Στο greek-observatory και τις Ειδήσεις Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας

Εμείς και οι συνεργάτες μας αποθηκεύουμε ή/και έχουμε πρόσβαση σε πληροφορίες σε μια συσκευή, όπως cookies και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως μοναδικά αναγνωριστικά και τυπικές πληροφορίες που αποστέλλονται από μια συσκευή για εξατομικευμένες διαφημίσεις και περιεχόμενο, μέτρηση διαφημίσεων και περιεχομένου, καθώς και απόψεις του κοινού για την ανάπτυξη και βελτίωση προϊόντων.

Με την άδειά σας, εμείς και οι συνεργάτες μας ενδέχεται να χρησιμοποιήσουμε ακριβή δεδομένα γεωγραφικής τοποθεσίας και ταυτοποίησης μέσω σάρωσης συσκευών. Μπορείτε να κάνετε κλικ για να συναινέσετε στην επεξεργασία από εμάς και τους συνεργάτες μας όπως περιγράφεται παραπάνω. Εναλλακτικά, μπορείτε να αποκτήσετε πρόσβαση σε πιο λεπτομερείς πληροφορίες και να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας πριν συναινέσετε ή να αρνηθείτε να συναινέσετε. Λάβετε υπόψη ότι κάποια επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων ενδέχεται να μην απαιτεί τη συγκατάθεσή σας, αλλά έχετε το δικαίωμα να αρνηθείτε αυτήν την επεξεργασία. Οι προτιμήσεις σας θα ισχύουν μόνο για αυτόν τον ιστότοπο. Μπορείτε πάντα να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας επιστρέφοντας σε αυτόν τον ιστότοπο ή επισκεπτόμενοι την πολιτική απορρήτου μας.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας.Δες περισσότερα εδώ.
ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ

Το αλυσοδεμένο φάντασμα…

Το κάστρο του Chillingham θεωρείται ένα από τα πιο στοιχειωμένα μέρη της Αγγλίας. Τα τείχη του περικλείουν ιστορίες φοβερές, γεμάτες τρόμο, αλλά και ιστορίες λυρικές, γεμάτες μαγεία και αγνό ρομαντισμό, όπως ο θρύλος του φαντάσματος του ερωτευμένου κυνηγού.

Σύμφωνα με τον θρύλο, λοιπόν, το φάντασμα ήταν ένας όμορφος νέος, δεινός κυνηγός, που ερωτεύθηκε παράφορα την κόρη ενός από τους μακρινούς προγόνους του Κόμη του Tankerville.

Την εποχή εκείνη ήταν απλώς αδιανόητο ένας φτωχός και άσημος νεαρός άντρας έστω και να κοιτάξει στα μάτια μια αρχοντοπούλα, χωρίς να πληρώσει φριχτά για την αποκοτιά του και το θράσος του.

Ωστόσο, ο Jeremy, όπως ήταν το όνομα του όμορφου κυνηγού, από την πρώτη στιγμή που είδε από μακριά τη γλυκιά Eleyn, την πανώρια κόρη του ευγενούς πυργοδεσπότη, την ερωτεύτηκε τόσο δυνατά και παθιασμένα, που δεν άντεχε στιγμή μακριά της. Αντί να ευγνωμονεί τον Θεό, που δεν πρόσεξε κανείς το αδιάκριτο βλέμμα που τόλμησε να ρίξει στην αρχοντοπούλα, αντί να φροντίσει να καταπνίξει στην καρδιά του τη μάταιη εκείνη αγάπη, αποφάσισε απεναντίας να κάνει τα αδύνατα δυνατά, για να σχετιστεί μαζί της.

Ο Jeremy ήταν γενναίος. Δεν είχε γνωρίσει ποτέ τον τρόμο στην ψυχή του. Είχε αντικρούσει πολλές φορές τον θάνατο, παλεύοντας με τα άγρια θηρία στα δάση του τόπου του κι είχε μάθει να αψηφά όλους τους κινδύνους. Έτσι, ένα απόγευμα σκαρφάλωσε τον τοίχο του κάστρου και κρύφτηκε πίσω από τα δέντρα του κήπου. Η αρχοντοπούλα δεν άργησε να φανεί, κάνοντας τον συνηθισμένο της περίπατο. Ο κυνηγός βγήκε από την κρυψώνα του, πλησίασε θαρρετά την αγαπημένη του, γονάτισε μπροστά της και φίλησε με ευλάβεια την άκρη του λευκού της φορέματος.

