Την Κυριακή 4 Φεβρουαρίου γίναμε όλοι οι Έλληνες μάρτυρες ενός μεγάλου συλλαλητηρίου στην πλατεία Συντάγματος με κεντρικό άξονα τη λέξη «Μακεδονία». Δηλαδή μία λέξη που συγκλονίζει τα τρίσβαθα της Ελληνικής Ψυχής και που με «νύχια και με δόντια» δεν υποκύπτει να την παραχωρήσει σε ένα γειτονικό κρατικό μόρφωμα.
Ίσως κάποιος διερωτηθεί γιατί αναφέρομαι στην «Μακεδονία» ενώ η θεματική μου ενότητα είναι η φιλολογική, ιστορική και θεολογική διάσταση μιας άλλης λέξης που επί εκατοντάδες χρόνια έπεσε στο πανχριστιανικό λεξιλόγιο και δίχασε έναν ολόκληρο κόσμο.
Πρόκειται για τη λέξη «φιλιόκβε» (filioque) που προστέθηκε στο Σύμβολο της Πίστεως της Α΄ και Β΄ Οικουμενικής Συνόδου από μια τοπική Σύνοδο στον 6ο μ.Χ. αιώνα στο Τολέδο της Ισπανίας. Οι πατέρες όμως της εν λόγω Συνόδου χρησιμοποιώντας το σχήμα της υπερβολής με την προσθήκη του filioque ήθελαν να δώσουν έναν μεγαλύτερο τόνο στην Ορθόδοξη Θεολογία της Τρισυπόστατης Θεότητας.
Ωστόσο, η Εκκλησία της Ρώμης, στην οποία υπήγετο εκκλησιαστικά η Ιβηρική Χερσόνησος, δεν ανεγνώρισε την εν λόγω απόφαση της Συνόδου. Θεωρήθηκε πως είναι μια άλλη φωνή του Ορθού Δόγματος απέναντι στους Γότθους Αρειανιστές που είχαν κατακλύσει τότε την Ισπανία, τη Νότιο Γαλλία και Βόρειο Ιταλία και είχαν φτάσει μέχρι τις παρυφές της Κωνσταντινουπόλεως.
Οι Γότθοι Αρειανοί δέχτηκαν τον Χριστιανισμό μέσα από το κήρυγμα Αρειανών ιεραποστόλων και πίστευαν πως ο Υιός και Λόγος του Θεού είναι το πρώτο και τελειότερο κτίσμα του Θεού και Πατρός. Για να τονιστεί, λοιπόν, η θεότητα του Δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδας προσετέθη η εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος όχι μόνο από τον Πατέρα-Θεό αλλά και από τον Υιό-Θεό (λατινιστί: filioque). Μέχρις εδώ η διατύπωση αυτή δεν έθιγε το Ορθόδοξο Δόγμα αλλά αντίθετα προσέθετε ένα ακόμα επιχείρημα στο Χριστολογικό Δόγμα.
Όλα, λοιπόν, ξεκίνησαν με καλές προθέσεις, οι οποίες όμως στη διαδρομή των χρόνων οδήγησαν προς τον δρόμο της κόλασης, όπως μια ισπανική παροιμία μας υπενθυμίζει: «Ο δρόμος για την κόλαση είναι στρωμένος με τις πιο αγαθές προθέσεις». Φτάσαμε στο 800 μ.Χ. και οι Πάπες άρχισαν να κρατούν στο αριστερό χέρι τον Σταυρό του Χριστού και στο δεξί το σκήπτρο της κοσμικής εξουσίας.
Τότε γεννήθηκε η περίφημη θεωρία περί των δύο ξιφών, τότε διαδόθηκε η ψευτοδιαθήκη του Μεγάλου Κωνσταντίνου που δώρισε τη Ρώμη και την εξουσία του στον Πάπα. Φαίνεται πως στον μεσαιωνικό παπισμό η κατασκευή ψεύτικων εγγράφων βρίσκεται στο DNA μερικών καλογέρων και δήθεν θεολόγων.
Κατασκευάστηκε, λοιπόν, και ένας ακόμα μύθος πως στο Σύμβολο της Πίστεως Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως υπήρχε το filioque. Απόδειξη τούτου το ψευδοαθανάσιο Σύμβολο της Πίστεως στο οποίο τοποθετήθηκε ευσχημόνως η προσθήκη filioque.
