αλλά και την βαθιά τους πίστη στον Θεό.
Είναι γεγονός, εξάλλου, και ιστορικά αποδεδειγμένο ότι η ζωή των ντόπιων συνδέεται με την ανάβαση στους βράχους από τον 9ο αιώνα μΧ., όταν οι πρώτοι ερημίτες-ασκητές κατοίκησαν μέσα στις σπηλιές και στις σχισμές των βράχων. Ήταν οι αιγοβοσκοί και οι κυνηγοί της εποχής, εξασκημένοι στην ανάβαση και γνώστες των μονοπατιών που βοήθησαν τους αναχωρητές να απομονωθούν από τον κόσμο και να έρθουν ένα βήμα πιο κοντά στον Θεό.
Το ενδιαφέρον του κόσμου είναι αμείωτο, ο θαυμασμός τους γι’ αυτά τα παιδιά είναι πραγματικά έκδηλος και καθώς ο χρόνος κυλάει και η λειτουργία συνεχίζεται, ολοένα και περισσότεροι συρρέουν για να παραδώσουν το μαντήλι τους στους αναρριχητές. Η διαδικασία της ανάβασης επαναλαμβάνεται ώσπου και το τελευταίο μαντήλι να φτάσει στον προορισμό του και τότε είναι που ακούγονται με βροντερή φωνή τα πρώτα λόγια από το παραδοσιακό τραγούδι του παπα-Γιώργη:
Σαν δεν τον έχετε ακοή,
ν' αυτόν τον παπα-Γιώργη
πού 'ταν μικρός στα
γράμματα, τρανός
στα πινακίδια
και τώρα στα γεράματα
και στις γεραντοσύνες
γυρεύει να πάει
ν' αρματολός, αρματολός
και κλέφτης
Το τραγούδι ορίζει και τη λήξη της τελετής. Ο Χρήστος που παρέμεινε τελευταίος κατεβαίνει, λύνει την τριχιά και τοποθετεί το λευκό μαντήλι στον πάσσαλο. Καθώς η λειτουργία στο εκκλησάκι λαμβάνει τέλος, τα περσινά μαντήλια μοιράζονται στους προσκυνητές μαζί με το αντίδωρο.
Τα συναισθήματα που δημιουργούνται κατά την τέλεση του εθίμου είναι έντονα, είτε πιστεύεις πολύ, είτε και καθόλου. Όταν αυτά τα παιδιά σού δίνουν ένα μαντήλι από τη σκήτη του Αγίου, είναι σαν να σου χαρίζουν ένα μέρος της ψυχής τους, σαν να σου δίνουν λίγη από την αστείρευτη αγάπη που έχουν γι’ αυτό που κάνουν, για τον ευλογημένο τόπο που έχουν την τύχη να ζούνε, είναι σαν να σου δίνουν δύναμη από τη δύναμή τους.