Ο νεαρός άντρας, παρασυρμένος από αισθήματα βαθιά, αγνά και καθάρια, της δήλωσε αγέρωχα, χωρίς να ζυγιάσει καθόλου τα ανυπέρβλητα εμπόδια, ότι τη λάτρευε και ότι δεν ανάσαινε μακριά της. Η Eleyn κατακλύστηκε από τη συγκίνηση που της προξενούσε η αρρενωπότητά του, ο ήχος της φωνής του και η λάμψη των ματιών του. Ο νέος, που είχε πέσει γονατισμένος μπροστά της, έπεισε την αρχοντοπούλα για την ειλικρινή του αγάπη, την ίδια βαθιά αγάπη που είχε και η ίδια λαχταρήσει στα πιο μύχια και ανήσυχα όνειρά της.

Μα, η Eleyn δε μπορούσε να ξεχάσει πως ήταν κόρη ενός αυστηρού ευγενούς, ιδιοκτήτη του επιβλητικού κάστρου του Chillingham και ότι μια κοινωνική άβυσσος τη χώριζε από τον φτωχό κυνηγό. Προσπάθησε να του δώσει να καταλάβει πως αν πατέρας της αντιλαμβανόταν το παραμικρό, θα τον σκότωνε αμέσως. Γι’ αυτό, κατέπνιξε τα αισθήματά της και τον ικέτευσε να τη λησμονήσει.

Ο Jeremy δε γελιόταν. Είχε νιώσει πως και η αρχοντοπούλα τον είχε ερωτευθεί, παρά τους δισταγμούς και τις αντιρρήσεις της. Επομένως, κατέστρωσε ευθύς το σχέδιό του. Χωρίς να επιμείνει περισσότερο, την αποχαιρέτησε κι έφυγε, αφού της επανέλαβε ότι δε θα την ξεχνούσε ποτέ.

Έτσι, μια νύχτα, ύστερα από μια εβδομάδα, ενώ η φύση ησύχαζε, ο κυνηγός ξαναβρέθηκε στον κήπο του κάστρου. Σκαρφάλωσε από τον κισσό, που σκέπαζε τους τοίχους, ως το παράθυρο της λατρεμένης του και μπήκε μέσα στην κάμαρά της. Η Eleyn, η οποία ήταν έτοιμη να πλαγιάσει, έβγαλε ένα ξεφωνητό τρόμου, όταν είδε αναπάντεχα μπροστά της τον νεαρό κυνηγό. Εκείνος έτρεξε κοντά της, την αγκάλιασε και την παρακάλεσε με λόγια θερμά να την ακολουθήσει.

Η Eleyn, μεθυσμένη από έρωτα, ανίκανη να αντισταθεί στο ορμητικό ποτάμι που την παρέσερνε, αποφάσισε να αψηφήσει την οργή του πατέρα της και την περιφρόνηση της κοινωνίας και να ακολουθήσει τον άντρα που αγαπούσε.

Του ζήτησε, λοιπόν, να την περιμένει κάτω στον κήπο, εκεί που είχαν πρωτοσυναντηθεί, μέχρι να ντυθεί και να ετοιμάσει τα λίγα πράγματα, που θα έπαιρνε μαζί της.

Ο Jeremy, πανευτυχής, τη φίλησε τρυφερά και άρχισε να κατεβαίνει τον τοίχο, πιασμένος από τον κισσό. Κάποιο κλαδί, όμως, έσπασε και ο νεαρός άντρας σωριάστηκε με πάταγο καταγής, μπήγοντας μια σπαρακτική κραυγή πόνου. Οι υπηρέτες του κάστρου τον άκουσαν και έτρεξαν στον κήπο να δουν τι είχε συμβεί, αφού πρώτα, όμως, ειδοποίησαν τον πυργοδεσπότη. Τότε, βρήκαν τον κυνηγό να σφαδάζει, καθώς είχε σπάσει το δεξί του πόδι.