Να προσέξουμε εδώ πόσο μεγεθύνθηκε η κακοδοξία και πόσο έσκισε στα δύο την Ανατολή και τη Δύση τον 11ο αιώνα όταν διαβάσουμε τον λίβελλο εναντίον του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως που κατέθεσε ο απεσταλμένος του Πάπα, Ουμβέρτος, πάνω στην Αγία Τράπεζα της Αγίας Σοφίας της Κωνσταντινουπόλεως, όπου κατηγορεί και ενάγει τον Πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριο και όλη την Ανατολική Εκκλησία πως αφαίρεσε από το Σύμβολο της Πίστεως το filioque, πράγμα που δεν το επέτρεπε η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος στην Έφεσο! Βλέπουμε λοιπόν ξεκάθαρα πως μια λέξη είτε αυτή είναι filioque είτε Μακεδονία έχει τέτοια δύναμη ώστε να διασπάσει την πανανθρώπινη ενότητα και να κατασπαράξει τις συνειδήσεις των ανθρώπων.
Αναλυτικότερα:
Όλοι οι Ορθόδοξοι έχουμε διδαχθεί ότι μια πολύ μεγάλη διαφορά μεταξύ ημών των Ορθοδόξων και των Παπικών (Ρωμαιοκαθολικών) είναι η κακοδοξία του Filioque (=«και εκ του υιού»). Αυτή η μικρή φράση με το λατινικό της περίβλημα προστέθηκε από τους Δυτικούς στο Σύμβολο της Πίστεως με απόφαση της Αγίας Συνόδου του Toledo της Ισπανίας, το 596 μ.Χ. Αυτό και μόνο το γεγονός, της προσθήκης δηλαδή μιας λέξης στο οριστικοποιημένο δογματικό κείμενο με οικουμενική αναγνώριση και θεοπνευστία αποτελεί ανοιχτή παραβίαση του Κανόνα της Τρίτης Οικουμενικής Συνόδου της Εφέσου (431μ.Χ), η οποία απαγόρευε κάθε αλλαγή ή προσθήκη στο Σύμβολο της Πίστεως της Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως.
Κι όμως αυτή η λεξούλα φιλιόκβε αναστάτωσε αργότερα τη Χριστιανοσύνη του 9ου αιώνα, επί πατριαρχίας Ιερού Φωτίου και οριστικά έσχισε στα δύο τη Χριστιανική Εκκλησία στον 11ο αιώνα (1054 μ.Χ.).
Για το αμφιβαλλόμενο από ορθοδόξου πλευράς filioque έχουμε στα χέρια μας μια ενδιαφέρουσα φιλολογική και θεολογική τοποθέτηση του ομοτίμου καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών και Θεολόγου κ. Π. Μπούμη την οποία και δημοσιεύουμε κατωτέρω.
Είναι όμως αναγκαίο για όσους δεν γνωρίζουν το ιστορικό του θεολογικού προβλήματος εν είδει εισαγωγής να σημειώσουμε τα εξής:
Το Filioque ήταν σταθερά επαναλαμβανόμενη φράση και διδασκαλία ρωμαίων ιεροκηρύκων της ενωμένης Χριστιανικής Εκκλησίας στον δυτικό κόσμο που κατακλύσθηκε κυριολεκτικά τον 4ο αιώνα από Γότθους, γερμανικό φύλο που δέχθηκε πολύ εύκολα τον Χριστιανισμό αλλά με την αρειανική του έκφανση και αναφορά. Οι Γότθοι, Οστρογότθοι και Βησιγότθοι, κατέλαβαν την Κεντρική Ευρώπη, την Β. Ιταλική Χερσόνησο, την Ισπανία, την Ν. Γαλλία και έφτασαν μέχρι την Κωνσταντινούπολη.