Ο άρχοντας γύρεψε να μάθει τον λόγο που ο ξένος είχε εισβάλλει στην ιδιοκτησία του, αλλά εκείνος δεν έβγαζε κουβέντα, για να μην εκθέσει την αγαπημένη του. Ο Κόμης, όμως, μάντεψε την αλήθεια, όταν διαπίστωσε πως τα σπασμένα κλαδιά του κισσού οδηγούσαν στο παράθυρο της κόρης του. Έξαλλος από θυμό, διέταξε τους ανθρώπους του να σκοτώσουν αμέσως τον κυνηγό, που τον είχαν ήδη μεταφέρει σ’ ένα απομονωμένο δωμάτιο του κάστρου.

Μια υπηρέτρια έτρεξε να αναγγείλει στην Eleyn τα θλιβερά νέα. Ένιωσε το μυαλό της να σαλεύει από την αγωνία. Αν πάθαινε κάτι ο Jeremy, δε θα μπορούσε να ζήσει. Χωρίς κανέναν δισταγμό, έπεσε στα πόδια του πατέρα της, του εξομολογήθηκε όλη την αλήθεια και τον παρακάλεσε να συγχωρέσει το δύστυχο παλικάρι.

Με τα πολλά, ο Κόμης πείστηκε να του χαρίσει τη ζωή, αλλά της ξεκαθάρισε πως θα έμενε για πάντα αλυσοδεμένος στο μπουντρούμι του κάστρου. Όσον αφορούσε εκείνη, σκόπευε να την παντρέψει με έναν πλούσιο ευγενή, που θα της υποδείκνυε ο ίδιος, ύστερα από έναν χρόνο ακριβώς.

Ο Κόμης διέταξε να φέρουν μπροστά του τον κυνηγό, για να του ανακοινώσει τα σχέδιά του. Ο νεαρός άντρα, ξαπλωμένος σ’ ένα πρωτόγονο φορείο, ωχρός αλλά ατάραχος, άκουσε αμίλητος την καταδικαστική απόφαση. Τότε, στράφηκε προς τη δακρυσμένη κοπέλα, της χαμογέλασε γλυκά και της είπε: «Η ευτυχία μου είναι απερίγραπτη, όσο συλλογίζομαι, αγαπημένη μου, ότι θα ζω κάτω από την ίδια στέγη με εσένα».

Η αρχοντοπούλα δεν του αποκρίθηκε, αλλά το βλέμμα της του φανέρωσε τόση αγάπη, που ο κυνηγός σκίρτησε από χαρά. Σε λίγο, ο Jeremy βρέθηκε δεμένος με αλυσίδες στον τοίχο ενός σκοτεινού υπογείου.

Πριν περάσει ένας χρόνος, η Eleyn πέθανε από ερωτικό μαρασμό, την παραμονή του γάμου της με έναν ευγενή.

Εν τω μεταξύ, ο Jeremy, κάθε βράδυ, λίγο πριν τα μεσάνυχτα, χτυπούσε τις αλυσίδες του δυνατά, για να τον ακούει η αγαπημένη του, ώστε να της υπενθυμίζει ότι την αγαπάει πάντα. Ο δεσμοφύλακάς του, άνθρωπος πονόψυχος και καλόκαρδος, δεν του είπε ποτέ ότι η αρχοντοπούλα είχε χάσει τόσο πρόωρα τη ζωή της. Κι εκείνος, με τη γλυκιά ελπίδα ότι η Eleyn δεν έπαυε να τον συλλογίζεται, πέθανε μια νύχτα, πάντοτε αλυσοδεμένος.

Ακόμα και σήμερα, όποιος βρεθεί στο μισογκρεμισμένο κάστρο του Chillingham, ακούει τον θόρυβο των αλυσίδων, που εξακολουθεί να χτυπάει το φάντασμα του ερωτευμένου κυνηγού, για να ειδοποιεί τη λατρεμένη του ότι την αγαπά πάντα.

Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΜΠΟΥΚΕΤΟ», στις 21/03/1935…

Tags
Back to top button