Παρόλο που η αίρεση του Πρεσβυτέρου της Αλεξάνδρειας Αρείου αντιμετωπίσθηκε στην Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια (325 μ.Χ.), εντούτοις δεν έπαυσε να εξαπλώνεται αυτή η αιρετική διδασκαλία σε πολλά κοινωνικά στρώματα, και με ιδιαίτερη ευκολία μεταξύ των Γότθων προσηλύτων. Πώς η Εκκλησία της Ρώμης θα υποστήριζε την Ορθοδοξία του Τριαδικού Δόγματος και της Θεανθρώπινης φύσεως του Ιησού Χριστού σε μάζες επιρρεπείς στον απλοϊκό εκλογικευμένο χριστιανισμό;
Προσέχετε τι πίστευαν οι άνθρωποι αυτοί: η αποστολή του Υιού όπως και του Αγίου Πνεύματος στον κόσμο γίνεται από τον ακατάληπτο Θεό-Πατέρα, επομένως τα άλλα δύο αυτά πρόσωπα δεν μπορούν να εξισωθούν προς τον Θεό Πατέρα. Ας σημειωθεί ότι η όποια άρνηση της ισότητας του Πνεύματος προς τον Πατέρα και τον Υιό τινάζει στον αέρα τον «σωτηριακό» χαρακτήρα της Εκκλησίας, η οποία γενικώς πιστεύεται ως η «οικονόμος» του Πνεύματος του Θεού προς τον κόσμο.
Ετσι ξεκίνησαν οι ιεροκήρυκες της Ρώμης προς τους Γότθους τη διδασκαλία περί Filioque: πως όχι μόνον ο Υιός αλλά και το Αγιο Πνεύμα κατάγεται από τον Θεό Πατέρα δεν είναι δηλ. κατώτερο της θεότητας των λοιπών προσώπων, όπως και το Σύμβολο της Νίκαιας διδάσκει: «... το συν Πατρί και Υιώ συμπροσκυνούμενον και συνδοξαζόμενον...». Αυτό βέβαια επιτράπηκε από τη εκκλησία της Ρώμης να γίνει προς καταπολέμηση του Αρειανισμού και προς υποστήριξη και διαφύλαξη του Συμβόλου της Πίστεως Νίκαιας-Κωνσταντινουπόλεως, της οικουμενικής δηλαδή πίστης της Εκκλησίας.
Αυτά όμως όλα έγιναν στο κήρυγμα, σε ομιλίες από τον άμβωνα της εκκλησίας, για την ωφέλεια ψυχών, χωρίς θεολογικές αναλύσεις και λεπτομέρειες. Μέχρι εδώ ουδείς ψόγος. Αυτές όμως οι αγαθές προθέσεις του δυτικού κλήρου διαμόρφωσαν συγκρούσεις και διαφωνίες ύστερα από πολλά χρόνια, μεταξύ θεολόγων και επισκόπων στην Ανατολή και τη Δύση.
Το πρόβλημα άρχισε κυρίως να δημιουργείται όταν μετά δύο ή τρεις αιώνες η αρχική διασάφηση έρχεται και παίρνει τελικά τη θέση επίσημης δογματικής διδασκαλίας. Αυτό επιχειρήθηκε να γίνει σε μια πρώτη απόπειρα στη Σύνοδο του Toledo, το 596 μ.Χ. Αρχικά το Τολέδο ήταν πρωτεύουσα των Γότθων, μεταξύ των οποίων πολλοί ήσαν Αρειανοί, και ύστερα έγινε πρωτεύουσα των Μαυριτανών.
Η Ρώμη κατάφερε να αντισταθεί τότε. Παρά ταύτα, τον 9ο αι. η πίεση εκ μέρους των πιστών και του κλήρου ήταν τόσο μεγάλη ώστε η Ρώμη περιέλαβε την προσθήκη του Filioque (= και εκ του Υιού) στο Σύμβολο της Πίστεως!
Όλοι καταλαβαίνουμε πως, αν αρχίσουμε εδώ και εκεί να προσθέτουμε στο Σύμβολο της Πίστεως (ορθόδοξες έστω) διασαφήσεις, τα πράγματα δεν θα πάνε καθόλου καλά. Παρά ταύτα, πρέπει να πούμε πως το θέμα αυτό στις αρχές του 9ου αι. μ.Χ. δεν γέννησε κάποια σοβαρή εκκλησιαστική αναταραχή όσο μετά το οριστικό σχίσμα και ακόμα πιο πολύ στην ενωτική Σύνοδο Φεράρας-Φλωρεντίας όπου διέπρεψε η φιλοσοφική και θεολογική οξυδέρκεια του Αγίου Μάρκου του Ευγενικού.
ΤΟ ΑΜΦΙΒΑΛΛΟΜΕΝΟ FILIOQUE
*Γράφει ο Παναγιώτης Μπούμης, Ομότιμος καθηγητής του Κανονικού Δικαίου της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών
1. Ὁ καλλίτερος καί αὐθεντικότερος μεταφραστής-ἑρμηνευτής τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἶναι ἀναμφιβόλως ὁ ὅρος, ἡ ἀπόφαση, μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία ἀναφέρεται σέ μία ἀποκάλυψη αὐτῆς τῆς θείας καί θεόπνευστης Γραφῆς.
2. Οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι τῆς Ἐκκλησίας εἶναι αὐθεντικές καί ἀλάθητες, γιατί ἐκπροσωποῦν τήν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ-Χριστοῦ, ἡ ὁποία εἶναι «στῦλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» (Α΄ Τιμ. 3,15).
3. Οἱ Οἰκουμενικές αὐτές Σύνοδοι ἀπέδωσαν καί μετέφρασαν τό χωρίο τοῦ Ἰωάννου «ὅ (Πνεῦμα Ἅγιον) παρά τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται» (Ἰω. 15,26) μέ τή φράση «τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον» (Σύμβολον τῆς Πίστεως).
4. Τουτέστι μετέφρασαν τήν πρόθεση παρά τοῦ χωρίου Ἰω. 15,26 μέ τήν πρόθεση ἐκ (ex) καί ὄχι μέ τήν πρόθεση ἀπό (α). Ἄρα ἡ πρόθεση ἐκ ἤ ex εἶναι ἡ αὐθεντική μετάφραση τῆς προθέσεως παρά.
5. Καί τοῦτο γιατί, ὅπως ἡ πρόθεση παρά (= ἐκ μέρους) σημαίνει τήν ἄμεση προέλευση ἑνός προσώπου ἤ πράγματος (ὑποκειμένου ἤ ἀντικειμένου) ἀπό ἄλλο, ἔτσι καί ἡ πρόθεση ἐκ-ex σημαίνει τήν ἄμεση προέλευση, τήν πηγή, τήν αἰτία, τήν ἀρχή (τό «ἐκ μέρους»).
6. Καί ἐάν ἡ πρόθεση ἐκ-ex σημαίνει τήν ἄμεση προέλευση, ὅπως σημειώσαμε προηγουμένως, ὅμως (ἀντιθέτως) ἡ πρόθεση ἀπό σημαίνει τήν ἔμμεση προέλευση καί ἐρχομό (διά μέσου ἄλλου). Αὐτά στά ἀρχαῖα Ἑλληνικά καί Λατινικά.
7. Περί τῶν διακρίσεων αὐτῶν μπορεῖ ὁ ἐνδιαφερόμενος νά ἀνατρέξει στά Συντακτικά τῶν Ἀχ. Τζαρτζάνου, σσ. 78,80,83, Κων. Κατεβαίνη, σσ. 55-56,66, J. Humbert - Γ. Κουρμούλη, σ. 290,295,302, ὡς καί Θ. Α. Κακριδῆ, Γραμματική τῆς Λατινικῆς Γλώσσης, σσ. 99 καί 163-165 καί Ἀντ. Βράκα, Ἡ Γραμματική τοῦ λατινικοῦ λόγου, σσ. 178 καί 185 ὡς καί 179 καί 187.
8) Ἔτσι σύμφωνα μέ τό Ἰω. 15,26 καί τό Σύμβολο τῆς Πίστεως ἡ ἄμεση πηγή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ὁ Πατήρ καί γι' αὐτό τέθηκαν οἱ προθέσεις παρά καί ἐκ (ex) πού σημαίνουν αὐτό τό γεγονός, τό ἐκ μέρους τοῦ Πατρός.
9. Ἀντιθέτως ἡ ἔμμεση προέλευση, ἡ ἀποστολή καί ὁ ἐρχομός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μπορεῖ νά ἀποδοθεῖ καί στόν Υἱό, ὁ Ὁποῖος τό στέλνει (Ἰω. 15,26α) καί ἔρχεται σέ μᾶς «διά μέσου» Αὐτοῦ.
10. Αὐτές τίς λεπτές λεκτικές διακρίσεις δέν ἔλαβαν ὑπ' ὄψη οἱ μεταφραστές τοῦ Ἰω. 15,26 καί ἔθεσαν ἐσφαλμένως στό κείμενο τῆς Vulgatae καί Latinae τήν πρόθεση a (= ἀπό) ἀντί τῆς προθέσεως ex (= παρά, ἐκ), ὅπως εἶναι τό ὀρθό.
11. Αὐτήν τήν ἐσφαλμένη μετάφραση ἀκολούθησαν οἱ θεολόγοι τῆς Δύσεως καί ὄχι αὐτήν πού δέχτηκαν καί ὑπέδειξαν οἱ Β΄ καί ἑξῆς Οἰκουμ. Σύνοδοι, καί ἔτσι κατέληξαν νά εἰσαγάγουν καί νά ἀνεχθοῦν καί τήν προσθήκη τοῦ Filioque.
12. Βεβαίως ἄν εἶχε τό λατινικό Σύμβολο τῆς Πίστεως τό a (= ἀπό) (a Patre procedit), τότε θά ἦταν δικαιολογημένη καί ἡ ὕπαρξη τοῦ Filioque. Ἐφ' ὅσον ὅμως ἔχει τήν πρόθεση ex (ex Patre procedit) ἡ προσθήκη τοῦ Filioque εἶναι ἀδικαιολόγητη.
13. Τέλος, θά πρέπει νά προσθέσουμε ὅτι καί στίς νεοελληνικές μεταφράσεις τῆς Καινῆς Διαθήκης ἡ πρόθεση παρά τοῦ Ἰω. 15,26 πρέπει νά ἀποδίδεται μέ τό «ἐκ μέρους» καί ὄχι μέ τήν πρόθεση ἀπό, γιατί ἁπλούστατα δέν ἔχουμε ἀκριβολογία καί σαφήνεια.
14) Σημείωση: Γιά λεπτομερέστερη ἀνάλυση τῶν ἀνωτέρω δεδομένων μπορεῖ ὁ ἐνδιαφερόμενος νά ἀνατρέξει στό περιοδ. «Ἐκκλησία» καί στό ἄρθρο μας «Τό Πνεῦμα τοῦ Πατρός» (καί τοῦ Υἱοῦ) (Συμπληρωματικά-νέα στοιχεῖα στή Γνωμοδότηση περί τό Filioque)», τόμ. ϞΑ΄ (2014), σελ. 561-568.
Παναγιώτης Ι. Μπούμης
Ὁμότ. Καθηγητής Παν/μίου Ἀθηνῶν
ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟ ΣΧΟΛΙΟ:
Στους συλλογισμούς και τις εξηγήσεις του καθηγητή κ. Παναγιώτη Μπούμη αξίζει να προστεθούν και οι πιο κάτω χρήσεις και ερμηνείες των σχετικών εμπροθέτων προσδιορισμών εκ και δια.
Η πρόθεση εκ γλωσσικά σημαίνει την αιτία εκ της οποίας γίνεται κάτι, ενώ η διά σημαίνει την αιτία διά της οποίας γίνεται κάτι. Στη θεολογική Τριάδα η εκ αναφέρεται στον Πατέρα εκ τού οποίου το Πνεύμα εκπορεύεται αϊδίως, λαμβάνοντας παρ’ αυτού τη θεότητα («το εκ τού Πατρός εκπορευόμενον», «ό παρά τού Πατρός εκπορεύεται»). Η δε πρόθεση διά αναφέρεται στον Υιό στο όνομα τού οποίου πέμπεται το Πνεύμα στον κόσμο, χωρίς αυτό φυσικά να σημαίνει ότι ο Υιός είναι απλό υπηρετικό όργανο τού Πατρός. Είναι φανερό ότι η διά στη σχέση της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος αναφέρεται στην οικονομική Τριάδα, δηλαδή στις εξωτερικές ενέργειες τού Τριαδικού Θεού. Ότι αφετέρου η διά εκφράζει την ταυτότητα φύσεως μεταξύ Υιού και Πνεύματος είναι ομοίως φανερό. Σ’ αυτό στηρίζεται και το άλλο, ότι το Πνεύμα αναπαύεται στον Υιό («και εν Υιώ αναπαυόμενον») και λέγεται «ίδιον γνώρισμα τού Υιού».
*Ο Αντώνης Ιακώβου Ελευθεριάδης είναι Δρ. Φιλολογίας και Θεολόγος